Σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι να αναλύσει σε βάθος τις αιτίες (ή καλύτερα τις αφορμές) της παγκόσμιας κρίσης που ξέσπασε το 2008 και βρίσκονται κυρίως στα χαμηλής εξασφάλισης στεγαστικά δάνεια (subprime mortgages) που δόθηκαν, στα διάφορα δομημένα επενδυτικά προϊόντα που κυκλοφόρησαν, στην έκδοση εταιρικών ομολόγων μειωμένης ασφάλειας, κ.ά.
Η αναφορά μας επικεντρώνεται κυρίως στην Ελλάδα και ειδικά: 1) Στο γιατί δόθηκαν στεγαστικά (και όχι μόνο) δάνεια χαμηλής εξασφάλισης2) Στο πως αντιμετωπίζεται από το επίσημο κράτος η κατάσταση που προέκυψε, και 3) Στα συμπεράσματα ή σκέψεις που γεννήθηκαν μέσα από την κατάληξη αυτής της κρίσης.
1. Στεγαστικά (και όχι μόνο) δάνεια χαμηλής εξασφάλισης (μέχρι το 2008)
Ήδη από τη δεκαετία του '90 τα νοικοκυριά (και οι επιχειρήσεις) αποκτούν μια σχετικά εύκολη βατότητα στο δανεισμό τους από τις Τράπεζες. Η κορύφωση (ρεκόρ) του δανεισμού του ιδιωτικού τομέα γίνεται το 2010.
Στην περίοδο αυτή, ιδιαίτερα στα μέσα της δεκαετίας του '00 η σύναψη στεγαστικών δανείων μεταξύ ιδιωτών και τραπεζών αποτελεί (θα μπορούσαμε να πούμε) καθημερινή πρακτική. Είναι η εποχή του Ελληνικού ονείρου που εξελίχτηκε σε εφιάλτη! Οι διαδικασίες της έγκρισης δανειακών συμβάσεων είναι πλέον συνοπτικές κάτι που θα μπορούσε να μεταφραστεί στο ότι δεν γίνεται ενδελεχής έλεγχος της δυνατότητας του δανειζόμενου αποπληρωμής του δανείου.
Η «μανία» δανεισμού του ιδιωτικού τομέα από τον τραπεζικό δεν περιορίζεται στα στεγαστικά δάνεια. Επεκτείνεται, και αργότερα «κατακτά», και τα καταναλωτικά. Εκεί το ποσό του δανείου είναι μάλλον πιο κοντά στην επιθυμία του δανειζόμενου παρά στην πρόταση του δανειστή. Η δε διαδικασία έγκρισης περιορίζεται σε λίγες μόλις μέρες μια και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά από την τράπεζα πολλές φορές είναι μια φωτοτυπία του εκκαθαριστικού της φορολογικής δήλωσης και μια βεβαίωση αποδοχών. Με αντίστοιχη ευκολία εκδίδονται και πιστωτικές κάρτες σε μια «προσπάθεια» περαιτέρω εξυπηρέτησης του καταναλωτή!
Βέβαια το εκκαθαριστικό δείχνει τις οικονομικές δυνατότητες του χθες και η βεβαίωση αποδοχών τις αντίστοιχες δυνατότητες του σήμερα. Αυτές δε οι «εικόνες» εμφανίζονταν μετά από χρόνια συνεχούς ανάπτυξης και με το ΑΕΠ της χώρας να είναι στο ιστορικό ρεκόρ των 354.46 USD δις το 2008 (πηγή: https://tradingeconomics.com).
Στο σημείο αυτό εμφανίζονται τα πρώτα ερωτήματα:
- Ήταν άγνωστο στις τράπεζες το τι συμβαίνει στην οικονομία μετά την κορύφωση της ανοδικής φάσης;
- Μήπως τα άτομα που ενέκριναν τα δάνεια ήταν της άποψης ότι η οικονομία θα συνέχιζε την ανάπτυξη της επ' άπειρον;
- Ποιος ακριβώς ήταν ο λόγος που το δάνειο έγινε «προϊόν» το οποίο πουλιόταν (ή γινόταν προσπάθεια να πουληθεί ) και τηλεφωνικά;
- Υπήρξε «ηχηρή» ενημέρωση από το εκδότη στον κάτοχο της πιστωτικής κάρτας για το (εξωπραγματικό) ύψος του επιτοκίου που θα χρεωθεί αν καθυστερήσει την πληρωμή της δόσης του;
- Που βρίσκονται τα υπέρ κέρδη των τραπεζών μέχρι που ξέσπασε η κρίση; Μήπως εξανεμίστηκαν μέσω από ατυχείς προσπάθειες περαιτέρω διόγκωσής τους;
- Γιατί δεν έγινε σοβαρή πρόβλεψη (μέσω διακράτησης κερδών) για την αντιμετώπιση των «κόκκινων δάνειων» που ασφαλώς ήταν θέμα χρόνου η εμφάνισή τους;
- Αρκετά δις ευρώ των κόκκινων δανείων πρόκειται να αγοραστούν από ξένα funds σε τιμή (για παράδειγμα) 5% της αξίας τους. Γιατί οι τράπεζες δεν τα προσφέρουν με 10% στους οφειλέτες τους; Δηλαδή με ένα κούρεμα της τάξης του 90% της αξίας τους. Είναι θέμα νομικής διευθέτησης της δανειακής σύμβασης; Και αν ναι, δεν λύνεται;
Υπήρξε σοβαρή και σε έκταση προσπάθεια των Τραπεζών για μια απ' ευθείας ανάλογη πρόταση στους δανειολήπτες; Η τηλεφωνική επικοινωνία μη εκπαιδευμένων ή και ανάγωγων υπαλλήλων εισπρακτικών εταιριών δεν εμπίπτει στην κατηγορία «Τραπεζική πρόταση».
Θεωρούν οι τράπεζες ότι το Ελληνικό νοικοκυριό αν του προσφέρεις κούρεμα 90% στην αξία του δανείου του θα αθετήσει την υπόσχεση για αποπληρωμή του υπόλοιπου 10% και θα προτιμήσει την (όποια;;) αποδοχή της πρότασης του ξένου fund ή διαχειριστή απαιτήσεων (για να το πούμε κομψά).
Το θέμα τελικά είναι η καλύτερη εικόνα του ισολογισμού μέσω της διαγραφής κάποιων δις ευρώ μη εξυπηρετούμενων δανείων; Η λογιστική εικόνα δηλαδή μας ενδιαφέρει περισσότερο από την πραγματική ταμειακή;
2. Η αντιμετώπιση της κατάστασης από το κράτος (μετά το 2008)
Η εικόνα της Ελληνικής οικονομίας μετά το 2009 (προσφυγή στον μηχανισμό στήριξης στις 23 Απριλίου 2010) δηλαδή στην εποχή της επιτήρησης και των μνημονίων είναι γνωστή με τις τραγικές συνέπειες να εμφανίζονται στον περιορισμό του ΑΕΠ, στην εκτίναξη της ανεργίας (σε άγνωστα επίπεδα), στην λιτότητα, στην υπερβολική φορολόγηση. Μεταφράζοντας τα προηγούμενα υπήρξε μεγάλη μείωση του εισοδήματος, άρα και περιορισμός της κατανάλωσης. Και η ύφεση να συναντάται με αποπληθωρισμό -deflation spiral δηλαδή να δημιουργούνται συνθήκες διαιώνισή της.
Το χειρότερο βέβαια είναι ότι ο μέσος Έλληνας καλείται να αντιμετωπίσει την προηγούμενη κατάσταση χρεωμένος ή υπερχρεωμένος. Κάτι αντίστοιχο στην σύγχρονη οικονομική ιστορία της Ελλάδος και σε αυτό βαθμό δεν έχει προηγούμενο.
Είναι προφανές ότι ο καλοπροαίρετος (σε αυτόν αναφερόμαστε) μέσος Έλληνας (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) δεν μπορεί να αποπληρώσει τα δάνεια του με δεδομένη μια μέση μείωση του εισοδήματός του της τάξης του 40%. Ασφαλώς αναφερόμαστε σε εκείνον (τον τυχερό) που διατηρεί την εργασία του διότι για το 25 - 27% του εργατικού δυναμικού (που είναι πλέον άνεργοι) η μόνη συζήτησης είναι για το πως και εάν θα υπάρξει στοιχειώδης επιβίωση.
Σε μακροοικονομικό επίπεδο η εικόνα της χώρας δεν διαφέρει και πολύ από αυτήν που περιγράφουμε. Είναι δηλαδή μια χώρα υπερδανεισμένη όπου το χρέος σαν ποσοστό του ΑΕΠ έφτασε από το 103 το 2007 στο 179 το 2016 (πηγή: https://tradingeconomics.com). Και είναι γνωστή η προσπάθεια που γίνεται για νέο «κούρεμα» του χρέους.
Κάπου εδώ μας γεννιέται μια δεύτερη γενιά ερωτημάτων:
- Ο τραπεζικός τομέας λειτουργεί αυτοβούλως στην οικονομία μιας χώρας; Δεν «υπακούει» στην ευρύτερη οικονομική πολιτική του κράτους;
- Πόσες φορές ακόμα και γιατί θα ζητηθεί ανακεφαλοποίηση των τραπεζών με κεφάλαια του ιδιωτικού τομέα αλλά και του κράτους;
- Γιατί η Ισλανδία ενώ δεν έσωσε τις τράπεζες της η οικονομία της ήδη από το 2015 βρίσκεται στα προ κρίσης επίπεδα;
- Γιατί το κράτος (με εξαίρεση το νόμο Κατσέλη) και ενώ το ίδιο ζητά ελάφρυνση χρέους δεν έχει προσφέρει ουσιαστική δυνατότητα δανειακής ελάφρυνσης στον υπερχρεωμένο Έλληνα;
- Ποιος είναι ο τρόπος που τελικά θα αντιμετωπιστούν τα κόκκινα δάνεια; Οι πλειστηριασμοί των κατοικιών και η πώλησή τους σε ξένα funds - επενδυτικά όπως διαβάσαμε!
- Θεωρούμε ότι η προσπάθεια «έλευσης» επενδυτών αφορά διαχειριστές δανειακών (πιστωτικών) απαιτήσεων; Τέτοιου είδους επενδύσεις χρειαζόμαστε;
- Μήπως οι «δεσμεύσεις» μας δεν μας επιτρέπουν να πάρουμε αποφάσεις διαφορετικές της πώλησης των κόκκινων δανείων σε ξένα funds;
3. Συμπεράσματα - σκέψεις για την πιθανή κατάληξη
Στο οικονομικό σύστημα που ζούμε η αναδιανομή του πλούτου μέσω της φορολόγησης, των κοινωνικών παροχών αλλά και με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γίνεται θεσμικά από το κράτος. Το εαν το σύστημα έχει πετύχει μια «δίκαιη» αναδιανομή είναι θέμα που έχει αναλυθεί σε προηγούμενο άρθρο (market failure).
Στην παρούσα ανάλυση αναφερθήκαμε στο «νέο» ρόλο των τραπεζών όπου - θέλουμε να πιστεύουμε χωρίς πρόθεση - συμμετείχαν στη δημιουργία έντονων οικονομικών (και όχι μόνο) ανισοτήτων στην κοινωνία. Ανέλαβαν δηλαδή ένα θεσμικό ρόλο που δεν τους ανήκει.
Με αρκετή δόση καλοπροαίρετης σκέψης οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ο συγκεκριμένος κλάδος «χάθηκε» μέσα στην πολυπλοκότητα που δημιούργησε η γιγάντωσή του με αποτέλεσμα την δημιουργία παράπλευρων απωλειών (συνεπειών) που δεν ήταν στον σχεδιασμό του.
Συγχρόνως, η (με έντονες κερδοσκοπικές βλέψεις) προσπάθεια του τραπεζικού κλάδου να εισχωρήσει σε διαφορετικούς (σε σχέση με τον πρωταρχικό του ρόλο) τομείς της οικονομικής ζωής δημιούργησε μια νέα μορφή πιστωτικών ιδρυμάτων ιδιαίτερα εκτεθειμένων στον πιστωτικό κίνδυνο. Εκ του αποτελέσματος απεδείχθη ότι έγιναν λανθασμένες εκτιμήσεις του κινδύνου που ανέλαβαν χρησιμοποιώντας εργαλεία αγνώστου (στην πραγματικότητα) αποτελεσματικότητας.
Με το νέο τους profile οι τράπεζες - εκτός των προηγούμενων - ολοένα και περιόριζαν τη διοχέτευση ρευστότητας στην αγορά για επενδύσεις από «μικρούς» παίκτες. Οι περισσότερες τραπεζικές εργασίες - υπηρεσίες αφορούσαν πλέον ένα private banking μικρού τμήματος του πληθυσμού.
Βέβαια ίσως κάτι τέτοιο να επιτάσσει το νέο μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας. Δηλαδή η επενδυτική δραστηριότητα να αποτελεί «προνόμιο» των ολίγων και ασφαλώς πολύ ισχυρών οικονομικά. Οι υπόλοιποι (πολλοί) θα αποτελούν τα απαραίτητα (και αρκετά φτηνά) εργαλεία για την υλοποίηση των επιχειρηματικών projects. Σε μια τέτοια περίπτωση οι τράπεζες ασφαλώς ανταποκρίθηκαν πολύ αποτελεσματικά στο νέο ρόλο τους.
Επειδή όμως δεν θέλουμε να θεωρούμε πιθανό το παραπάνω ενδεχόμενο και συνεχίζοντας τις σκέψεις μας πιστεύουμε ότι ο τόσο σημαντικός κλάδος των τραπεζών θα πρέπει να «επιστρέψει» στον παραδοσιακό ρόλο του συμμετέχοντας έτσι, και στο βαθμό που του αναλογεί, στη διαμόρφωση ενός περισσότερο ασφαλούς και ελεγχόμενου οικονομικού συστήματος.
Αναφορικά με την συμμετοχή (ή και την ανοχή) του κράτους σε αυτή την περίοδο της εμφάνισης του «νέου» ρόλου των τραπεζών είμαστε της άποψης ότι η πολιτική εξουσία θα πρέπει να βρει εκείνα τα «κανάλια» ώστε να μην ελέγχεται από την αντίστοιχη οικονομική.
Βεβαίως και αυτό εξαρτάται από το αν μας ικανοποιεί το σήμερα του οικονομικού - πολιτικού συστήματος, αλλά και από το πως οραματιζόμαστε το αύριο της κοινωνίας που ζούμε.