Η Χώρα μας, εξαιτίας της θέσης της στο χώρο όπου συγκλίνουν δύο τεκτονικές πλάκες, παρουσιάζει ποικιλία γεωμορφών και γεωτόπων με ιδιαίτερη αισθητική, οικολογική και πολιτιστική αξία για την παγκόσμια επιστημονική έρευνα.
Η ανάδειξη των μορφών αυτών και γενικότερα της γεωλογικής ιστορίας κάθε περιοχής, η σχέση της με το περιβάλλον, τον πολιτισμό, είναι μια συνιστώσα, που δεν πρέπει να λείπει από την προσπάθεια ανάπτυξης της κάθε περιοχής. Μπορούμε για παράδειγμα, να μιλάμε για την τουριστική αξιοποίηση της Νισύρου και να μη συμπεριλαμβάνουμε την γεωκληρονομιά του νησιού που οφείλεται αποκλειστικά σχεδόν στο ηφαίστειο; Μπορούμε να μιλάμε για τη Σαντορίνη και το ηλιοβασίλεμα από τα Φυρά και το Ημεροβίγλι και να αγνοούμε την Καλντέρα και την πλούσια ηφαιστειακή της ιστορία; Να μην γνωρίζουμε τη γεωλογική ιστορία της Mήλου και να αναφερόμαστε μόνο τις όμορφες ακρογιαλιές και τα μηλέικα πιτάρια της; Το ίδιο ισχύει για το Λαύριο, τη Σέριφο, τη Χαλκιδική, τη Θάσο, τη Λέσβο, τα Γρεβενά, την Κρήτη, την Πελοπόννησο, την Ηπειρο κλπ. όπου εντοπίζονται χώροι που μπορούν να αποτελέσουν σημεία ανάδειξης της φυσικής γεωλογικής ομορφιάς, φυσικά μνημεία του τόπου αλλά και της ανθρωπότητας.
Χάος Λαύριο, η δολίνη που συμπεριλαμβάνεται στις Γεωδιαδρομές Λαυρίου
Σαντορίνη Θηραϊκή Γη
Ηδη ορισμένοι χώροι από αυτούς έχουν συμπεριληφθεί στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Γεωπάρκων: το Απολιθωμένο Δάσος Λέσβου (2000), το Φυσικό Πάρκο Ψηλορείτη (2001), το Εθνικό Πάρκο Χελμού - Βουραϊκού (2009), η περιοχή του Εθνικού Δρυμού Βίκου - Αώου (2010) και το Γεωπάρκο της Σητείας Κρήτης (2015).
Γεωπάρκο Βίκου-Αώου
Τα γεωπάρκα αποτελούν το κορυφαίο εργαλείο γεωδιατήρησης που ξεκίνησε σαν δίκτυο συνεργασίας μεταξύ φορέων - διαχειριστών γεωλογικών μνημείων των διαφόρων ευρωπαϊκών περιοχών, με στόχο να συμβάλει στην τοπική ανάπτυξη των περιοχών αυτών μέσω της ανάπτυξης του γεωτουρισμού. Οι βασικές αρχές λειτουργίας και τα ποιοτικά πρότυπα που υιοθετήθηκαν, εφαρμόζονται σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο μέσω του Παγκόσμιου Δικτύου Γεωπάρκων (GGN) υπό την αιγίδα της UNESCO.
Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, υφίσταται αρκετή κινητικότητα για την ανάδειξη της γεωλογικής κληρονομιάς και τη διαχείριση των γεωτόπων, κυρίως μέσω του έργου του ΙΓΜΕ. Το έργο αυτό είναι πολυδιάστατο και αφορά: προσπάθεια συστηματικής καταγραφής γεωτόπων με κριτήρια τη γεωεπιστημονική, εκπαιδευτική ή τουριστική τους αξία, ταυτοποίηση γεωδιαδρομών, ανάδειξη κι ένταξη Γεωπάρκων στο παγκόσμιο και Ευρωπαϊκό δίκτυο, επιλογή περιοχών ως δυνητικών γεωπάρκων κ.α.
Επίσης έχει δημιουργηθεί έναν ενδιαφέρον σύστημα GIS όπου παρουσιάζονται τόσο τα γεωχωρικά δεδομένα όσο και μεταδεδομένα και πληροφορίες για τα ευρωπαϊκά/ελληνικά γεωπάρκα αλλά και τις ελληνικές γεωδιαδρομές/γεωτόπους που έχει ερευνήσει το ΙΓΜΕ. Tο σύστημα GIS είναι διαθέσιμο παρακάτω:
- Άτλαντας των γεωτόποων της Ελλάδας
Παρά την ενδιαφέρουσα προσπάθεια που προαναφέρθηκε, η αλήθεια είναι ότι συχνά, οι περιοχές αυτές με τις πολύτιμες πληροφορίες για το μακρινό γεωλογικό αλλά και μεταλλευτικό παρελθόν καταστρέφονται ανεπανόρθωτα από άγνοια και έλλειψη εθνικής πολιτικής στο θέμα αυτό.
Δυστυχώς αν ανατρέξουμε στο εθνικό θεσμικό πλαίσιο, δεν υφίστανται ειδικές διατάξεις προστασίας περί γεωκληρονομιάς κι ακόμη ειδικότερα περί θεσμοθέτησης, ανάδειξης και προστασίας γεωπάρκων. Η περιβαλλοντική νομοθεσία αναφέρεται στο γεωπεριβάλλον αποσπασματικά και σχεδόν περιθωριακά, εντός των διατάξεων που αφορούν κυρίως δάση, αρχαιολογικές θέσεις ή μνημεία πολιτισμού και έχουν μια γενική, καθόλου εξειδικευμένη, διατύπωση. Εξαίρεση αποτελεί η Διεθνής Σύμβαση της UNESCO για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς (ενσωματώθηκε με τον Ν.1126/1981) που αναφέρεται σαφώς σε γεωλογικές θέσεις, πράγμα που στη συνέχεια δεν είχε κάποια συνέχεια καθότι στην "εν τοις πράγμασι" εφαρμογή του νόμου, η πλειονότητα των θέσεων προστασίας επελέγησαν με πολιτιστικά κριτήρια, παρά τις σαφείς προθέσεις της Σύμβασης περί ισορροπίας στην επιλογή μεταξύ φυσικών και πολιτιστικών θέσεων.
Με τον Ν. 3937/11 για την διατήρηση της βιοποικιλότητας έγινε ένα θετικό βήμα προς την αποσαφήνιση των γεωπεριβαλλοντικών εννοιών ενώ το μετέπειτα σχέδιο Εθνικής Στρατηγικής για τη Βιοποικιλότητα (με ορίζοντα μέχρι το 2020) προσέθεσε στις προτάσεις του, σχετικά με την προστασία του τοπίου, την αναγκαιότητα διατήρησης των γεωτόπων και της βιολογικής ποικιλότητας (ΥΠΕΚΑ, 2014).
Συγκεκριμένα, στο σχέδιο αυτό αναγνωρίζεται ότι τα τοπία, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι γεώτοποι και η παλαιοντολογική βιοποικιλότητα, αποτελούν σημαντικό μέρος της ποιότητας ζωής των ανθρώπων και κρίνεται απαραίτητη η διατύπωση Εθνικής Πολιτικής Τοπίου, η οποία θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τη Σύμβαση για το Τοπίο της ΕΕ (κυρώθηκε με τον Ν. 3827/2010) και να ενσωματωθεί σε όλες τις τομεακές αναπτυξιακές πολιτικές. Η προσέγγιση της προστασίας γεωλογικής κληρονομιάς, μέσω της προστασίας του τοπίου, είναι ενδιαφέρουσα και σημαντική, εντούτοις, δεν είναι αρκούντως εξειδικευμένη ώστε να αποτελεί ένα ισχυρό εργαλείο που θα οδηγήσει σε αποτελεσματική προστασία. Περαιτέρω, στην Εθνική Πολιτική Αξιοποίησης των Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΟΠΥ) της Χώρας, η οποία σημειωτέον δεν έχει θεσμοθετηθεί ακόμη, επίσης δεν υφίσταται αναφορά στην αναγνώριση της γεωλογικής χρησιμότητας του τόπου και την προστασία του κατά την εκμετάλλευση των ορυκτών πρώτων υλών.
Όπως ευκόλως αντιλαμβάνεται κανείς, όλα τα ανωτέρω δεν αποτελούν ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο προστασίας της γεωκληρονομιάς, Εθνική Πολιτική, η οποία αποτελεί ακόμη ζητούμενο για τον τόπο μας. Ειδικότερα για τα γεωπάρκα που εντάσσονται στο σύστημα της Unesco, απλά υφίσταται μια προσέγγιση εμπνευσμένη από την προστασία των πολιτιστικών μνημείων παγκοσμίου κληρονομιάς, ενώ κάτι αντίστοιχο ισχύει και στα Ευρωπαϊκά και Διεθνή πλαίσια. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι έχουν την τιτλοδότηση, αλλά καμία ουσιαστική νομική κατοχύρωση, ενώ παράλληλα δεν διέπονται από σαφείς και καθορισμένους τρόπους λειτουργίας.
Εξάλλου, το ΙΓΜΕ, ως υπεύθυνος σύμβουλος της πολιτείας και στα ζητήματα αυτά, παρότι έχει -όπως προαναφέρθηκε- διαχρονικά να επιδείξει σημαντικό έργο με την εκπόνηση ολοκληρωμένων διαχειριστικών σχεδίων για την συστηματική καταγραφή και ανάδειξη της γεωκληρονομιάς, εντούτοις, δεν έχει προτείνει εθνική πολιτική προς την πολιτεία για το θέμα αυτό. Πολιτική με συγκεκριμένους άξονες και περαιτέρω εξειδίκευση με στοχευμένες ενέργειες τόσο σε θεσμικό όσο και σε αναπτυξιακό επίπεδο.
Εν κατακλείδι, η προστασία της Γεωκληρονομιάς έχει σε μεγάλο βαθμό αφεθεί στην τύχη της και στις αποσπασματικές προσπάθειες υπηρεσιών ή περιστασιακά εμπλεκομένων φορέων της πολιτείας, κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης, καθώς και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αντιστοίχως, η ανάδειξη των γεωπάρκων επαφίεται στην καλή διάθεση και συνεργασία των εμπλεκόμενων τοπικών φορέων, χωρίς, όμως, να υφίσταται καμία νομική δέσμευση προστασίας, ενώ σε οικονομικό επίπεδο η επιβίωσή τους εξαρτάται από τις επιδοτήσεις που τυχόν λαμβάνουν από Ευρωπαϊκά προγράμματα.
Οφείλουμε να εστιάσουμε στο ζήτημα της ανάδειξης και προστασίας της γεωκληρονομιάς αναπτύσσοντας εθνική πολιτική. Όχι μόνο για λόγους δεοντολογικούς κι επιστημονικούς ή για να καλύψουμε το υφιστάμενο κενό. Αλλά κυρίως επειδή η πολιτική αυτή και η προώθηση μέσω αυτής του «γεωτουρισμού» μπορεί να αποτελέσει προσοδοφόρα μορφή εναλλακτικού τουρισμού που εμπλέκει θετικά τους τοπικούς πληθυσμούς με τη γεωκληρονομιά και τη μεταλλευτική ιστορία του εκάστοτε τόπου.