Με την εκτόξευση της τάσης της οργανοληπτικής ανάλυσης (γευστικής δοκιμής) του ελαιολάδου, πολλοί καταναλωτές έχουν αποπροσανατολιστεί από τον λόγο για τον οποίον είχαν εξ αρχής εντάξει τις υπερτροφές, όπως το ελαιόλαδο, στη διατροφή τους. Το χρησιμοποιούμε για τη γεύση ή για τις πολλές τους φαινολικές ενώσεις που αναβλύζουν θεραπευτικές ιδιότητες;
Είναι ευρέως γνωστό και τεκμηριωμένο πως το ελαιόλαδο ενισχύει την υγεία της καρδιάς και προλαμβάνει τα εγκεφαλικά επεισόδια. Συνεχιζόμενες επιστημονικές έρευνες επιβεβαιώνουν τη χρήση ελαιολάδου για την πρόληψη και/ή την αντιμετώπιση πολλών παθήσεων, όπως του σακχαρώδη διαβήτη, του καρκίνου και των νευροεκφυλιστικών παθήσεων, συμπεριλαμβανομένων της νόσου Αλτσχάιμερ και της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Με την προϋπόθεση ότι δεν είναι χαλασμένα, όλα τα ελαιόλαδα κάνουν καλό.
Είναι μονοακόρεστο λιπαρό, το οποίο είναι «καλό» λίπος και μπορεί να αντικαταστήσει τα ζωικά λίπη για υγεία και μακροζωία. Παρ' όλα αυτά, πρόσφατες επιστημονικές έρευνες στο ελαιόλαδο εστιάζουν στις ενισχυτικές για την υγεία διαστάσεις και χρήσεις των φαινολικών ενώσεων και συγκεκριμένα της ολεοκανθάλης.
Πρόσφατες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στο Πανεπιστήμιο Rutgers έχουν δείξει πως η ολεοκανθάλη σκοτώνει τα καρκινικά κύτταρα χωρίς να βλάπτει τα υγιή.
Μολαταύτα, εδώ είναι που παρουσιάζεται η πιπεράτη και πικρή γεύση του ελαιολάδου. Η Ολεοκανθάλη ενεργοποιεί ένα αντανακλαστικό στο πίσω μέρος του λαιμού 2-3 δευτερόλεπτα μετά την κατάποση. Αυτό μπορεί να προκαλέσει βήχα. Η άλλη μεγάλη ένωση, η Ολεασίνη, του προσδίδει την ελαφρά πικρή του γεύση. Θα ξέρετε ότι έχετε ένα ελαιόλαδο υψηλής θεραπευτικής ποιότητας, αν αισθανθείτε αυτό το πιπεράτο ή και πικρό φαινόμενο.
Οι αρχαίοι Έλληνες γιατροί έκαναν λόγο για αυτήν την πικρή και πιπεράτη γεύση στα πιο υγιεινά, πρώτης έκθλιψης ελαιόλαδα. Προτείνουν την ανάμειξή του με κρασί, και ίσως αυτός είναι ο λόγος που το βαλσαμικό ξύδι έχει περάσει στην ιστορία ως ο σύντροφος του ελαιολάδου.
Αν αναζητάτε ελαιόλαδο της υψηλότερης ποιότητας για να το προσθέσετε στην καθημερινή σας αγωγή, κάντε γευστικές δοκιμές πριν το αγοράσετε και αρχίστε να αναζητάτε την επισήμανση που αναφέρει ότι έχει υψηλή περιεκτικότητα σε φαινολικές ενώσεις. Ο κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωση περί ισχυρισμών υγείας 432/2012 επιτρέπει σε ελαιόλαδα με περιεκτικότητα σε φαινολικές ενώσεις άνω των 250 mg/κιλό να ισχυρίζονται ότι μειώνουν την οξείδωση της LDL, που ενισχύει την καλή υγεία της καρδιάς.
Αυτά τα ελαιόλαδα με υψηλή περιεκτικότητα σε φαινόλες, ανακαλύπτονται όλο και περισσότερο όσο οι καλλιεργητές μαθαίνουν για αυτές τις μελέτες και αποκτούν τη δυνατότητα να μετρούν και να διαχωρίζουν τα ελαιόλαδά τους για την ολοένα επεκτεινόμενη, πιο συνειδητοποιημένη σε θέματα υγείας, αγορά.
Η μέθοδος του Πυρηνικού Μαγνητικού Συντονισμού (NMR), η οποία μετρά με ακρίβεια τις μεμονωμένες φαινολικές ενώσεις στο ελαιόλαδο, ανακαλύφθηκε από τον δρα. Μαγιάτηκαι την ερευνητική του ομάδα στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκτοτε χιλιάδες ελαιόλαδα έχουν ελεγχθεί.
Το τεστ μέτρησης Aristoleo™, που εφεύραν οι Μαγιάτης- Μέλλιου, χρησιμοποιείται τώρα στην αγορά ώστε οι καλλιεργητές να ελέγχουν τα ελαιόλαδά τους στο ελαιοτριβείο.
Ακολουθούν μερικά ελαιόλαδα των οποίων η περιεκτικότητα των φαινολικών ενώσεων έχει μετρηθεί αρκετά παραπάνω από το πρότυπο που έχει τεθεί από την ΕΕ. Όσο οι καταναλωτές ενημερώνονται περισσότερο και ο κλάδος του ελαιόλαδου ανταποκρίνεται, σύντομα θα υπάρχουν περισσότερα σε παγκόσμια κλίμακα.
Ένα επιχειρηματικό ισπανικό brand, το OliveHeart, αναμειγνύει έξτρα παρθένα ελαιόλαδα με ελαιόλαδα με υψηλή περιεκτικότητα σε φαινόλες για να παρέχουν τα οφέλη στην υγεία της ολεοκανθάλης με μια πιο ήπια γεύση. Αν, όμως, αναζητάτε την ποιότητα της βέλτιστης υγείας σε μια αγνή μεμονωμένη ποικιλία, τότε ανακαλύψτε μόνοι σας ότι μια πιο έντονη γεύση μπορεί να είναι μια ευπρόσδεκτη προσθήκη στη λίστα σας με υπερτροφές συνδυάζοντας το με άλλα θρεπτικά συστατικά για υγεία και γεύση. Άλλωστε δεν είναι κρασί και παρ' ότι είναι για την υγειά μας - δεν το χρησιμοποιούμαι για προπόσεις.
*Όλες οι φωτογραφίες από τον Αθαν. Γκαδανίδη