Η Ελλάδα διανύει τον έκτο (επίσημα) χρόνο υψηλής οικονομικής ύφεσης και τον τέταρτο της υψηλής «προστασίας» της περιβόητης τρόικας, έχοντας απωλέσει ανυπολόγιστο πολύτιμο χρόνο και ενέργεια ουσιαστικής ανασυγκρότησης, λόγω και της πολιτικής ρευστότητας, σε πολλά επίπεδα, παρά τα, ως φαίνεται, αξιόλογα, αισιόδοξα μηνύματα μίας σχετικής ανάκτησης οικονομικής αυτοπεποίθησης, που προσδοκάται ότι ίσως μεταφρασθεί σε απτές εκδηλώσεις εμπιστοσύνης εκ μέρους και των διαφόρων μας «εταίρων».
Ήδη στις αρχές του 2010, πριν την ένταξη της χώρας στο καθεστώς επίσημης οικονομικής (και άλλης) επιτήρησης, είχα επισημάνει την ιδιοσυγκρασιακή πολιτική, κοινωνικοοικονομική κυρίως, αλλά και πολιτισμική, Οιδιπόδεια σχεδόν, σχέση ετερονομικής προσκόλλησης στο φάσμα του Ξένου (του Ξένου ως κέντρου, δαιμονοποιημένου ή μη, νοηματοδότησης ή και υπαγόρευσης κατηγοριών και διαδικασιών προσδιορισμού της τρέχουσας ελληνικής «ταυτότητας»). Εξ ορισμού η έννοια (και η πραγματικότητα) της κρίσης συνεπάγεται σχέση διαλεκτική και δια-φορική (δηλαδή αντιθετική) ανάμεσα σε ένα υποκείμενο (συλλογικό, στην περίπτωση μας), αφ' ενός, και μία διαφορετική, πρότερη ή προσδοκώμενη, κατάσταση του ίδιου του υποκειμένου αλλά και άλλων, ξένων υποκειμένων, αφ' ετέρου.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, όσο κι αν αρχικά μπορεί να ακούγεται σαν μεγαλόσχημη ρητορική δήλωση του προφανούς, ότι στην ελληνική γλώσσα «κρίση» σημαίνει τόσα διαφορετικά πράγματα, συμπεριλαμβανομένων και των εννοιών της διά-κρισης και του ελέγχου (ακόμη και με την φιλοσοφική έννοια του όρου) αλλά και της δεινής, έκτακτης, μεταίχμιας, τρόπον τινά, κατάστασης κατά την διάρκεια της οποίας το υποκείμενο υπόκειται σε μία αναγκαστική διαδικασία άρσης των οικείων του ιδιοτήτων και ουσιαστικά καλείται να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του.
Στην παρούσα πολυετή κρίση της η Ελλάδα διανύει λοιπόν μία μεταίχμια, την πιο κρίσιμη ίσως μετά τον εμφύλιο, πορεία της, η οποία την έχει οδηγήσει στο χείλος της κοινωνικής και πολιτικής αποδόμησης: το τερατώδες φαινόμενο του πολιτικά οργανωμένου και επικίνδυνα αποδεκτού από ένα μεγάλο ποσοστό του εκλογικού σώματος ρατσισμού, που το εξέθρεψε εν πολλοίς η χρόνια εμμονή σε τακτικές πολιτικού στρουθοκαμηλισμού, αποτελεί το επιστέγασμα της πορείας αυτής--όσον αφορά όχι μόνο στον εμφανή συσχετισμό των εσωτερικών πολιτικών δυνάμεων και τάσεων αλλά και στην διεθνή εικόνα της χώρας, που έτσι γίνεται πολύ πιο τρωτή στα επιδέξια χέρια διαφόρων καλοθελητών, εταίρων και ετέρων.
Τα δεινά της χώρας είναι πολλά και γνωστά. Ωστόσο, όλη αυτή την κρίση πρέπει κανείς να την δει και ως μία ευκαιρία αναστοχασμού των τρόπων με τους οποίους η Ελλάδα--τώρα με ιδιαίτερη έμφαση, αλλά και παλαιότερα κάπως θολότερα, λόγω και των βαυκαλιστικών θριαμβολογιών περί του (ως δια παρθενογενέσεως) εκσυγχρονισμού--, δια-κρίνεται από τους Ευρωπαίους της «εταίρους». Η ελληνική περίπτωση, λοιπόν, συνιστά ένα από τα ευγλωττότερα παραδείγματα αυτού που θα ονόμαζα παρα-περιθωριοποιημένου (para-marginal): αυτού δηλαδή που δεν εντοπίζεται ούτε στο κέντρο ενός ιδανικού ή εξιδανικευμένου συνόλου (π.χ. Ευρώπη), ούτε ακριβώς εκτός της περιφέρειάς του, ούτε καν στο περιθώριό του--άρα και, εξ ορισμού, εύκολα απορρίψιμου. Απεναντίας, το παρα-περιθωριοποιημένο (ούτε ακριβώς κεντρικό ούτε ακριβώς περιθωριοποιημένο) αναφέρεται σε μία κατάσταση ιδιαίτερα σύνθετη, αφού υποδηλώνει εν μέρει αποδοχή και εν μέρει απόρριψη.
Η Ελλάδα, κυρίως λόγω του συνδυασμού ιδιαζόντων ιστορικών, πολιτισμικών και κοινωνικοοικονομικών συνθηκών και καταβολών (κλασσική αρχαιότητα, Βυζάντιο, Τουρκοκρατία, εν μέρει ανάπτυξη/εν μέρει εμμονή σε παραδοσιακές δομές κτλ.) κατέχει μέσα στην ευρωπαϊκή κοινότητα μία αξιοπερίεργη θέση, η οποία άλλοτε εντοπίζεται στο κέντρο της (κλασσικό παρελθόν) και άλλοτε πολύ κοντά, αλλά όχι ακριβώς, στο περιθώριο της.
Υπ' αυτή την έννοια, η ελληνική περίπτωση, που τόσο εύκολα, άμα τη ενάρξει της Κρίσεως, αποτέλεσε αντικείμενο στερεοτυπικών αποδοκιμασιών ανά την υφήλιο, συμπεριλαμβανομένης και ικανής μερίδας των Ευρωπαίων «εταίρων» δανειστών της (π.χ. «νέα ελληνική τραγωδία», «τεμπέληδες Έλληνες», «απατεώνες Έλληνες» κτλ.), εκπροσωπεί μία δυνάμει επικίνδυνη για το κέντρο, αφού συνεχώς ταλαντούμενη και άρα δύσκολα προσδιορίσιμη και ελεγχόμενη, θέση. Αλλά ακριβώς αυτή η θέση, που επιτέλους πρέπει κάποτε εμείς οι ίδιοι να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε, είναι που δίνει στην ελληνική πραγματικότητα (και φαντασιακότητα) την όποια δια-κριτή δυναμική έχει σε διάφορους τομείς. Και απ' αυτή την δυναμική πρέπει και τώρα να αντλήσει, αντί να την απεμπολήσει δειλά και άκριτα.