Η στρατιωτικοποίηση των αστυνομικών δυνάμεων*

Για να γίνει κατανοητή η ουσία του προβλήματος, αξίζει να αναφερθεί το παράδειγμα των γνωστών χειροβομβίδων κρότου λάμψης (stun grenades). Κατασκευάστηκαν για τις ανάγκες της βρετανικής ειδικής μονάδος S.A.S. με σκοπό να ρίπτονται εντός κλειστού χώρου όπου τρομοκράτες κρατούν ομήρους, με σκοπό να αποπροσανατολίσουν στιγμιαία τους δράστες πριν την επέμβαση της μονάδος διάσωσης των ομήρων. Σταδιακά, κατά την πάροδο των δεκαετιών, εξελίχθηκαν και έφθασαν να ρίπτονται σε εξωτερικό χώρο κατά διαδηλωτών, προκαλώντας συχνά ελαφρές ή βαρύτερες σωματικές βλάβες, υπάρχουν σχετικά περιστατικά και στην Ελλάδα, ενώ υπάρχει και περιστατικό με σοβαρό τραυματισμό αστυνομικού όταν ανεφλέγη μία τέτοια συσκευή την οποία έφερε στην εξάρτησή του.
David Ryder / Reuters

Στο πρόσφατο περιστατικό στο Dallas με δράστη τον εικοσιπεντάχρονο πρώην στρατιωτικό Mica Xavier Johnson ο οποίος δολοφόνησε πέντε αστυνομικούς και τραυμάτισε άλλους εννέα (συν δύο πολίτες) συνέβη κάτι το οποίο προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις στις ΗΠΑ, ενώ δεν προσέχθηκε όσο έπρεπε από τα ελληνικά Μ.Μ.Ε... Αναφέρομαι στον τρόπο «εξουδετέρωσης» του Johnson από την αστυνομία του Ντάλας. Ως γνωστόν ο Johnson είχε οχυρωθεί και είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις με την αστυνομία, όταν τον πλησίασε ένα από τα γνωστά τηλεκατευθυνόμενα ρομπότ της αστυνομίας τα οποία χρησιμοποιούνται από όλες τις μονάδες εξουδετέρωσης εκρηκτικών μηχανισμών (Εxplosive Ordnance Disposal) ανά τον κόσμο, πάνω στο οποίο η αστυνομία είχε προσαρμόσει ποσότητα στρατιωτικού εκρηκτικού C-4 την οποία πυροδότησε με τηλεχειρισμό σκοτώνοντας τον Johnson. Βλέπουμε ότι η αστυνομία χρησιμοποίησε ένα εργαλείο εξουδετέρωσης εκρηκτικών μηχανισμών μετατρέποντάς το σε κινούμενη βόμβα που σκότωσε τον ύποπτο.

Στα άπειρα περιστατικά διεθνώς όπου εμπλέκονται οπλισμένοι δράστες που έχουν οχυρωθεί σε οίκημα ή άλλο χώρο, η αστυνομική προσέγγιση σε γενικές γραμμές είναι η εξής: διασφάλιση της περιμέτρου, απομάκρυνση πολιτών, διαπίστωση του αριθμού των υπόπτων και του είδους του οπλισμού τους, διερεύνηση τυχόν παρουσίας ομήρων, έναρξη διαπραγματεύσεων που σκοπό έχουν να εξαντλήσουν τον δράστη σωματικώς και ψυχικώς. Τα πράγματα περιπλέκονται με δράστη ψυχικώς διαταραγμένο ή τελούντα υπό την επήρεια ουσιών που δεν ανταποκρίνεται στα εξωτερικά ερεθίσματα, ήτοι στις αστυνομικές τακτικές με τρόπο που ανταποκρίνεται ένας νορμάλ ανθρώπινος οργανισμός. Σε κάθε περίπτωση, σκοπός της αστυνομικής επιχείρησης είναι η σύλληψη του δράστη και η παραπομπή του στην δικαιοσύνη, δεν είναι η φυσική του εξόντωση η οποία μπορεί να συμβεί μόνο ως αντίδραση σε θανάσιμη απειλή κατά τρίτων και σε καθεστώς άμυνας των αστυνομικών που επιχειρούν. Μόνο στις κλασικές στρατιωτικές επιχειρήσεις σκοπός της επιχείρησης είναι η φυσική εξόντωση του εχθρού, εδώ φαίνεται και η ουσία της συζήτησης, η αστυνομία του Ντάλας επέλεξε να διακόψει τις διαπραγματεύσεις με τον Johnson χωρίς να ακολουθήσει την ανωτέρω πάγια διαδικασία και να σκοτώσει τον ύποπτο με μία βόμβα, παρά την εκφρασμένη βούληση του προέδρου Ομπάμα που αποφάσισε το 2015 να περιορίσει τη χρήση επιλεγμένων στρατιωτικών υλικών από τις αστυνομικές δυνάμεις, με σκοπό να αντιμετωπισθεί αυτό που ονομάζεται στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας.

Με τον όρο στρατιωτικoποίηση της αστυνομίας εννοούμε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η υιοθέτηση από την αστυνομία υλικών και τακτικών που χαρακτηρίζονται στρατιωτικά και η αρχική τους σχεδίαση και εξέλιξη ήταν για να χρησιμοποιηθούν στα πεδία των μαχών. Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια με την εξέλιξη της τεχνολογίας ο διαχωρισμός αυτός σε στρατιωτικό και αστυνομικό υλικό δεν είναι πάντοτε διακριτός, διότι οι εταιρείες κατασκευής πλέον λόγω marketing, παρουσιάζουν το ίδιο οπλικό ή άλλο σύστημα σε διαφορετικές εκδόσεις που απευθύνονται είτε σε στρατιωτικές υπηρεσίες είτε σε αστυνομικές, με τις ανάλογες τροποποιήσεις, οι οποίες στη δεύτερη περίπτωση δεν είναι a priori λιγότερο «επιθετικές», αν και προορίζονται για χρήση σε πολιτικό περιβάλλον.

Μετά την ταραγμένη δεκαετία '70 και την έκρηξη της τρομοκρατίας στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή, άρχισε η στενή συνεργασία αστυνομικών και στρατιωτικών υπηρεσιών στο χώρο της αντιτρομοκρατίας και από τότε υφίσταται μία διαρκής αλληλεπίδραση μεταξύ στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων, αρκετές φορές οι μεν στρατιωτικοί καλούνται να συνδράμουν την αστυνομία σε εξειδικευμένα θέματα αλλά και το αντίστροφο, π.χ οι στρατιωτικές δυνάμεις που εμπλέκονται σε ειρηνευτικές αποστολές χρειάζονται καθοδήγηση σε θέματα που άπτονται της αστυνομικής πρακτικής. Υπάρχουν όμως, ειδικά στο ζήτημα του εξοπλισμού, κλασικά στρατιωτικά υλικά που τώρα χρησιμοποιούνται και από την αστυνομία, τα οποία λόγω της αρχικής τους σχεδίασης είναι απολύτως ακατάλληλα για αστυνομική χρήση.

Είναι θεμελιώδες το ερώτημα κατά πόσον ένας επαγγελματίας στρατιωτικός που είχε ως αποστολή τη φυσική εξόντωση του εχθρού, δύναται να αποδώσει ως αστυνομικός με σκοπό την προστασία της ζωής όλων των πολιτών, και των υπόπτων- δραστών.

Για να γίνει κατανοητή η ουσία του προβλήματος, αξίζει να αναφερθεί το παράδειγμα των γνωστών χειροβομβίδων κρότου λάμψης (stun grenades). Κατασκευάστηκαν για τις ανάγκες της βρετανικής ειδικής μονάδος S.A.S. (Special Αir Service) με σκοπό να ρίπτονται εντός κλειστού χώρου όπου τρομοκράτες κρατούν ομήρους, με σκοπό να αποπροσανατολίσουν στιγμιαία τους δράστες πριν την επέμβαση της μονάδος διάσωσης των ομήρων. Σταδιακά, κατά την πάροδο των δεκαετιών, εξελίχθηκαν και έφθασαν να ρίπτονται σε εξωτερικό χώρο κατά διαδηλωτών προκαλώντας συχνά ελαφρές ή βαρύτερες σωματικές βλάβες, υπάρχουν σχετικά περιστατικά και στην Ελλάδα, ενώ υπάρχει και περιστατικό με σοβαρό τραυματισμό αστυνομικού όταν ανεφλέγη μία τέτοια συσκευή την οποία έφερε στην εξάρτησή του. Ανάλογη περίπτωση το λεγόμενο «ηχητικό κανόνι», μια συσκευή που παράγει έναν δυσάρεστο για την ανθρώπινη ακοή ήχο που έχει χρησιμοποιηθεί για την καταστολή διαδηλώσεων. Αν κάποιος ανατρέξει στην ιστοσελίδα της εταιρείας παραγωγής θα διαπιστώσει ότι η καταστολή διαδηλώσεων είναι μόνο μία από τις χρήσεις, με άλλες χρήσεις στη ναυτιλία, την προστασία εθνικών πάρκων και στην πολιτική προστασία, αφού ο δυνατός ήχος αναλόγως μπορεί να λειτουργήσει και ως έγκαιρη προειδοποίηση.

Επίσης σημαντικότατο ζήτημα είναι αυτό της τακτικής. Η αντιμετώπιση των περιστατικών από την αστυνομία (ιδίως στον Ευρωπαϊκό νομικό χώρο) πρέπει να γίνεται με βάση τις αρχές της αναλογικότητας, της ελάχιστης δυνατής προσβολής (χρήση του ηπιότερου μέσου) και της αρχής της αποφυγής ασύμμετρων ή δυσανάλογων συνεπειών**. Δε μπορεί να αντιμετωπίζονται όλες οι διαδηλώσεις με τον ίδιο τρόπο, ενώ είναι απαράδεκτες οι ρίψεις δακρυγόνων και χειροβομβίδων κρότου-λάμψης σε διαδηλώσεις ηλικιωμένων ατόμων (κυρίως συνταξιούχων) που απλώς διαμαρτύρονται και έρχονται σε λεκτική κυρίως αντιπαράθεση με τις δυνάμεις της αστυνομίας, χωρίς να αποτελούν κίνδυνο για τη σωματική ακεραιότητα των αστυνομικών.

Κατά δεύτερον, στο θέμα της στρατιωτικοποίησης, πέραν των υλικών, υπάρχει ένα απείρως σημαντικότερο ζήτημα, αυτό του έμψυχου δυναμικού, των πρώην στρατιωτικών που προσλαμβάνονται στις αστυνομικές δυνάμεις. Είναι θεμελιώδες το ερώτημα κατά πόσον ένας επαγγελματίας στρατιωτικός που είχε ως αποστολή τη φυσική εξόντωση του εχθρού, δύναται να αποδώσει ως αστυνομικός με σκοπό την προστασία της ζωής όλων των πολιτών, και των υπόπτων- δραστών. Η παρούσα τάση ιδίως στις ΗΠΑ, είναι να προσλαμβάνονται πρώην στρατιωτικοί στην αστυνομία και σε ιδιωτικές εταιρίες ασφάλειας, υπάρχουν όμως προβλήματα στην μετάβαση με κυριότερο αυτό του μετατραυματικού συνδρόμου (Post Traumatic Stress Disorder) του πρώην στρατιωτικού που έχει υπηρετήσει σε εμπόλεμες ζώνες και τώρα καλείται να λειτουργήσει υπό αστυνομική περιβολή. Δεδομένης της υπερέκθεσης του αστυνομικού προσωπικού σε βίαια περιστατικά με έντονο στρες, υπάρχουν φωνές και από πρώην στρατιωτικούς που προειδοποιούν ότι η μετάβαση αυτή ουσιαστικά «επανατραυματίζει» τον πρώην στρατιωτικό - νυν αστυνομικό που υποφέρει από το μετατραυματικό σύνδρομο.

Σε ό,τι αφορά την ελληνική πραγματικότητα, υπάρχουν στοιχεία στρατιωτικοποίησης αλλά σαφώς δεν υπάρχει η έκταση του φαινομένου όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ. Η αστυνομία ήλθε αντιμέτωπη στις αρχές της δεκαετίας '90 με την είσοδο στην Ελλάδα εγκληματικών στοιχείων από γειτονικές και μη χώρες και ατυχώς με την αθρόα παράνομη εισαγωγή βαρέος οπλισμού, που προήλθε κυρίως από τις αλβανικές στρατιωτικές αποθήκες στις οποίες επέδραμε ο μαινόμενος όχλος κατά τα γεγονότα του 1997. Στις αποθήκες δεν υπήρχαν μόνο τα γνωστά Καλάσνικοφ με τα πυρομαχικά τους που εξόπλισαν τους κάθε λογής ποινικούς, αλλά και βαρέα όπλα όπως αντιαρματικά, τα οποία ελέγχεται αν χρησιμοποιήθηκαν και από τρομοκράτες, όπως στην προσβολή της Αμερικανικής πρεσβείας με αντιαρματικό RPG το 2007, κινεζικής κατασκευής, όμοιο με αυτά των αποθηκών της Αλβανίας. Στους ήδη υπάρχοντες βαρέως εξοπλισμένους ποινικούς ήλθαν να προστεθούν κακοποιοί από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, οι οποίοι είχαν και πολεμική εμπειρία στην Τσετσενία, στη Γεωργία και αλλού και οι οποίοι αποτελούν μεγάλο πονοκέφαλο για τις αστυνομικές αρχές. Στο περιστατικό του Ρέντη το 2011 όπου δολοφονήθηκαν δύο ειδικοί φρουροί, οι δράστες αντί να κάνουν το σύνηθες για καταδιωκόμενους ποινικούς, να προσπαθήσουν να διαφύγουν και να «χαθούν» μέσα στους γύρω δρόμους έκαναν κάτι αναπάντεχο, σε μία στροφή σταμάτησαν το αυτοκίνητό τους σε σκοτεινό σημείο και περίμεναν τους μοτοσυκλετιστές της ομάδας ΔΙΑΣ, δίκην ενέδρας, οπότε και τους πυροβόλησαν με Καλάσνικοφ.

Γίνεται αντιληπτό κατά πρώτον ότι απέναντι σε τέτοιους κακοποιούς πρέπει να αναπροσαρμοσθούν οι αστυνομικές τακτικές και ότι για να αντιμετωπισθεί ο όγκος πυρός από ένα τυφέκιο όπως το Καλάσνικοφ είναι αναγκαίος ο εξοπλισμός των αστυνομικών με αναλόγου διαμετρήματος οπλισμό, αυτό όμως εγκυμονεί πρόσθετους σοβαρούς κινδύνους για τους περίοικους, καθώς στις ήδη φονικές σε βεληνεκές και διατρητικότητα βολίδες από τα όπλα των κακοποιών προστίθενται αυτές των αστυνομικών σε κατοικημένους τόπους. Γενικά η πολιτεία προσπάθησε να αντιμετωπίσει αυτήν την εγκληματικότητα των βαρέως οπλισμένων συμμοριών με τη δημιουργία ειδικών αστυνομικών μονάδων όπως οι ΟΠΚΕ (Ομάδες Πρόληψης και Καταστολής Εγκληματικότητας) και μακροπρόθεσμα με την ένταξη στις αστυνομικές υπηρεσίες, ειδικών κατηγοριών προσωπικού (ειδικοί φρουροί κλπ.) με θητεία στις Ειδικές δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού.

Το ουσιαστικό ζήτημα της στρατιωτικοποίησης είναι ότι μπορεί αρχικώς οι αστυνομικές αρχές να χρησιμοποιούν ορισμένα υλικά και τακτικές ώστε να απαντήσουν σε ειδικές μορφές εγκλήματος, τα ίδια όμως υλικά και τακτικές μακροπρόθεσμα γίνονται αναπόσπαστο μέρος του καθημερινού αστυνομικού εξοπλισμού και χρησιμοποιούνται επί δικαίους και αδίκους. Η αντιπαραβολή των αστυνομικών πρακτικών στις ΗΠΑ με άλλες φιλοσοφίες αστυνόμευσης όπως η Βρετανική, είναι ιδιαιτέρως ωφέλιμη για τους μελετητές του φαινομένου. Το ζήτημα είναι ο σχεδιασμός και η γενικότερη αντεγκληματική πολιτική η οποία πρέπει να έχει σκοπό πρώτον να αναγκάσει τους κακοποιούς να αντιδρούν στις τακτικές της πολιτείας και όχι το αντίστροφο, όπως συμβαίνει σήμερα και δεύτερον η πιο εκτεταμένη εισαγωγή του αποκαλούμενου «community policing» στην κοινωνία. Αντ' αυτού υπάρχουν ανησυχητικά μηνύματα από τις ΗΠΑ ότι όχι μόνο δεν πρόκειται να γίνει αλλαγή φιλοσοφίας στην αστυνομική πρακτική, αλλά αντιθέτως προετοιμάζονται και οι στρατιωτικές υπηρεσίες για πιο εκτεταμένη εμπλοκή τους εντός μεγαλουπόλεων με πληθυσμό άνω των δέκα εκατομμυρίων (megacities).

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη νομική διαδικτυακή πλατφόρμα Ιnstalaw

** Παπαϊωάννου Ζωή: Περιεχόμενο και όρια της αστυνομικής εξουσίας- Eκδόσεις Σάκκουλα 2004.

Δημοφιλή