Πολιτισμική ομογενοποίηση και τοπικές κοινωνίες

Θα ήθελα να τελειώσω με την εξής επισήμανση, που όσο και αυτονόητη να είναι, αξίζει να την επαναλαμβάνουμε με κάθε ευκαιρία, αφού στους καιρούς που ζούμε, ειδικά σήμερα που «του ταλαιπώρου κράτους μας [είναι] μεγάλη η πτώχεια» (για να επικαλεσθώ τον σχεδόν πάντοτε επίκαιρο Καβάφη) και η λεγόμενη μεσαία τάξη, ιστορικά ο κατεξοχήν φορέας πολιτισμικής παραγωγής και κατανάλωσης στις αστικές δημοκρατίες της μεταδιαφωτιστικής περιόδου, τείνει να εξαφανισθεί, τίποτε δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο: διακίνηση και προώθηση του πολιτισμού δε μπορεί να συνεχίσει να γίνεται, αν διακριτός πολιτισμός δεν συνεχίσει να παράγεται.
VisualLab via Getty Images

Στις χώρες του λεγόμενου δυτικού πολιτισμού διαπιστώνω μία σημαντική αντίφαση, η οποία δεν πιστεύω ότι έχει τύχει της σοβαρής και συστηματικής ανάλυσης (θεωρητικής, φιλοσοφικής, κοινωνιολογικής, ανθρωπολογικής και κυρίως πολιτικής) που της αρμόζει: ενώ σε κρατικό επίπεδο προκρίνεται, πάρα πολύ ορθά, η έμφαση στην προάσπιση της πολυπολιτισμικότητας, σε διεθνές επίπεδο προάγονται πρακτικές μίας πολιτισμικής (και άλλης) ομογενοποίησης, συμπεριλαμβανομένης κατά το δυνατόν και της γλωσσικής, που σταθερά προάγει ηγεμονικές δομές σκέψης--πρακτικές εν τέλει χειραγώγησης εντόπιων πολιτισμικών προϊόντων και κατά συνέπεια υποσκελισμού τους. Το ερώτημα/στοίχημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι κοινότητες που συνεχίζουν να υφίστανται ως πολιτικές ενότητες μέσα στο πλαίσιο των εθνικών, λίγο-πολύ, κρατών, όπως αυτά τα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, είναι η αποτελεσματική τομή και ισότιμη συνεύρεση παγκοσμιοποιημένων δομών παραγωγής και διακίνησης πολιτισμικών αγαθών και εντόπιων πολιτισμικών παραδόσεων. Όπως θα καταλάβατε, προτιμώ τον όρο εντόπιος του ουσιοκρατικού εθνικού για αυτονόητους λόγους.

Σε συγκεκριμένους κύκλους αυτοβαυκαλιζόμενης, αλλά όχι ιδιαίτερα αυτοκρινόμενης, διανόησης, η προβολή και προαγωγή της εντοπιότητας έχει αναχθεί σε ιδεολογικό ταμπού, και αυτό χωρίς αντίστοιχη κριτική, ή τουλάχιστον χωρίς αντίστοιχα έντονη και επίμονη, κριτική ομογενοποιητικών ηγεμονικών συστημάτων λόγου, σκέψης και ιδεολογιών, που και στον χώρο του πολιτισμού προνομιακοί φορείς παραγωγής και εκμετάλλευσής του προασπίζονται. Εν τέλει και εν πολλοίς, όπως και στα αλληλένδετα θέματα και στοιχήματα στους χώρους της πολιτικής και οικονομίας, το δίπολο ομογενοποίηση/εντοπιότητα ανάγεται στην αντίθεση αυτονομία/ετερονομία. Το τελευταίο, στον χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας, το έχει ευφυώς αναλύσει ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Πριν από επτά χρόνια, έγραφα σε άρθρο μου σε κεντρική αθηναϊκή εφημερίδα:

«Τις τελευταίες δύο δεκαετίες διακρίνω μια επικίνδυνα γενικευμένη κλίση προς τον δεύτερο πόλο της δυναμικής αυτής αντιπαράθεσης μεταξύ αυτονομίας και ετερονομίας στις χώρες του γνωστού ως δυτικού κόσμου και, βεβαίως, και στην Ελλάδα. Οχι μικρό ρόλο στην εξέλιξη αυτή... έχει παίξει η σε παγκόσμιο επίπεδο εμπέδωση και προώθηση δύσκαμπτων προτύπων συμπεριφοράς στην οικονομία, τον πολιτισμό, την πολιτική και τους ανθρωπογεωγραφικούς συσχετισμούς.

Στην ελληνική κοινωνική και πολιτική ζωή, η πρόσφατη εκδήλωση της οικονομικής κρίσης αποτελεί μία μόνο, αρκετά σοβαρή, έκφανση της φοράς αυτής προς δομές ετερονομίας.

Η ελαφρά τη καρδία άφεση των οικείων μας αμαρτιών είναι αυτή που σε μεγάλο βαθμό ευθύνεται για την πορεία της ελληνικής πραγματικότητας προς μια κατάσταση ετερόνομης εξάρτησης από οιωνεί μεταφυσικά, δηλαδή εξωγενή, κέντρα αποφάσεων. Αμεσα συνδεδεμένο με μια τέτοια κατάσταση είναι βέβαια και το ευρύτερο φάσμα της παγκοσμιοποίησης, που συχνά χρησιμοποιείται σαν ένα είδος μοιρολατρικού άλλοθι για ποικίλα εντόπια σφάλματα.

Η άκριτη αποδοχή κυρίως ομογενοποιητικών σχημάτων σκέψης και συμπεριφορών σε διάφορους τομείς και η περαιτέρω επιστράτευσή τους για εσωτερική εκμετάλλευση, αποτελεί ανεύθυνο παιχνίδι, που συμβάλλει στην ενίσχυση ετερονομικών συσχετισμών μεταξύ διαφορετικών κρατών από τη μια και μεταξύ κράτους και πολιτών από την άλλη».

Αυτά, ενδεικτικά, έγραφα πριν επτά χρόνια. Έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί και παγιωθεί πια οι όροι του παιχνιδιού, αντιστάσεις στις ομογενοποιητικές αυτές τάσεις μπορούν να διαμορφωθούν και να ενεργοποιηθούν, πιστεύω, όχι τόσο σε κρατικό, όσο σε τοπικό επίπεδο. Εξηγούμαι: η παραγωγή, προβολή και κατανάλωση πολιτισμικών προϊόντων και παραδόσεων (άυλος και υλικός πολιτισμός, μουσική, χορός, λογοτεχνία, μνημεία, γαστρονομία, κτλ.) μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική, όχι μόνο από άποψη οικονομική αλλά και πολιτισμική και πολιτική, αν οργανωθεί πιο συστηματικά (αλλά χωρίς βέβαια τάσεις γραφικού φολκλορισμού ή επικίνδυνου τοπικισμού) σε τοπικό επίπεδο. Και εδώ τον πρωτεύοντα ρόλο καλείται να παίξει η τοπική αυτοδιοίκηση (δήμοι/περιφέρειες), συχνά σε συνδυασμό και με τη δημιουργική εθελοντική προσφορά και την ιδιωτική πρωτοβουλία. Ο νεόπτωχος κρατικός υδροκεφαλισμός ούτε μπορεί, έτσι κι αλλιώς, παρά τις όποιες αγαθές προθέσεις, ούτε και αναγκαστικά πρέπει να είναι ο ταγός σε τέτοιες προσπάθειες. Τοπικές κοινωνίες θα ήταν καλό να αναλάβουν πιο έντονα και συστηματικά δράσεις διατήρησης, προβολής και ενίσχυσης του εντόπιου πολιτισμού τους και να τον εξάγουν και προς τα έξω. Από τα Ιόνια μέχρι το ανατολικό Αιγαίο και την επικίνδυνα παραμελημένη Θράκη μέχρι την Κρήτη και το θλιβερά, μετά το ατυχέστατο 2010, εμβληματικό Καστελόριζο, ακόμη και σήμερα κοιτίδες εντόπιου πολιτισμού είναι ζωντανές. Εμπέδωση διεθνών συνεργασιών με αντίστοιχους φορείς τοπικής εξουσίας στο εξωτερικό, αλλά και διοικητικές δομές της όχι σπάνια ισχυρής ελληνικής διασποράς ανά τον κόσμο και ασφαλώς σε συνεργασία και με το κεντρικό κράτος, στον βαθμό που η γραφειοκρατία δεν επεμβαίνει ως τροχοπέδη, θα μπορούσε να συμβάλλει στην ευρύτερη δυνατή διάδοση της αξίας τοπικών πολιτισμικών προϊόντων.

Θα ήθελα να τελειώσω με την εξής επισήμανση, που όσο και αυτονόητη να είναι, αξίζει να την επαναλαμβάνουμε με κάθε ευκαιρία, αφού στους καιρούς που ζούμε, ειδικά σήμερα που «του ταλαιπώρου κράτους μας [είναι] μεγάλη η πτώχεια» (για να επικαλεσθώ τον σχεδόν πάντοτε επίκαιρο Καβάφη) και η λεγόμενη μεσαία τάξη, ιστορικά ο κατεξοχήν φορέας πολιτισμικής παραγωγής και κατανάλωσης στις αστικές δημοκρατίες της μεταδιαφωτιστικής περιόδου, τείνει να εξαφανισθεί, τίποτε δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο: διακίνηση και προώθηση του πολιτισμού δε μπορεί να συνεχίσει να γίνεται, αν διακριτός πολιτισμός δεν συνεχίσει να παράγεται. Θεμελιώδης βάση κάθε πολιτισμικής παραγωγής (και εχέφρονος κατανάλωσής του) είναι η παιδεία και τα σχολεία.

Πριν κάποια χρόνια είχα την χαρά να δω από κοντά τι σπουδαία δουλειά γίνεται στα σχολεία της απομονωμένης Σικίνου, όπου οι ελάχιστοι μαθητές καλούνταν να εστιάσουν εργασίες τους και σε θέματα τοπικού ενδιαφέροντος. Και η αλήθεια είναι ότι εκεί το κεντρικό κράτος στέκεται υποδειγματικά αποφασιστικός αρωγός των προσπαθειών της μικρής κοινωνίας και των δασκάλων/καθηγητών. Η παιδεία και η παροχή της και στο μικρότερο απομονωμένο νησί πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη αξία, πέρα από τις όποιες παράλογες απαιτήσεις των δανειστών, που όχι σπάνια αρνούνται να αναγνωρίσουν κάποιες ιδιαιτερότητες, ακόμη και γεωγραφικές, της υποθηκευμένης Ελλάδας. Οι κοιτίδες πολιτισμικής δράσης σε τοπικό επίπεδο και η προβολή τους σε εθνικό και παγκόσμιο, θα μπορούσαν να είναι το ανάχωμα στην περαιτέρω επέκταση των συμπτωμάτων του ετερονομικού, οικονομικοπολιτικού αναμορφωτισμού που με τόση ενάργεια και διαχρονική οξυδέρκεια είχε διαγνώσει ο Καβάφης σχεδόν ενενήντα χρόνια πριν (1928):

Εν μεγάλη ελληνική αποικία, 200 π.Χ.

Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ' ευχήν στην Aποικία

δεν μέν' η ελαχίστη αμφιβολία,

και μ' όλο που οπωσούν τραβούμ' εμπρός,

ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός

να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή.

Όμως το πρόσκομμα κ' η δυσκολία

είναι που κάμνουνε μια ιστορία

μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί

αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ

δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,

για το παραμικρό ρωτούνε κ' εξετάζουν,

κ' ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,

με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.

Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.

Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·

η κατοχή σας είν' επισφαλής:

η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.

Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,

κι από την άλληνα την συναφή,

κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·

είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει;

σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,

βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·

πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,

κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,

απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,

να δούμε τι απομένει πια, μετά

τόση δεινότητα χειρουργική.--

Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.

Να μη βιαζόμεθα· είν' επικίνδυνον πράγμα η βία.

Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.

Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία.

Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;

Και τέλος πάντων, να, τραβούμ' εμπρός.

*Από την ομιλία μου στο Delphi Economic Forum, 3 Μαρτίου 2017

Δημοφιλή