Brexit: Φωνή λαού, οργή θεού

Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη ιστορικών και πολιτικών επιστημόνων, το Ηνωμένο Βασίλειο (1707-) δεν απέκτησε ποτέ γραπτό σύνταγμα γιατί δεν υπήρξε ποτέ μια τέτοια στιγμή ρήξης στη σύγχρονη πολιτική του ιστορία (δηλαδή την εποχή της συγκρότησης των μοντέρνων εθνών κρατών) - όπως εμφύλιος πόλεμος ή επανάσταση - που να οδηγήσει σε μια συνταγματική διαβουλευτική διαδικασία ως πράξη συμφιλίωσης κι εξημέρωσης των πολιτικών παθών. Το «Μπρέξιτ» όμως μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει τη συνταγματική αυτή συγκυρία ("constitutional moment") στη σύγχρονη ιστορία ενός από τα παλαιότερα και μέχρι πρότινος πιο σταθερά έθνη κράτη στη Γηραιά Ήπειρο.
Bloomberg via Getty Images

Προ ολίγων ημερών η βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων έδωσε με μεγάλη πλειοψηφία (494 έναντι 122) την εντολή στη Βρετανίδα Πρωθυπουργό Τερέζα Μέι να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για την απόσχιση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) στη βάση του Άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας. Αποδεχόμενοι το τετελεσμένο του βρετανικού δημοψηφίσματος του Ιουνίου 2016 (51,9% υπέρ της εξόδου από την ΕΕ) και σεβόμενοι τη δημοκρατικά εκπεφρασμένη λαϊκή ετυμηγορία, όλοι οι Συντηρητικοί βουλευτές (πλην του ευρωπαϊστή πρώην υπουργού Κένεθ Κλαρκ) καθώς και μία πλειοψηφία Εργατικών βουλευτών (πειθαρχώντας στην αυστηρή κομματική γραμμή που επέβαλε ο ηγέτης τους Τζέρεμι Κόρμπιν) ψήφισαν υπέρ ενός λιτού κι ανόθευτου νομοσχεδίου που αποδίδει δημοκρατική νομιμοποίηση στην υπόσχεση της κ. Μέι να ξεκινήσει κι επίσημα τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ για το «Μπρέξιτ» μέχρι τα τέλη Μαρτίου.

Εν προκειμένω, παρά τις φήμες για εκκολαπτόμενη «εξέγερση» από βουλευτές της συμπολίτευσης, ούτε οι αντάρτες βουλευτές των Εργατικών, ούτε το Εθνικιστικό Κόμμα της Σκωτία κατάφεραν να νοθεύσουν τη διαπραγμευτική εντολή της Πρωθυπουργού με επιπρόσθετους περιορισμούς και τροποποιήσεις (συμπεριλαμβανομένων των εγγυήσεων για τα δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών που διαμένουν στη Βρετανία), που σαν σκοπό είχαν την αποφυγή μιας απότομης προσγείωσης σε ένα «σκληρό Μπρέξιτ» χωρίς μεταβατικές περιόδους προσαρμογής και κανενός είδους πρόσβαση στην Κοινή Αγορά.

Σε επιβράβευση της «δημιουργικής ασάφειας» των συνθημάτων της από την εκλογή της και μετά (π.χ., «το Μπρέξιτ σημαίνει Μπρέξιτ») και της μονολιθικής ερμηνείας της λαϊκής εντολής του δημοψηφίσματος, η κ. Μέι κατάφερε λοιπόν να πάρει «λευκή κάρτα» από το κοινοβούλιό της για τις επικείμενες διαπραγματεύσεις. Μάλιστα, το πολιτικό αυτό θέατρο δημοκρατικών διαδικασιών δε θα είχε καταστεί καν απαραίτητο αν δεν είχε αποφασίσει το Συνταγματικό Δικαστήριο ότι επιβάλλεται κοινοβουλευτική επικύρωση της επίκλησης του Άρθρου 50 και θεσμική συμμετοχή της Βρετανικής Βουλής σε μια πολιτική διαδικασία που ενδέχεται να αλλάξει των χάρτη πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των Βρετανών και να αναταράξει συθέμελα τις συνταγματικές ισορροπίες της χώρας.

Και μόνο το γεγονός ότι η Συντηρητική Κυβέρνηση της κ. Μέι προσπάθησε να αποδομήσει πολιτικά και να εφεσιβάλει νομικά τη δικαστική αυτή απόφαση, θέτοντας έτσι σε αμφισβήτηση τον ίδιο τον κυριαρχικό ρόλο της Βουλής των Κοινοτήτων στη βρετανική συνταγματική τάξη, καταδεικνύει τις ρηξικέλευθες και πιθανόν αμετάκλητες επιπτώσεις του βρετανικού δημοψηφίσματος για το μέλλον της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στη Βρετανία αλλά κι ευρύτερα. Εξάλλου, οι φόβοι της κ. Μέι και των σκληροπυρηνικών υπουργών της ότι ένα τέτοιο εντολοδοτικό νομοσχέδιο δε θα περνούσε από ένα κατά τα άλλα φιλοευρωπαϊκό κοινοβούλιο (με μια μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών του - περίπου 74% - να έχουν ταχθεί ανοιχτά υπέρ της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την προεκλογική εκστρατεία του δημοψηφίσματος) - κι έτσι θα αναγκαζόταν να κάνει εκλογές - ή ότι θα περνούσε με πλειάδα περιορισμών και τροποποιήσεων - κάτι που θα υπονόμευε τη διαπραγματευτική της ευχέρεια - αποδείχτηκαν αβάσιμοι.

Άλλωστε, εδώ ισχύει η γνωστή ρήση «φωνή λαού, οργή θεού». Παρόλο που νομικά το δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016 ήταν συμβουλευτικού χαρακτήρα, θα αποτελούσε πολιτική αυτοκτονία για πολλούς από τους βουλευτές της συμπολίτευσης αλλά και της αντιπολίτευσης να αγνοήσουν την άμεσα εκπεφρασμένη λαϊκή βούληση των ψηφοφόρων τους και να ψηφίσουν ενάντια στην πλειοψηφία των εκλογικών τους περιφερειών, δεδομένης κιόλας της άκρας ιδεολογικής πόλωσης και έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης που χαρακτήρισε την προεκλογική περίοδο του δημοψηφίσματος. Κι ενώ το τελικό αποτέλεσμα ήταν πολύ αμφίρροπο σε επίπεδο συνολικό ψήφων υπέρ της παραμονής ή του «Μπρέξιτ», ο αριθμός των περιφερειών όπου κατά πλειοψηφία οι ψηφοφόροι ψήφισαν υπέρ του «Μπρέξιτ» ήταν πολύ μεγαλύτερος από αυτές όπου ψήφισαν υπέρ της παραμονής (περίπου 61% έναντι 39%), κι αυτό σαν αποτέλεσμα του βρετανικού πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος, της άνισης χάραξης των ορίων των εκλογικών περιφερειών και του μεγάλου ποσοστού συγκέντρωσης της φιλελεύθερης φιλοευρωπαϊκής ψήφου.

Πλέον καθίσταται πασιφανές ότι η ψήφος υπέρ του «Μπρέξιτ» θα αποτελέσει βόμβα στα συνταγματικά θεμέλια του Ηνωμένου Βασιλείου, από τη στιγμή που ανέδειξε και μεγένθυνε πολλές από τις υποβόσκουσες ρωγμές στη συνταγματική τάξη της χώρας, τόσο σε επίπεδο εδαφικής κυριαρχίας και συνοχής όσο και σε επίπεδο συνταγματικής ισορροπίας των εξουσιών αλλά ακόμα και ως προς την προστασία θεμελιωδών ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Όλα συντείνουν στο ότι το «Μπρέξιτ» έχει ανοίξει τον συνταγματικό ασκό του Αιόλου: από την αντιδιαμετρικά αντίθετη ψήφο της Σκωτίας υπέρ της παραμονής και την επικείμενη έξωσή της από την Κοινή Αγορά ενάντια στη βούληση της εγχώριας πλειοψηφίας, τη διεμβόλιση του κομματικού συστήματος από το ευρωπαϊκό ζήτημα με την άνοδο του Κόμματος της Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP) και τη διάσπαση των Εργατικών, τον υπό αμφισβήτηση κυριαρχικό ρόλο της Βουλής των Κοινοτήτων (τόσο από τη λαϊκιστική ευρωσκεπτικιστική δεξιά τόσο από τους Σκωτσέζους εθνικιστές), τα πολύπλοκα ζητήματα υπηκοότητας και ιθαγένειας που προκύπτουν από την έξοδο από την ΕΕ, την πιθανή αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μέχρι, τέλος, το δαιδαλώδες νομοπαρασκευαστικό έργο απόσχισης από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη ιστορικών και πολιτικών επιστημόνων, το Ηνωμένο Βασίλειο (1707-) δεν απέκτησε ποτέ γραπτό σύνταγμα γιατί δεν υπήρξε ποτέ μια τέτοια στιγμή ρήξης στη σύγχρονη πολιτική του ιστορία (δηλαδή την εποχή της συγκρότησης των μοντέρνων εθνών κρατών) - όπως εμφύλιος πόλεμος ή επανάσταση - που να οδηγήσει σε μια συνταγματική διαβουλευτική διαδικασία ως πράξη συμφιλίωσης κι εξημέρωσης των πολιτικών παθών. Το «Μπρέξιτ» όμως μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει τη συνταγματική αυτή συγκυρία ("constitutional moment") στη σύγχρονη ιστορία ενός από τα παλαιότερα και μέχρι πρότινος πιο σταθερά έθνη κράτη στη Γηραιά Ήπειρο.

Δημοφιλή