Στις εφημερίδες που τυπώθηκαν τη νύχτα της 20ης προς 21η Απριλίου 1967 (αλλά δεν έφθασαν ποτέ στα περίπτερα, αφού τις μάζεψε η χούντα) υπήρχε μια μικρή, μονόστηλη ειδησούλα. Έλεγε πως είχε πραγματοποιηθεί μια σύσκεψη στο Υπουργείο Συντονισμού με θέμα την «εγκατάστασιν τηλεοράσεως εις την Ελλάδα». Και πως είχε αποφασιστεί «η ανάθεσις εις το ΕΙΡ (την κατοπινή ΕΡΤ) της δημιουργίας δικτύου τηλεοράσεως και η προκήρυξις νέου διεθνούς διαγωνισμού».
Είχαν περάσει τρεις γεμάτες δεκαετίες από τότε που η τηλεόραση είχε μπει στην ζωή του κόσμου. Κι είχαν περάσει 15 χρόνια από την πρώτη φορά που οι ελληνικές εφημερίδες είχαν δημοσιεύσει την είδηση ότι «συντόμως η χώρα θα αποκτήση πλήρες δίκτυον τηλεοράσεως». Ήταν 13 Νοεμβρίου 1951. Η αμερικανική εταιρεία RCA είχε στείλει ομάδα τεχνικών στην Αθήνα και είχε καταλήξει σε μια κατ αρχήν συμφωνία με την κυβέρνηση να αναλάβει την δημιουργία ιδιωτικού τηλεοπτικού δικτύου. Η είδηση είχε αναγγελθεί από τις πρώτες σελίδες όλων των εφημερίδων.
Από το 1951 κι ύστερα, κάθε χρόνο σχεδόν, η έλευση της τηλεόρασης στην Ελλάδα αναγγελόταν από τις πρώτες σελίδες των εφημερίδων και διαψευδόταν μετά από λίγo. Καμία κυβέρνηση δεν θα προχωρούσε σε δημιουργία τηλεόρασης αν δεν ήταν βεβαία ότι θα την είχε υπό τον απόλυτο έλεγχό της. Και ούτε η αντιπολίτευση, ούτε και οι εκδότες των εφημερίδων, που φοβούνταν ότι θα έχαναν δύναμη και επιρροή, ήταν διατεθιμένοι να της το επιτρέψουν. Κι έτσι η Ελλάδα έγινε η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που απέκτησε τηλεόραση, οκτώ χρόνια μετά την Αλβανία. Τέσερεις διεθνείς διαγωνισμοί προκηρύχθηκαν κι έμειναν άγονοι. Πειράματα ξεκίνησαν- με σημαντικότερο το πείραμα της ΔΕΗ στην ΔΕΘ του 1960- αλλά έμειναν στη μέση. Κάποτε υπογράφηκε και μια συμφωνία με την Ιταλία, η οποία αναλάμβανε να εξοφλήσει τις πολεμικές επανορθώσεις προς την Ελλάδα, προσφέροντάς της ένα εθνικό δίκτυο τηλεόρασης, με έξοδα και τεχνογωνσία της RAI.
Τις παραμονές της δικτατορίας η Ελλάδα είχε ήδη τρεις μικρούς τηλεοπτικούς σταθμούς- έναν πειραματικό του ΕΙΡ που εξέπεμπε δύο ώρες την ημέρα από την ταράτσα του ΟΤΕ στην Πατησίων, έναν αθαίρετο των Ενόπλων Δυναμεων που εξέπεμπε από τα Τουρκοβούνια κι έναν ερασιτεχνικό, ιδιωτικό στην Θεσσαλονίκη, ο οποίος είχε λάβει προσωρινή άδεια να εκπέμπει λίγες ώρες την ημέρα, για να μην βλέπουν οι Θεσσαλονικείς την τηλεόραση των Σκοπίων, που λειτουργούσε από το 1959 κι έπιανε καμπάνα στην βόρειο Ελλάδα. Κάποτε, μάλιστα, για να εμποδίσει την λήψη του «αντεθνικού» σήματος των Σκοπίων, η κυβέρνηση είχε απαγορεύσει την εισαγωγή δεκτών στη χώρα και έκανε κατάσχεση στα τελωνεία των τηλεοράσεων που έφερναν μαζί τους εργάτες που γύριζαν από την Γερμανία στα χωριά τους...
Κι έτσι φθάσαμε στις 20 Απριλίου του 1967. Αλλεπάλληλες ελληνικές κυβερνήσεις ταλαντεύονταν ανάμεσα στην ανάθεση της τηλεόρασης στο ΕΙΡ, ώστε να είναι κρατική, και την παραχώρησή της σε κάποιο από τα δώδεκα γκρουπ ενδιαφερομένων ιδιωτών (Αμερικανών, Γάλων και Ιαπώνων, σε κοινοπραξία με ελληνικές τράπεζες συνήθως) που είχαν υποβάλει, το 1965, προτάσεις να δημιουργήσουν ιδωτικά δίκτυα, τα οποία όμως- όπως ρητά ανέφεραν όλοι οι φάκελοι που υποβλήθηκαν- θα παραχωρούσαν στην ελληνική κυβέρνηση τον έλεγχο και την εποπτεία των ειδήσεων και της ενημέρωσης.
Η ειρωνεία είναι πως η τελική απόφαση ελήφθη στις 20 Απριλίου, την ίδια ώρα που στο γραφείο του στρατηγού Ζωιτάκη άναβε το πράσινο φως για το πραξικόπημα. Η τηλεόραση στην Ελλάδα γεννήθηκε στα χέρια μιας δικτατορίας. Κατ εικόνα και ομοίωσή της. Όπως ακριβώς είχε γεννηθεί και το ραδιόφωνο, στα χέρια της δικτατορία του Μεταξά.
Ο Μεταξάς είχε κι αυτός μπει στον πειρασμό να ξεκινήσει η ραδιοφωνία στην Ελλάδα ως ημι-ιδιωτική. Είχε υπογράψει συμφωνία με την Siemens (ω ναι, είναι παλιά ιστορία!) ώστε η γερμανική εταιρεία να αναλάβει την δημιουργία ραδιοφωνικού πρώτα και τηλεοπτικού σταθμού αργότερα, με δικαίωμα να εισποράτει συνδρομή 520 δραχμών το χρόνο από τους ιδιοκτήτες ραδιοφωνικών δεκτών. Η συμφωνία ματαιώθηκε μετά από βρετανικές πιέσεις και τον Μάρτιο του 1938 ξεκίνησε εκπομπές η Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών- ο πρόγονος της ΕΡΤ.
Στον ιδρυτικό νόμο (541/1937) προβλεπόταν ο πλήρης πολιτικός έλεγχος των ραδιοφωνικών εκπομπών με ειδική πρόβλεψη μάλιστα να διοριστεί υπάλληλος της αστυνομίας με ρόλο λογοκριτή και με δικαίωμα «να διενεργεί εξέτασιν επί πάσης πράξεως αποβλεπούσης προς αντεθνικήν προπαγάνδαν εκ μέρους του προσωπικού»! Έτσι δημιουργήθηκε μια παράδοση που, με μικρά φωτεινά διαλείμματα, συνεχίστηκε δεκαετίες ολόκληρες.
Για λίγους μήνες, μετά την απελευθέρωση, η μεταξική κληρονομιά έμοιαζε νεκρή. Τον Ιούνιο του 45 ιδρύθηκε το ΕΙΡ, το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Ο Γιώργος Σεφέρης ήταν μέλος του πρώτου ΔΣ, ο Νίκος Καζαντζάκης μέλος του πρώτου γνωμοδοτικού συμβουλίου. Και στην πρώτη του δημόσια ανακοίνωση το ΕΙΡ παρουσιαζόταν ως μια «αποκεντρωμένη αυτοτελής δημόσια υπηρεσία...υπεράνω και ανεαρτήτως πάσης κομματικής επιρροής». Ένα χρόνο αργότερα, το 1946, με τον εμφύλιο επί θύραις, ο νόμος άλλαξε, το ΔΣ άλλαξε και ένα ειδικό άρθρο έδινε στον Υπουργό Τύπου δικαίωμα προληπτικής λογοκρισίας. Κι έτσι συνεχίστηκαν τα πράγματα.
Το 1948, όταν άρχιζαν οι συζητήσεις για το νέο Σύνταγμα, ο εισηγητής της πλειοψηφίας Β. Στεφανόπουλος, έλεγε: «Θα ήτο ηλίθιον το κράτος το οποίον θα παρείχε, προς τον σκοπόν της ανατροπής του, το δικαίωμα της ελευθερίας του Τύπου». Και το 1957, ο νέος νόμος περί ΕΙΡ προέβλεπε πως «ο Υπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως δυναται να ζητήση όπως τα προγράμματα εκπομπών και τα σχετικά κείμενα πάντων των σταθμών υποβάλλωνται αυτώ προς έγκρισιν»! Κι ήταν τόσο καταθλιπτικός ο κυβερνητικός έλεγχος ώστε ακόμη και μια φιλική προς την τότε κυβέρνηση Καραμανλή εφημερίδα, η Καθημερινή, να γράψει, με την υπογραφή της Ελένης Βλάχου μάλιστα: «Είναι περίεργο να σκεφθή κανείς ότι όταν ο τόπος ευρίσκετο υπό κατοχή, το μόνο ελεύθερο μηχάνημα ήταν το ραδιόφωνο, ενώ αντιθέτως τώρα που ο τόπος είναι ελεύθερος, αυτό ζη σχεδόν υπο δικτατορίαν».
Έτσι το παρέλαβε η κανονική δικταροία το 1967, καθώς και την εμβρυακή τηλεόραση, και τα έφερε με ευκολία στα μέτρα της. Κι όταν η δικτατορία κατέρρευσε, μετά το έγκλημά της στην Κύπρο, το φωτεινό διάλειμμα ήταν αντίστοιχης διάρκειας με εκείνο του 1945. Ο Οδυσσέας Ελύτης ανέλαβε Πρόεδρος του ΔΣ, ο Δημήτρης Χορν Γενικός Διευθυντής και ο Παύλος Μπακογιάννης αναπληρωτής του. Παραιτήθηκαν όλοι, μετά από λίγους μήνες. Όπως και ο Μάνος Χατζιδάκις, που ανέλαβε το 1975 υπεύθυνος εκπομπών στην ραδιοφωνία.
Η «κομματική χειραγώγηση του ΕΙΡΤ» ήταν μία από τις αιχμές της κριτικής του Ανδρέα Παπανδρέου προς τις κυβερνήσεις Καραμανλή. «Αυτό που γίνεται με την τηλεόραση είναι καθαρός ολοκληρωτισμός» είχε πει τον Μάιο του 1977. Μα όταν ο ίδιος, ως πρωθυπουργός πια βρεθηκε για πρώτη φορά με μια ελαφρώς «ανυπάκουη» ηγεσία στην ΕΡΤ, σε συνθήκες πολιτικής αναταραχής, το 1985, την καρατόμησε και δικαιολόγησε την παρέμβασή του με την αξιομνημόνευτη δήλωση: «Όσοι διορίζονται στις διοικήσεις της τηλεόρασης θα πρέπει να εφαρμόζουν την πολιτική της κυβέρνησης και όχι κάποια δική τους. Κι αυτό γιατί οι ίδιοι δεν εκπροσωπούν τίποτα, αφού αντλούν την εξουσία τους από την επιλογή και την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης που τους διορίζει».
Και κάπως έτσι, με τον έλεγχο κάποτε ασφυκτικότερο και κάποτε χαλαρότερο συνεχίστηκαν τα πράγματα. Ακόμη και μετά την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης, το 1989. Ακόμη κι όταν η Ελλάδα αποδείχθηκε η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα στην οποία η κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην τηλεόραση, οδήγησε στον σχεδόν αφανισμό του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα. Οι κυβερνήσεις θεωρούσαν δικαίωμά τους να εχουν μια περισσότερο η λιγότερα διακριτικά πειθαρχημένη ΕΡΤ. Μέχρι τον Ιούνιο του 2013, όταν μια κυβέρνηση αποφάσισε ότι από μια μη πειθαρχημένη ΕΡΤ είναι καλύτερη μια κλειστή ΕΡΤ
.
Η διακοπή της λειτουργίας της ΕΡΤ, τον Ιούνιο του 2013 έκανε την συζήτηση περί δημόσιας τηλεόρασης να επικεντρωθεί σε θέματα κόστους, δαπάνης, αμοιβών, σπατάλης, σκανδάλων. Αλλά εκείνο που διαφοροποιεί την ελληνική δημόσια ραδιοτηλεόραση, διαχρονικά, από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, δεν είναι το ύψος του κόστους της, αλλά ο ανυπόφορος βαθμός της πολιτικής της εξάρτησης. Το μέγα θέμα της ελληνικής δημόσιας ραδιοφωνίας και τηλεόρασης είναι, από το 1938 κι ύστερα, η ανεξαρτησία τους, η πραγματική και κατοχυρωμένη αυτοτέλειά τους έναντι της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας. Κοντά δύο χρόνια αργότερα κι ενώ ένα νομοσχέδιο περί ΕΡΤ είναι ξανά στον αέρα, το πρωτεύον αντιμετωπίζεται ξανά ως δευτερεύον. Και προσπερνιέται δι ολίγων...
(Τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο «Ο Φερετζές και το πηλήκιο- το πολιτικό μυθιστόρημα της ελληνικής τηλεόρασης», εκδόσεις Μεταίχμιο)