Τρεις φορές μέσα σε εννέα μήνες, ο Αλέξης Τσίπρας έβαλε τρία παράτολμα στοιχήματα. Και τα κέρδισε και τα τρία.
Το πρώτο στοίχημα ήταν οι εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου, τις οποίες προκάλεσε βραχυκυκλώνοντας την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας από την Βουλή. Η συνετή επιλογή θα ήταν να αφήσει την κυβέρνηση Σαμαρά να ολοκληρώσει την εφαρμογή του δεύτερου ελληνικού μνημονίου και να χρεωθεί το πολιτικό κόστος της τελευταίας δόσης μέτρων λιτότητας. Οι εκλογές θα έρχονταν μετά από λίγους μήνες, θα τις κέρδιζε ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη πιο εύκολα και θα είχε τα χέρια λυμένα, πλέοντας σε ήρεμα νερά. Προτίμησε να κερδίσει τις πρώτες του εκλογές με το πρόγραμμα στον αέρα, την διαπραγμάτευση μετέωρη και την χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας εν αμφιβόλω. Οι αντίπαλοί του πίστευαν ότι βαδίζει, άμυαλος, στην καταστροφή του, ότι το κόστος της διαπραγμάτευσης θα τον τσακίσει και η κυβέρνησή του θα αποδειχθεί παρένθεση. Τους διέψευσε.
Ο Τσίπρας κέρδισε το δημοψήφισμα επειδή κατάφερε να πείσει το εκλογικό σώμα ότι η ψήφος δεν αφορούσε στ' αλήθεια κάποια συμφωνία ή την συμμετοχή στο ευρώ, αλλά τον ίδιον.
Το δεύτερο στοίχημα ήταν το δημοψήφισμα του περασμένου Ιουλίου. Η Ελλάδα πήγε στις κάλπες, με τις τράπεζες κλειστές και υπό την απειλή του Grexit, για να απορρίψει μια συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους και να δεχτεί μια άλλη, την επόμενη μέρα. Ο Τσίπρας κέρδισε το δημοψήφισμα επειδή κατάφερε να πείσει το εκλογικό σώμα ότι η ψήφος δεν αφορούσε στ' αλήθεια κάποια συμφωνία ή την συμμετοχή στο ευρώ, αλλά τον ίδιον. Ήταν μια ψήφος εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του. Μια επιβεβαίωση ότι οι Ελληνες προτιμούν τον Τσίπρα, ακόμη κι όταν κάνει λάθη και παίρνει μεγάλα (για τους ίδιους) οικονομικά ρίσκα, παρά να δουν να επιστρέφει ο παλιός πολιτικός κόσμος που είχε σπεύσει να στριμωχτεί πίσω από τα ψηφοδέλτια του «ναι».
Το τρίτο στοίχημα ήταν οι εκλογές της Κυριακής. Ο Τσίπρας επέλεξε να λύσει ένα εσωκομματικό πρόβλημα, να αντιμετωπίσει μια εσωκομματική ανταρσία, όχι στο συνηθισμένο πεδίο των εσωκομματικών διαδικασιών, σε ένα συνέδριο, αλλά βάζοντας κριτή το εκλογικό σώμα. Ζήτησε μια νέα ψήφο εμπιστοσύνης, μέσα σε δύο μήνες, που θα ήταν ταυτόχρονα και ψήφος έγκρισης της νέας συμφωνίας με τους ευρωπαίους δανειστές. Έμοιαζε παράτολμο. Για την ακρίβεια, κινδύνευε να χάσει από την αίφνης ανασυγκροτημένη Νέα Δημοκρατία, όχι επειδή θα τον κέρδιζε ο αντίπαλός του, αλλά επειδή θα τον εγκατέλειπαν μεγάλα τμήματα αποκαρδιωμένων εκλογέων.Πράγματι: περίπου 800.000 ψηφοφόροι του περασμένου Ιανουαρίου- θυμωμένοι; απελπισμένοι; περιθωριοποιημένοι;- δεν επέστρεψαν στις κάλπες του Σεπτεμβρίου. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε. Κατάφερε να συντρίψει τους εσωκομματικούς του αντιπάλους, με έναν τρόπο πιο καθαρό από όποια εσωκομματική διαδικασία. Κατάφερε να κερδίσει τη Νεα Δημοκρατία, που αποδείχθηκε πιο αξιόμαχος αντίπαλος, απ' ότι περίμενε. Και κατάφερε να αποσπάσει μια καθαρή εντολή εφαρμογής της συμφωνίας που υπέγραψε, με μια συναινούσα αντιπολίτευση απέναντί του.
Κάπως έτσι, ο Αλέξης Τσίπρας προβάλλει από την κάλπη θριαμβευτής και κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Αλλά δεν είναι πια ο ίδιος. Είναι ένας Τσίπρας 2.0. Κέρδισε τις εκλογές με τα ποσοστά σχεδόν του Ιανουαρίου. Αλλά τότε είχε κερδίσει τις εκλογές σε τόνο allegro maestoso, τώρα τις κέρδισε σε τόνο andante cantabile. Τότε είχε κερδίσει ως φορέας ελπίδας, που είχε ανάψει βεγγαλικά ενθουσιασμού, ιδίως στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του. Τώρα τις κέρδισε ως εγγυητής της πολιτικής σταθερότητας,«κλέβοντας», την τελευταία στιγμή, το βασικό σύνθημα του συντηρητικού του αντιπάλου.
Κέρδισε τις εκλογές επειδή, στο τέλος, οι αμφίθυμοι και αποκαρδιωμένοι ψηφοφόροι του, αποφάσισαν να του δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία, με την ασημένια πανοπλία του να έχει εμφανείς τις ρωγμές. Κέρδισε τις εκλογές, το τρίτο του στοίχημα, σα να ζήτησε και να πήρε μια τρίτη ευχή από το τζίνι της κάλπης. Τέταρτη ευχή δεν έχει. Ο Αλέξης είναι τώρα μόνος του, χωρίς την δύναμη της μαγείας. Πρέπει να αποδείξει ότι, εκτός από ριψικίνδυνος gambler και χαρισματικός διεκδικητής εκλογών, μπορεί να είναι και αποτελεσματικός μάνατζερ μιας κυβέρνησης που έχει δέκα μήνες να κάνει το θαύμα. Πρέπει να καταφέρει να οδηγήσει την κυβέρνησή του και την χώρα δια μέσου της ερήμου του νέου μνημονίου και, ταυτόχρονα, να διαπραγματευτεί αποτελεσματικά το θέμα του χρέους, να διαχειριστεί την προσφυγική κρίση και να σχεδιάσει ένα πρόγραμμα ριζικής αλλαγής του κράτους και παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας.
Ούτε ψύλλος στον κόρφο του. Αλλά, αν τα καταφέρει, ο χαρισματικός, θα έχει αναδειχθεί σε ηγέτη. Αν όχι...