Η σκέψη ενός αληθινά σκεπτόμενου ανθρώπου είναι μεγάλη και αποτελεί συνώνυμο πράξης ευθύνης που συνοδεύεται από μια χροιά χρέους, αποστολής, καθήκοντος απέναντι στην ανθρωπότητα. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια κρίση που πηγάζει από την επίγνωση του υποκειμένου της γι αυτή, αποφεύγοντας την παγίδα της τυφλότητας, η οποία δέχεται την ορθότητα μιας σκέψης, μόνο και μόνο επειδή είναι η επικρατούσα είτε γιατί είναι η κατά κόρον προβαλλόμενη. Το φορτίο της ευθύνης, λοιπόν, που συνεπάγεται έχει το αντίστοιχο ηθικό εκτόπισμα.
Κοντολογίς, οι διανοούμενοι, καθώς και οι άνθρωποι με γενικότερο προσανατολισμό στη νόηση είναι αληθινά σκεπτόμενοι και φέρουν μεγάλη ευθύνη για τις κρίσεις τους, διότι είναι οι πρώτοι που αναπαράγουν τις δημιουργικές ιδέες και μπορούν να μας τις αποδώσουν με πιο ολοκληρωμένο τρόπο.
«Αυτό που τους κάνει να διαφέρουν από τον απλό ερευνητή ή από έναν τεχνικό είναι ότι δύνανται να τις το εξετάζουν με τρόπο κριτικό και να τις αντιμετωπίζουν ως θεμελιώδες στοιχείο τόσο της ενιαίας σκέψης όσο και της κοινωνικής δράσης», όπως δήλωσε ο Henry Giroux. Υπάρχουν ακόμα και εκείνοι που λειτουργούν ως αγωγοί μέσω των οποίων οι ιδέες μεταβιβάζονται και εδραιώνονται στην κοινή γνώμη και ως εκ τούτου φέρουν την ευθύνη της ορθής κατανόησής τους από τους αποδέκτες.
Σε περιόδους κρίσης , το ερώτημα για το ρόλο της πνευματικής αυτής ελίτ αναδύεται στην επιφάνεια. Στην εποχή των παχιών αγελάδων, τουλάχιστον, η πλειοψηφία των διανοουμένων λειτουργούσε ως φερέφωνο του υφιστάμενου πολιτικού καθεστώτος.
Δυστυχώς η αλήθεια μαρτυρά ότι ο ρόλος των διανοουμένων στην σύγχρονη εποχή του νεοφιλελευθερισμού των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών, έχει αλλοιωθεί και τώρα πια σωπαίνουν. Αυτοί οι κάτοχοι των μορφωτικών προνομίων είναι που παράγουν και αναπαράγουν την ιδεολογία και τον ηθικό κώδικα που υπαγορεύει η καθεστηκυία τάξη. Τα ΜΜΕ που συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό σε αυτό που ο Τσόμσκι αποκαλεί «η κατασκευή της συναίνεσης», προωθούν αναλώσιμους «διανοουμένους» που μεταδίδουν παραδεδεγμένες ιδέες, ώστε οι άνθρωποι να παραμένουν παθητικοί, υπάκουοι, χειραγωγήσιμοι και να ομαδοποιούνται σαν στρατιώτες. Από την άλλη, το εκπαιδευτικό σύστημα που ανέκαθεν λειτουργεί ως μηχανισμός συγκρότησης, διάχυσης και διαιώνισης της ταυτότητας ενός έθνους, καθώς επίσης και της παραγωγής και νομιμοποίησης της κατανομής στην εθνική κοινωνικοοικονομική διαστρωμάτωση, συνοψίζει το ρόλο που πρέπει να διαδραματίζουν οι διανοητές στο να εκπαιδεύουν το λαό στην παθητικότητα, έτσι ώστε να μην αντιδρά και να μην εξεγείρεται.
Κλείνοντας, αν θέλαμε να αποδώσουμε έναν πλήρη ορισμό για τους διανοουμένους, αξίζει να αναφερθούμε στον Καστοριάδη, που έγραψε σχετικά: «Διανοούμενος. Ουδέποτε συμπάθησα (ούτε αποδέχτηκα για λογαριασμό μου) αυτόν τον όρο, και για λόγους αισθητικούς, εξαιτίας της άθλιας και αμυντικής υπεροψίας πού αυτός ο όρος προϋποθέτει, άλλα και για λόγους λογικούς• ποιος δεν είναι διανοούμενος;.» «...διανοούμενους θεωρώ όλους εκείνους που, ανεξάρτητα από το επάγγελμά τους, επιχειρούν να υπερβούν τη σφαίρα της ειδίκευσής τους και ενδιαφέρονται ενεργά για ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία. Αλλά αυτό είναι, και θα πρέπει να είναι, ο ορισμός του δημοκρατικού πολίτη, οποιαδήποτε κι αν είναι η απασχόλησή του». Κορνήλιος Καστοριάδης: Ο Θρυμματισμένος Κόσμος (εκδόσεις Ύψιλον, 1999)
Απαραίτητη, λοιπόν, προϋπόθεση είναι η μύηση των ανθρώπων στη σκέψη που διαπνέεται από αυτογνωσία, ως πράξη ευθύνης απέναντι στην ανθρωπότητα. Αφού, αν το καλοσκεφτούμε, απ' αυτές τις κρίσεις εξαρτάται το μέλλον του πλανήτη και η ποιότητα της ζωής μας. Κάπως έτσι φαντάζομαι πως ερμηνεύεται και η φράση "Cogito ergo sum" του Γάλλου φιλοσόφου, Ρενέ Ντεκάρτ, που σημαίνει «σκέφτομαι, άρα υπάρχω».