Εγκλημα

Τα πρωινά είναι περίεργα. Ξυπνάς ιδρωμένος ή, αν έχεις κλιματιστικό όλη νύχτα στο φουλ, σχεδόν πιασμένος. Φοράς κάτι ελαφρύ (ή μεταξύ μας φοράς απλά ένα εσώρουχο γιατί σκας) και κυκλοφορείς έτσι σχεδόν όλη μέρα. Το καλοκαίρι είναι εποχή που δεν κινδυνεύεις να παρεξηγηθείς. Βγαίνεις στο μπαλκόνι και ο γείτονας αναψοκοκκινισμένος με ένα σορτς ποτίζει τα λουλούδια στην αυλή. Η περιέργεια και τα μάτια του περίγυρου δεν τον απασχολούν. Αισθάνεται μια απελευθέρωση που τη δείχνει σε κάθε ώρα της μέρας του.
Κατεβαίνεις από το αυτοκίνητο και αμέσως διαπιστώνεις ότι πρόκειται για έναν ευλογημένο τόπο. Το βουνό ευωδιάζει από τα άγρια βότανα. Η θέα προς τη θάλασσα κόβει την ανάσα και τα γραφικά πλακόστρωτα σοκάκια του χωριού σε προσκαλούν να το ανακαλύψεις γωνιά γωνιά. Το σχολείο είναι ισόγειο, χτισμένο με πέτρα, όπως και τα περισσότερα σπίτια του χωριού. Κάποτε υπήρχαν πολλά παιδιά εδώ. Σήμερα, σε υποδέχονται μόλις δώδεκα. Η απορία που γεννιέται στο μυαλό σου είναι «Πού πήγαν όλοι;» ή μάλλον «γιατί να αφήσει κάποιος έναν τόπο, που μοιάζει βγαλμένος από ζωγραφικό πίνακα;».
Πρώτα πρώτα, θα ήθελα να ξέρω ποιο είναι το κίνητρο του δρ. Ιωαννίδη, σε αυτόν τον ανελέητο πόλεμο εναντίον της Ελλάδας και του λαού της. Πριν από λίγο καιρό θα πίστευα ότι αυτό θα μπορούσε να είναι μια προσπάθεια να προσφέρει εποικοδομητική κριτική, έτσι ώστε τα πράγματα να πάνε καλύτερα στο μέλλον. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης του είναι καταστροφικό, ισοπεδωτικό, όχι εποικοδομητικό. Αναλογιζόμενος τα κίνητρά του, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι πιθανόν πάσχει από το «σύνδρομο του επιτυχημένου μετανάστη» (ΣΕΜ), ένα σύνδρομο που εντοπίστηκε και περιγράφεται εδώ για πρώτη φορά.
Πολλοί μπορεί να σκεφθούν ότι οι εταιρείες εκμεταλλεύονται τα πάντα, ότι στο βωμό του κέρδους, εμείς θα θυσιάσουμε τις αξίες μας. Δεν είναι έτσι. Θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο, θέλουμε η επιχείρησή μας να έχει κοινωνικό χαρακτήρα, θέλουμε κάποια στιγμή να δημιουργήσουμε το μέλλον μας, όχι πάνω στο μέλλον των άλλων αλλά μαζί με αυτούς, για έναν καλύτερο κόσμο χωρίς εκμετάλλευση. Μας βγήκε λίγο αυθόρμητο αυτό, αλλά έχουμε ακούσει τόσα άκυρα, τώρα τελευταία για το μαθητικό επιχειρείν και στα δεκάξι ο αυθορμητισμός μας είναι ακόμα προτέρημα.
Το γιατί πολλοί Έλληνες συνεχίζουν να αγοράζουν τα βιβλία του Δημήτρη Κουφοντίνα (αν και δεν είμαι απόλυτα σίγουρος ότι τα διαβάζουν κιόλας) επίσης το καταλαβαίνω. Δεν τον αγοράζουν πλέον από περιέργεια ή επειδή γράφει καλά ή γιατί απαραίτητα ταυτίζονται ιδεολογικά με τα γραφόμενα του. Τον αγοράζουν γιατί - παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι είναι γραμμένα από έναν δολοφόνο, καταδικασμένο τρομοκράτη- κατά βάθος τον σέβονται. Όχι γιατί, όπως διάβασα κάπου, σαν αιχμάλωτος του ταξικού πολέμου δεν μεμψιμοιρεί, δεν υπογράφει δηλώσεις μετάνοιας και δεν γλείφει τους δεσμοφύλακες του για να βελτιώσει τις συνθήκες εγκλεισμού του.
Κι η Ελλάδα μια χαρά θα τα πάει. Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Οι βρυκόλακες δεν πεθαίνουν. Το ελληνικό κράτος πλέον μετατρέπεται σε απέθαντο βρυκόλακα. Συντηρείται στον πανέμορφο καλοκαιρινό του τάφο. Ανάμεσα σε αρχαία, βυζαντινά και νεοελληνικά ερείπια που ηδονίζουν ηλιοβαρεμένους τουρίστες. "Wow, fu[...] lots of ruins to see here, pass me the sunscreen" («πω, πω, έχει γα[...] τα ερείπια να δεις εδώ, πέτα μου το αντηλιακό»), όπως έλεγε κάποιος τουρίστας στη γυναίκα του τις προάλλες στην Αρχαία Αγορά. Οι νέοι και οι άξιοι εκδιώχνονται από τη χώρα για να μη διαταραχτεί ο λήθαργος του μάγκα, μερακλή και καραμπουζουκλή κομματικού βρυκόλακα.