Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Λίγο μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο, ο Ν. Καζαντζάκης, νέος δικηγόρος τότε, αποκτά τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του λιγνιτωρυχείου της Πραστοβά στην Στούπα της Μεσσηνιακής Μάνης, λίγο μετά την Καρδαμύλη, σημερινός δήμος Δυτικής Μάνης.
Ο Καζαντζάκης προσλαμβάνει τον Γιώργη (τον μετέπειτα Αλέξη και λογοτεχνικό ήρωα του γνωστού βιβλίου του) Ζορμπά ως αρχιεργάτη και εμπειρικό μεταλλειολόγο με σκοπό την εκμετάλλευση του λιγνιτωρυχείου.
Έχουν γραφτεί πολλά για τη σχέση του Καζαντζάκη με τον Ζορμπά, την προσωπικότητα του Ζορμπά της τέχνης και του Ζορμπά της ζωής, ειδικά μετά την μεγάλη επιτυχία της ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη (1964) που μετέφερε στην μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». Κι άλλα τόσα για τις επιλογές του, από τη φιλοσοφία (γιατί η μπερξονική έκφραση της ζωτικής ορμής που ξεχειλίζει στον ήρωα σε σχέση με τη νιτσεϊκή πνευματικότητα) μέχρι την γεωγραφική και τοπωνυμιακή ανάλυση (γιατί η Κρήτη και όχι η Μάνη)...
Εκείνο που δεν είναι γνωστό και ουδέποτε αναλύθηκε εμπεριστατωμένα είναι η σχέση του Καζαντζάκη με την μεταλλεία, με την υπερβατικότητα και το μαξιμαλισμό που την χαρακτηρίζει σε συνδυασμό με την ιδεολογική ταυτότητα του έργου του μεγάλου συγγραφέα.
Γιατί αλήθεια ο Καζαντζάκης πήγε και σκάλωσε δύο ολόκληρες χρονιές (από το φθινόπωρο του 1916 μέχρι το καλοκαίρι του 1918) σε αυτή την όμορφη πλην όμως απομονωμένη γωνιά του τόπου μας;
Και δεν έστησε μόνο γαλαρίες και γραφεία για να παρακολουθεί την πρόοδο της εξόρυξης του κάρβουνου, μια εξόρυξη που δεν υποσχόταν και πολλά. Έστησε ακόμη παράγκες και έμενε σε σπηλιές στην όμορφη παραλία της Καλόγριας, δίπλα στο κύμα για να μπορεί να μελετά και να γράφει όταν είχε πολύ ζέστη στο μικρό σπιτάκι του Ανδρέα Εξαρχουλέα, όπου έμενε τον υπόλοιπο καιρό. Γιατί αλήθεια; Και γιατί επέμεινε επί τόσο πoλύ χρόνο για κάτι που από την αρχή δεν φαινόταν να περπατάει; Kαλούσε μάλιστα εκεί ανθρώπους της τέχνης και των γραμμάτων, όπως ο Αγγελος Σικελιανός, η Εύα Πάλμερ, η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κυβέλη και φυσικά η Γαλάτεια Kαζαντζάκη, των οποίων η παρουσία τάραξε έντονα την περίκλειστη τοπική κοινωνία, ειδικά των γυναικών, γιατί ήταν οι πρώτες γυναίκες που κάπνιζαν και έκαναν μπάνιο στα νερά της Καλόγριας με μαγιό [1]...
Μήπως πήγε μόνο και μόνο για να βγάλει λεφτά από την εξόρυξη, να γλιτώσει από τις υλικές ανάγκες ώστε στο μέλλον να μπορεί να ασχοληθεί απερίσπαστος με τις πνευματικές του αναζητήσεις [4]; Αυτός ο «τραγικός» ουτοπιστής δονκιχώτης που ποτέ δεν νοιάστηκε για τον πλούτο [7];
Mήπως, τον συνεπήρε η προσωπικότητα του Ζορμπά, του πρωτόγονου γλεντζέ και χαροκόπου αυτού αντίποδά του, στον οποίο έβλεπε το δικό του alter egο; Του Ζορμπά που -όπως έλεγε- είχε την πρωτόγονη ματιά, αυτήν που χρειάζεται ένα καλαμαράς για να σωθεί;
Όμως ο Ζορμπάς της ζωής ήταν ένας απλός (αν όχι απλοϊκός) άνθρωπος που σε όλη τη ζωή του τον απασχολούσαν η ανακάλυψη και εκμετάλλευση των μεταλλείων. Ένας χρυσοθήρας, ένας ορυκτοθήρας, ένας έλληνας γκαριμπέιρο. Η μανία του αυτή τον έκανε να ζει σε διαρκή μετακίνηση και για αυτό είχε σκορπίσει σαν ο λαγός τα (εννέα) παιδιά του [3]...Ξεκίνησε από το Λίσμπορο (τη σημερινή Στρατονίκη) όπου βρήκε δουλειά στο μεταλλείο του Μάντεμ Λάκκου επί Γαλλο-οθωμανικής εταιρείας, μάλιστα εκεί τον προσέλαβε ο μελλοντικός πεθερός του, ο Γιάννης Καλκούνης. Ειδικεύτηκε επί σειρά ετών σε όλες τις δουλειές του μεταλλείου, δούλεψε διαδοχικά ως ορύκτης, ξυλοδέτης, λαγουμιτζής, ανιχνευτής μετάλλων. Όταν το μεταλλείο του Μάντεμ Λάκκου έκλεισε, ο Ζορμπάς μετά από σύντομες περιπλανήσεις ανά την Ελλάδα (όπως ήταν κι αυτή στο λιγνιτορυχείο στην Πραστοβά της Μάνης και όχι φυσικά της Κρήτης, όπως έγραψε λογοτεχνική αδεία ο μεγάλος συγγραφέας, η οποία Κρήτη όμως -παρεμπιπτόντως- δεν διαθέτει ούτε διέθετε ποτέ λιγνιτωρυχεία), βρέθηκε στην Σερβία, πάλι κάνοντας την ίδια δουλειά, όπου και έμεινε ως το τέλος της ζωής του, από το 1926 ως το 1941 [2]. Στη Σερβία, σημερινά Σκόπια, εκμεταλλεύτηκε ένα ορυχείο λευκολίθου πού ήταν αποδοτικό, ενώ διατηρούσε και άλλο ιδιόκτητο λιγνιτωρυχείο[3].
Στη Σερβία και το μεταλλείο λευκολίθου τον «βρίσκει» ο Καζαντζάκης όταν γράφει προλογίζοντας το μετέπειτα ομώνυμο περί Ζορμπά μυθιστόρημα: «Θυμούμαι εκείνο το ίδιο βράδυ έλαβα το τηλεγράφημα του Ζορμπά από τη Σερβία»:
«Ελα αμέσως. Βρήκα πέτρα ωραιότατο πράσινο χρώμα»... Και συνεχίζει:
«Στην αρχή θύμωσα. Εκατομμύρια άνθρωποι εξευτελίζονται και γονατίζουν γιατί δεν έχουν ένα κομμάτι ψωμί να στυλώσουν την ψυχή τους, Και να, ένα τηλεγράφημα να φύγεις για να δεις μια πράσινη πέτρα!»
Μια πράσινη πέτρα λοιπόν. Ενα λιγνιτωρυχείο, που «πήγε κατά διαβόλου, μια πρόφαση μάλλον». Κι ένας καρδιακός φίλος, ο ζορμπάς της ζωής, πλην όμως χρυσοθήρας!
Μήπως λοιπόν και ο Καζαντζάκης ήταν ένας ορυκτοθήρας με την ευρύτερη έννοια του όρου; Που επιζητεί την υπέρβαση αυτή που προσφέρει η μεταλλεία και η αναζήτηση των σπανίων ορυκτών, η αναζήτηση του αγνώστου, του μεγάλου, του ασυνήθιστου, του δυσκολόπαρτου, του επικίνδυνου, του υπεράνθρωπου κι αδυνάτου ενίοτε...Πολλές φορές έχω ντραπεί μέσα μου, γράφει ο ίδιος, γιατί δεν έκαμα ό,τι η ανώτατη μέσα μου παραφροσύνη -η ουσία της ζωής-μου φώναζε να κάμω.. Κι ο Ζορμπάς της τέχνης τον «έψεγε» για τον ίδιο λόγο, «Μπορούσες και συ, κακομοίρη, μια φορά στη ζωή σου να δεις μιαν όμορφη πέτρα και δεν την είδες...».
Δειλία, μανιακή φιλοδοξία, τραγική ακροβασία πάνω από το χάος; Μήπως η «μεταλλεία» ήταν κι αυτή μια πρόφαση για κάποιον που ό,τι δεν μπορούσε να αγγίξει στη ζωή το δημιουργούσε καταπώς τ' άρεσε στα γραφτά του[7];
Ίσως την απάντηση στο ερώτημα δίνει η τελευταία αποστροφή του προλόγου του μεγάλου συγγραφέα στο βιβλίο του:
«Αφρική, περιπέτεια, γυναίκα, πράσινη πέτρα! Να ξεπουλήσεις όλα τα τιποτένια μικρά πετράδια, -τις μέτριες αρετές, τις φρονιμάδες, τις ευτυχίες-για να αγοράσεις το μεγάλο μαργαριτάρι!».
[2] Γιάννη Αναπλιώτη: «Ο αληθινός Ζορμπάς και ο Νίκος Καζαντζάκης», εκδ. Δρόμων, Αθήνα 2003, σελ. 256.
[3] Συνέντευξη με τον Μάρκο Αυγέρη: O Ζορμπάς της ζωής και ο Ζορμπάς της τέχνης, Εφ. Αυγή, 21.3.1965.
[4] Ν. Καζαντζάκης: Ο άνθρωπος, ο δημιουργός, ο ιδεολόγος, Συλλογικό Εργο. Εκδ. Ελευθεροτυπίας, Αθήνα 2007, σελ.168.
[5] Αλέξης Ζορμπάς, Από τη Βικιπαίδεια.
[6] Αλέξης Ζορμπάς (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
[7] Zωγράφου Λιλή: «Νίκος Καζαντζάκης. Ένας τραγικός». Εκδ.Αλεξάνδρεια, 1997, σελ.320.