Το λάθος, το πάθος και το ψέμα

Το εκλογικό σώμα επιβράβευσε ένα κόμμα που τον Ιανουάριο εκπροσωπούσε ένα πρόγραμμα το οποίο αντιμαχόταν σθεναρά την συμφωνία που ψήφισε τον Ιούλιο, αλιεύοντας το «όχι» του δημοψηφίσματος για να καταλήξει να εφαρμόζει το «ναι», ώστε να επανέλθει ως πρώτο κόμμα τον Σεπτέμβριο με την στήριξη των ψηφοφόρων που επέλεξαν το ίδιο ακριβώς κόμμα για να εφαρμόσει εντελώς διαφορετικά μέτρα.
ASSOCIATED PRESS

Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του δεύτερου γύρου των φετινών εθνικών εκλογών, μετατρέπει την αποτίμηση τους σε πραγματική διαμάχη μεταξύ συναισθηματικής απορίας και διανοητικής σπαζοκεφαλιάς. Συναισθηματικά, νιώθει κανείς μια άβολη εξοικείωση με μια προηγούμενη πραγματικότητα, σχεδόν σαν déjà vu, αφού το εκλογικό αποτέλεσμα επαναφέρει το ίδιο ακριβώς κυβερνητικό σχήμα, με μερικές απώλειες στο εσωτερικό του, και μερικές αλλαγές σε ό,τι αφορά την συνολική σύνθεση της Βουλής.

Η δε διανοητική σπαζοκεφαλιά προκύπτει από το γεγονός ότι η ερμηνεία του όποιου εκλογικού αποτελέσματος εμπεριέχει μεγάλες δόσεις αμηχανίας που βυθίζει τον συλλογισμό μας σε μια αχλύ διλημμάτων. Πότε λειτουργεί ως αυτοψία που καλείται να αναλύσει το «τι ακριβώς έγινε», και πότε παρουσιάζεται ως προφητεία για το «τι μέλλει γενέσθαι», ενώ ταυτόχρονα εξουσιάζεται και από την προσωπική στάση και τις, ευγενείς ή μη, παρορμήσεις του εκάστοτε σχολιαστή. Αν μάλιστα λάβουμε υπ'όψιν μας και την προειδοποίηση του Αμερικανού πολιτικού επιστήμονα V.O. Key ότι κάθε απόπειρα ερμηνείας της «κοινής γνώμης» μοιάζει και με συνομιλία με το Άγιο Πνεύμα, η προσπάθεια μας φαντάζει σχεδόν μάταιη. Πόσω μάλλον όταν αυτό που αυθαίρετα ονομάζουμε «κοινή γνώμη», θυμίζει τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη αφού συμπεριφέρεται, αν όχι σαν τυφλή τότε ίσως σαν μεθυσμένη, παραζαλισμένη ή και μαγεμένη ακόμα από τη γοητεία του απρόβλεπτου, του ανέφικτου και του ανέλπιστου.

Επιχειρώντας ένα πρώτο, εξ'ορισμού παρακινδυνευμένο, σχόλιο εκτιμώ πως το χτεσινό εκλογικό αποτέλεσμα παρουσιάζει συμπτώματα πολιτικού παραλογισμού. Το εκλογικό σώμα επιβράβευσε ένα κόμμα που τον Ιανουάριο εκπροσωπούσε ένα πρόγραμμα το οποίο αντιμαχόταν σθεναρά την συμφωνία που ψήφισε τον Ιούλιο, αλιεύοντας το «όχι» του δημοψηφίσματος για να καταλήξει να εφαρμόζει το «ναι», ώστε να επανέλθει ως πρώτο κόμμα τον Σεπτέμβριο με την στήριξη των ψηφοφόρων που επέλεξαν το ίδιο ακριβώς κόμμα για να εφαρμόσει εντελώς διαφορετικά μέτρα. Νοείται ως κάτι διαφορετικό από τον παραλογισμό η εμπιστοσύνη σε κάποιον που αρχικά διακύρηττε πως δεν θα ψήφιζε κάτι με το οποίο διαφωνεί, κατόπιν υπογράφει αυτό με το οποίο διαφωνεί ομολογώντας πως εξακολουθεί να διαφωνεί με αυτό που τελικά υπέγραψε, και τέλος ζητά την επανεκλογή του για να εφαρμόσει αυτό με το οποίο διαφωνεί;

Το συμπέρασμα που προκύπτει από αυτή την ανακολουθία είναι πως ο εν λόγω υποψήφιος είτε προσποιείται ότι διαφωνεί, είτε προσποιείται ότι θα εφαρμόσει τα μέτρα με τα οποία διαφωνεί. Θυμίζει έτσι τον περίτεχνο κυνισμό του Συντηρητικού Edmund Burke ο οποίος, απευθυνόμενος στους ψηφοφόρους του Bristol το 1774, υπενθύμιζε πως δεν τους ζητά να τον ψηφίσουν για να εφαρμόσει αυτό που εκείνοι επιθυμούν, αλλά για να υπηρετήσει την δική του κρίση, προδίδοντας τους ώστε να τους υπηρετήσει καλύτερα, θυσιάζοντας έτσι την ψήφο τους στις αποφάσεις του για το δικό τους όμως καλό.

Επιχειρώντας ένα πρώτο, εξ'ορισμού παρακινδυνευμένο, σχόλιο εκτιμώ πως το χτεσινό εκλογικό αποτέλεσμα παρουσιάζει συμπτώματα πολιτικού παραλογισμού.

Προκύπτει λοιπόν ευλόγως το ζήτημα της απονομής ευθύνης για το σκεπτικό που οδηγεί σε τέτοια αποτελέσματα. Είτε πρέπει να το χρεώσουμε στο εκλογικό σώμα υποθέτοντας πως συμπεριφέρεται με αδικαιολόγητα αλλοπρόσαλλο τρόπο, είτε θα πρέπει να το δικαιολογήσουμε υποστηρίζοντας πως πάσχουμε από αλεξιθυμία, η Αλεξη-θυμία εν προκειμένω, και σαν άλλοι «ελεύθεροι πολιορκημένοι» αδυνατούμε να εκφράσουμε αυτό που πραγματικά αισθανόμαστε, ή αδυνατούμε να αναλογιστούμε αυτό που εντέλει εκφράζουμε. Στην πρώτη περίπτωση οφείλουμε να αναλάβουμε τις ευθύνες των επιλογών μας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η ευθύνη μετακυλίεται στους λαοπλάνους πολιτικούς που μας κολακεύουν ξεγελώντας μας με αντιφατικές υποσχέσεις, ενώ στο τέλος πάντα μας προδίδουν. Εκκρεμεί όμως και μια πιο σύνθετη ερμηνεία της πολιτικής μας ψυχοπαθολογίας, σύμφωνα με την οποία ούτε θέλουμε να αναλάβουμε την ευθύνη των αποφάσεων μας, ούτε θέλουμε να απαλλαγούμε κι από τους κόλακες, επιμένοντας στο λάθος το πάθος και το ψέμα.

Το λάθος αντιστοιχεί σε εσφαλμένη εκτίμηση ή αστοχία, που όμως θα 'πρεπε να γίνεται αντιληπτό κατόπιν επαναλαμβανόμενων εκλογικών αναμετρήσεων. Το πάθος ανταποκρίνεται στην υπέρβαση της λογικής, και καθοδηγείται από ιδεώδη και ιδεαλισμό, όπως επίσης και από εμμονές, ιδεοληψίες, και φανατισμό. Το δε ψέμα δεν αντιτίθεται απλώς στην αλήθεια αλλά παρουσιάζεται και ως μια ελκυστικότερη εκδοχή της. Στα 41 χρόνια της μεταπολιτευτικής ιστορίας της χώρας φαίνεται να ανακυκλώνεται και να θριαμβεύει αυτό το δυσάρεστο και δυσλειτουργικό «τρίο» σε σημείο που να συνοψίζει και την πολιτική μας διαπαιδαγώδηση στην δημοκρατία. Η δημοκρατία όμως για να ανταποκριθεί επαρκώς στις αρχές και τα ιδανικά της απαιτεί και τον στοχασμό πάνω στις συνέπειες της, ιδίως όταν κακοποιείται τόσο από τους πολίτες, όσο και από τους πολιτικούς.

Η διαιώνιση του λάθους του πάθους και του ψεύδους αποτελεί δυστυχώς παράπλευρη συνέπεια της δημοκρατικής διαδικασίας, και απειλεί την υπεροχή της αν δεν σταθούμε κριτικά απέναντι στις πολιτικές μας συνήθειες. Το εκλογικό αποτέλεσμα δεν εξαντλείται ούτε στον θρίαμβο του ενός έναντι του άλλου, ούτε στην αριθμητική υπεροχή του ενός απέναντι στον άλλο, αλλά μας καλεί να συνδιαλλαγούμε κριτικά με το λάθος, το πάθος και το ψέμα με εργαλείο την πειθώ και την επιχειρηματολογία, κι όχι το ξόρκι και την δεισιδαιμονία.

Η διαφορά μεταξύ δημαγωγίας και δημοκρατίας άλλωστε εδράζεται ακριβώς εκεί. Η πρώτη σαγηνεύει και εξημερώνει την κριτική μας ικανότητα, ενώ η δεύτερη καλλιεργεί συνειδήσεις μέσα από την κριτική σκέψη και την έμφαση στην πολιτική αντιλογία, κι όχι στην τυφλή πίστη και την ψευδολογία. Η διακύβευση της «επόμενης μέρας» λοιπόν αντιστοιχεί στην αντιπαράθεση στο λάθος, το πάθος και το ψέμα, εκτός κι αν είμαστε πρόθυμοι να ξαναζούμε διαρκώς τις συνέπειες τις πολιτικής μας ανευθυνότητας και επιπολαιότητας, όχι ως τραγωδία, ούτε ως φάρσα, αλλά ως μια επαναλαμβανόμενη σκοτοδίνη που εξευτελίζει τη δημοκρατία και την πολιτική τόσο ως διαδικασία σκέψης όσο και ως όχημα πολιτικής δράσης.

Δημοφιλή