Την αποφράδα ημέρα της 28ης Οκτωβρίου 2016 έπεσε η Βαλλονία, φοβάμαι ότι θα απαγγέλει ο ιστορικός του μέλλοντος. Πέραν της χρήσης της υπερβολής για δηκτικούς λόγους, η σημασία του ψηφίσματος του Περιφερειακού Κοινοβουλίου της γαλλόφωνης Βαλλονίας υπέρ της συμφωνίας «εμπορίου» Ε.Ε. και Καναδά, κοινώς λεγομένη και CETA (Comprehensive Economic and Trade Agreement / Ολοκληρωμένη Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία) είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, καθώς η Βελγική περιοχή των 3,2 εκατ. κατοίκων αποτελούσε το τελευταίο προπύργιο απέναντι στην CETA. Η Βαλλονία ναι μεν αντιστάθηκε σθεναρά και απαίτησε διορθώσεις τις οποίες πέτυχε ως ένα βαθμό, εν αντιθέσει με τα λοιπά κράτη της ένωσης, αλλά στο τέλος υπέκυψε. Έτσι στις 30/10/2016 ο Καναδός Πρωθυπουργός Τζάστιν Τρυντώ, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν - Κλοντ Γιούνκερ υπέγραψαν τη συμφωνία.
Ας δούμε όμως ορισμένα στοιχεία της CETA.
Στον διαδικτυακό χώρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρονται μια σειρά από οφέλη που θα επιφέρει η εφαρμογή της συνθήκης όπως: υψηλότερα αμειβόμενες θέσεις απασχόλησης, νέες ευκαιρίες σε μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, χαμηλότερες τιμές και περισσότερες επιλογές προϊόντων για τους καταναλωτές, κατάργηση των δασμολογικών φραγμών σε εισαγωγές και εξαγωγές, πρόσθετη βοήθεια στους παραγωγούς τροφίμων και προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην εργασία και στο περιβάλλον. Επιπρόσθετα το κείμενο της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τη σύναψη της συμφωνίας (COM 2016 443 final) αναφέρει ότι η CETA θα βελτιώσει σημαντικά τις επιχειρηματικές ευκαιρίες για τα δύο μέρη ενώ οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα απολαμβάνουν την καλύτερη μεταχείριση που έχει ποτέ προσφέρει ο Καναδάς σε οποιονδήποτε εμπορικό εταίρο με αποτέλεσμα να εξασφαλίζονται για τις επιχειρήσεις της ΕΕ ίσοι όροι ανταγωνισμού στην αγορά του Καναδά με τις γηγενείς επιχειρήσεις.
Στον αντίποδα, υπάρχουν πάμπολλες φωνές από τον ακαδημαϊκό χώρο, από ακτιβιστικές οργανώσεις όσο και από θεσμικούς παράγοντες ανά την Ευρώπη (Ευρωβουλευτές, Βουλευτές, Δήμαρχοι, Περιφερειάρχες κ.α.) οι οποίοι διατυμπανίζουν τα δεινά που θα επιφέρει η ενεργοποίηση της CETA στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Η θεωρητική βάση στην οποία εδράζεται ολόκληρη η CETA, και οι λοιπές ανάλογου επιπέδου «εμπορικές» συμφωνίες, απορρέει από την τάση, ή μάλλον καλύτερα το δόγμα της πλήρους φιλελευθεροποίησης της οικονομίας και των αγορών.
Ένα δόγμα του οποίου οι πυλώνες στηρίζονται κυρίως σε παρανοήσεις και παρερμηνείες. Η πιο έντονη διαστρέβλωση έχει γίνει στο έργο και τη θεωρία του Άνταμ Σμιθ το οποίο παρερμηνεύοντας, ακολουθούν δογματικά.
Ο Άνταμ Σμιθ είναι ο πατέρας της πολιτικής οικονομίας και κύριος θεμελιωτής του οικονομικού φιλελευθερισμού. Πριν όμως πέσει θύμα παρερμηνείας της θεωρίας του από τους θιασώτες της τυφλής πίστης στην αγορά διαστρεβλώνοντας την ουσία των θέσεων του, υπήρξε αρχικά καθηγητής Ηθικής Φιλοσοφίας στη Γλασκόβη όπου και έγραψε το πρώτο του βιβλίο «Η θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων»(1759). Με το έργο αυτό έδωσε έμφαση στον αδιαμφισβήτητο ρόλο της ηθικής και της φρόνησης, δημιουργώντας έντονες θύμησες από την Αριστοτελική φιλοσοφία. Το δεύτερο του έργο το οποίο τον κατέστησε πατέρα της πολιτικής οικονομίας και του οικονομικού φιλελευθερισμού ήταν ο «Πλούτος των Εθνών» (1776) εκ του οποίου ορμώμενοι οι υποστηρικτές της ολοκληρωτικής εμπιστοσύνης στις αγορές και στο «αόρατο χέρι» δημιούργησαν ένα δόγμα που δυστυχώς κυριαρχεί τα τελευταία τουλάχιστον τριάντα χρόνια.
Η προβληματική των επιχειρημάτων έγκειται κατά τον νομπελίστα Αμάρτυα Σεν στο ότι «οι ιδέες που αναπτύσσονται στον Πλούτο των Εθνών σε μεγάλο βαθμό έχουν ερμηνευθεί χωρίς να ενταχθούν στο πλαίσιο που εγράφησαν τα Ηθικά Συναισθήματα, με αποτέλεσμα η κατάληξη ήταν να περιοριστεί η τυπική κατανόηση του Πλούτου των Εθνών στην οικονομική της διάσταση. Αυτός ο περιορισμός παραβλέπει τη σύνδεση μεταξύ ηθικής και οικονομίας και το ρόλο των θεσμών γενικότερα και ειδικότερα τον ρόλο των ελεύθερων αγορών στη λειτουργία της οικονομίας.»(Sen, 2010)
Αφήνοντας όμως τη θεωρητική οπτική από την οποία απορρέουν όλες αυτές οι συμφωνίες «εμπορίου» συμπεριλαμβανομένης και της CETA, το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Tufts (GDAE) των Η.Π.Α σε μια ιδιαίτερα περιεκτική μελέτη με την ονομασία «CETA Without Blinders» παρουσιάζει τις προβλέψεις του για την περίπτωση που η CETA τεθεί εν λειτουργία. Η συγκεκριμένη μελέτη κατακεραυνώνει το μονοδιάστατο μοντέλο που έχει λάβει η CETA για τον υπολογισμό των ωφελειών, το οποίο θέτει συνθήκες πλήρους απασχόλησης με μηδενικές εξωγενείς παρεμβάσεις και μηδενικό αντίκτυπο στην ανισοκατανομή των εισοδημάτων αποκλείοντας οποιαδήποτε συνέπεια από την πλήρη φιλελευθεροποίηση που θα επιφέρει. Δηλαδή μέσω των υπολογισμών που διεξάγει η CETA δογματικά θεωρεί ότι όχι μόνο δεν ελλοχεύουν κίνδυνοι από την βαθύτερη φιλελευθεροποίηση αλλά και ότι μόνο θετικά αποτελέσματα μπορούν να παραχθούν.
Στον αντίποδα, η μελέτη του Tufts για τις προβλέψεις των οικονομικών συνεπειών, χρησιμοποιεί τη διεθνώς αναγνωρισμένη μέθοδο United Nations Global Policy Model (GPM) από τη οποία απορρέουν πολύ σημαντικά ευρήματα όπως: απώλεια 230.000 θέσεων εργασίας μέχρι το 2023 εκ των οποίων οι 200.000 από την ΕΕ, μείωση του ΑΕΠ από 0,49% έως 0,96%, ετήσια μείωση των αποδοχών κατά 1776 ευρώ στον Καναδά και 316-331 στην Ε.Ε., αύξηση των ελλειμμάτων του δημοσίου και σε αύξηση των ενδοευρωπαϊκών εμπορικών ανισοτήτων καθώς θα υπάρχει βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο των ισχυρών χωρών και απομείωση σε αυτό των περιφερειακών χωρών.
Ωστόσο εμβαθύνοντας όλο και περισσότερο στο περιεχόμενο της CETA, είναι εύκολα αντιληπτό ότι δεν αποτελεί μια κοινή συμφωνία εμπορίου, αλλά κάτι παραπάνω. Μέσω του δογματικού φιλελευθερισμού υπεισέρχεται σε ζητήματα διατροφής, αποκρατικοποιήσεων, ελέγχου προϊόντων, δικαιοσύνης και επίλυσης διαφορών.
Όσον αφορά τη διατροφή η CETA, στα πλαίσια της τυφλής υπακοής στο φιλελευθερισμό αποσκοπεί στη μείωση των κανόνων εμπορίου μέσω της εξάλειψης προτύπων όπως π.χ. το ανώτατο όριο κατάλοιπων παρασιτοκτόνων σε διάφορες κατηγορίες τροφίμων. Δυστυχώς ο Καναδάς ο οποίος μέσω της συμφωνίας NAFTA που έχει συνάψει με τις Η.Π.Α έχει μειώσει στο ελάχιστο τέτοιου είδους προστατευτισμούς οι οποίοι είναι πολύτιμοι για την υγεία. Τρανταχτό είναι το παράδειγμα του glyphosate (γνωστό και ως Roundup της Monsanto) το οποίο ο Καναδάς έκρινε ότι δεν είναι καρκινογόνο ενώ ο ΠΟΕ το έχει κρίνει ως πιθανό καρκινογόνο προϊόν(1).
Επιπλέον, όσον αφορά τις Γεωγραφικές ενδείξεις προϊόντων, κάτι που αγγίζει ιδιαίτερα τη χώρα μας, η CETA αναγνωρίζει μόνο 145 ευρωπαϊκές ονομασίες προέλευσης τροφίμων από τις 1.400 περίπου που υπάρχουν στην Ευρώπη(2). Όσον αφορά τα Ελληνικά Π.Ο.Π στη CETA συμπεριλαμβάνονται μόνο 16 από ένα σύνολο εκατοντάδων προϊόντων ευτυχώς συμπεριλαμβανομένης και της Φέτας.
Άλλο ένα ισχυρό μειονέκτημα της CETA αποτελούν τα Γενετικά Τροποποιημένα τρόφιμα. Ο Καναδάς συγκαταλέγεται στους τρεις μεγαλύτερους παραγωγούς Γενετικά Τροποποιημένων τροφίμων του κόσμου, και στα πλαίσια της εναρμόνισης των κανονισμών των δύο μερών ανοίγει διάπλατος ο δρόμος για την εισδοχή τέτοιου είδους τροφίμων και στην Ε.Ε.
Κλείνοντας αυτή τη μικρή κριτική απέναντι στην CETA, ισχυρότερο θεωρώ αντικίνητρο υπογραφής της CETA εκ μέρους της ΕΕ θα έπρεπε να αποτελούν δύο χαρακτηριστικά της συνθήκης. Το πρώτο είναι η εφαρμογή της Αρχής της Προφύλαξης που διέπει το δίκαιο της Ε.Ε. νοώντας ότι ο εκάστοτε παραγωγός οποιουδήποτε προϊόντος έχει την ευθύνη να αποδείξει αρχικά πριν διαθέσει το προϊόν του στην αγορά ότι δεν είναι επικίνδυνο, κάτι που δεν ισχύει στον Καναδά.
Η CETA στα πλαίσια της τυφλής και δογματικής φιλελευθεροποίησης των αγορών και της δικανικής εναρμόνισης καταστρατηγεί την αρχή της προφύλαξης που διέπει την Ε.Ε.από τη συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992.
Το δεύτερο αντικίνητρο αποτελεί το νέο σύστημα επίλυσης διαφορών κράτους και επενδυτών ICS (Investment Court System), το οποίο είναι ισχυρότατο εργαλείο των επενδυτών έναντι της δημοκρατικής δυνατότητας των κρατών να νομοθετούν. Στην ουσία είναι ένα δικαστήριο στο οποίο θα μπορεί ένας επενδυτής να απευθυνθεί όταν δεν αρέσκεται σε κάποιο νομοθέτημα το οποίο θα απορρέει από τη δημοκρατικά εκλεγμένη νομοθετική εξουσία.
Το ICS αποτελεί την Κερκόπορτα ολόκληρου του Ευρωπαϊκού δικαϊκού οικοδομήματος καθώς μέσω αυτού οποιοσδήποτε επενδυτής θα μπορεί να αμφισβητήσει τους Κανονισμούς της Ε.Ε.
Απορίας άξιο με τη CETA και τους εμπνευστές της από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού είναι η δογματική επιμονή στην τυφλή απελευθέρωση της αγοράς και του εμπορίου. Μια από τις αιτίες που προκάλεσαν τη μεγάλη κρίση του 2008 ήταν η απελευθέρωση των αγορών και η μορφή καζίνο που εξέλαβε ο καπιταλισμός. Τα παραδείγματα τόσο της CETA που εξετάζουμε στον παρόν άρθρο μεταξύ Ε.Ε. και Καναδά όσο και της TTIP μεταξύ Ε.Ε. και Η.Π.Α αποτελούν τη δογματική εμμονή που διακατέχει τους κρατούντες των δυο πλευρών του Ατλαντικού στη πλήρη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας.