O αείμνηστος καθηγητής Κων/νος Κονοφάγος στο περίφημο βιβλίο του για το Αρχαίο Λαύριο («Το Αρχαίο Λαύριο, 1980), που απετέλεσε και διαχρονικό έργο ζωής του, είχε κάνει μια εκτίμηση/πρόβλεψη στην οποία διαψεύστηκε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Πράγματι, στη σελ. 54 του βιβλίου, ο δάσκαλος έκανε την εκτίμηση ότι τα μεταλλεία του Λαυρίου «θα τύχουν και πάλι εκμεταλλεύσεως σε μερικά χρόνια, τόσο αυτά όσο και οι πλούσιες σε μεταλλικές αξίες μεταλλουργικές σκουριές».
Αυτή η αισιόδοξη άποψη ήταν και η γενικότερη φιλοσοφία των σύγχρονων με τον K. Κονοφάγο επιστημόνων της μεταλλείας αλλά και των επίγονων της προηγούμενης γενιάς για τα παλιά και μερικώς ανεξόφλητα μεταλλεία. Ίσως γιατί δεν είχαν «ενσωματώσει» εν τοις πράγμασι όλη την περιβαλλοντική «καταιγίδα», του ευρωπαϊκού (και όχι μόνον) δικαίου σχετικά με το περιβάλλον και την εξόρυξη. Που άλλαξε τα δεδομένα και τοποθέτησε πρωτίστως όχι το «Πώς» (δηλ. την μεθοδολογία με την οποία θα κάνουμε εξόρυξη και μεταλλουργία) αλλά το «εάν» (δηλ. εάν επιτρέπεται να κάνουμε εξόρυξη και μεταλλουργία). Θυμάμαι τον επίσης αείμνηστο καθηγητή Α. Φραγκίσκο, που όταν τον ρωτούσα για την ιστορική μεταλλευτική ταυτότητα της Σερίφου, δεν ήθελε να πάει κατευθείαν στο παρελθόν και να απεμπολήσει το παρόν δηλ. την δυνατότητα εκμετάλλευσης των ήδη ερευνημένων κοιτασμάτων αιματίτη κι μαγνητίτη καθώς και εκείνων του σεριφιώτικου γνευσίου.
Δυστυχώς και αυτός διαψεύστηκε από τα σημεία των καιρών. Είμαι βέβαιος, ότι αν σήμερα τους ετίθετο το γνωστό ζήτημα του ελληνικού χρυσού, αμφότεροι οι σπουδαίοι αυτοί καθηγητές δεν θα απεμπολούσαν τη δυνατότητα εξαγωγής του και θα έψαχναν εναγωνίως ως οιονεί ερευνητές να βρουν την καταλληλότερη μέθοδο για την εξαγωγή του, είτε με είτε χωρίς κυάνιο, είτε με πυρο- είτε με υδρο- είτε με -βιοϋδρο μεταλλουργία. Χωρίς ούτε λεπτό να σκεφτούν ότι υπάρχει και η μηδενική λύση. Αυτή η γενιά, αυτή η γενιά των δασκάλων, δεν θεωρούσε λύση την «μηδενική λύση», ούτε καν ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές!
Οι νεώτεροι μεταλλειολόγοι/μεταλλουργοί έχουν αρχίσει και προσαρμόζονται, όσο φυσικά αυτό είναι εφικτό, εφόσον δύσκολα παραδέχεται κανείς ότι αυτό που σπούδασε και εντρύφησε είναι a priori υπό αίρεση! Ο καθηγητής Δ. Καλιαμπάκος, σημερινός κοσμήτορας της Σχολής ΜΜΜ του ΕΜΠ, προσπαθώντας να ενισχύσει την πολλαπλή αξία του υπόγειου χώρου ως επιπλέον θετική παρεπόμενη πρόκληση της μεταλλείας έχει δηλώσει ότι το «μοντέρνο κοίτασμα είναι ο χώρος, ο υπόγειος χώρος». Όσο κι αν η δήλωση αυτή «φαίνεται» πως απεμπολεί εντέχνως και μόνο προσωρινά την αξία του ιδίου του κοιτάσματος, εντούτοις αποτελεί μια μετακίνηση από την φιλοσοφία της μεταλλείας της παλιότερης γενιάς.
Μια τέτοια χρήσιμη υπερβολή θα προσπαθήσω κι εγώ κάνοντας εντέχνως και αρκούντως «απερίσκεπτα» την δήλωση: «Το μέλλον της Μεταλλείας στην Ελλάδα, δεν είναι η ίδια η μεταλλεία. Τουλάχιστον για την σημερινή χρονική συγκυρία. Είναι η Μεταλλευτική Περιήγηση». Αφού για την ίδια την μεταλλεία καθίσταται όλο και πιο δύσκολη έως αδύνατη η γνωστή προτροπή «και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι..»
Πράγματι, υπάρχουν πολλές περιοχές στον τόπο μας με δυναμικό μεταλλευτικής περιήγησης. Οι περιοχές του Λαυρίου (μεταλλεία μολύβδου-αργύρου, εγκαταστάσεις μεταλλουργίας κλπ), η περιοχή των παλαιών λατομείων της Πεντέλης και του Διονύσου Αττικής, της Σερίφου (μεταλλεία σιδήρου και αιματηρά γεγονότα του 1916 στο Μεγάλο Λιβάδι και Κουταλά Σερίφου), της Χαλκιδικής (μεικτά θειούχα, Μαντεμοχώρια), της Μήλου (ορυχεία βιομηχανικών ορυκτών, θειωρυχεία, κλπ), της Εύβοιας (Λάρκο, Μαντούδι, Κάρυστος), της Φωκίδας (βωξίτης, μεταλλευτικό πάρκο Φωκίδος), της Νάξου (σμύριδα, περιοχή Μουτσούνα και εναέριο σύστημα μεταφοράς, Κούροι Νάξου), της Θάσου (προϊστορικά λατομεία ώχρας, ορυχεία καλαμίνας, λατομεία μαρμάρου στις Αλυκές) είναι ικανές να αποτελέσουν περιοχές μεταλλευτικής περιήγησης. Δεκάδες άλλοι τόποι με μικρότερη ίσως ιστορική ή μεταλλευτική σημασία θα μπορούσαν να αποτελέσουν επίσης μνημεία βιομηχανικής κληρονομιάς.
Στην έρευνα για τα «Ιστορικά Μεταλλεία στο Αιγαίο, 19-20ος αιώνας» η οποία παρουσιάστηκε σε επιστημονικό συνέδριο (Μήλος 2003) αλλά και στο βιβλίο βιβλίο «Ορυχεία στο Αιγαίο - Βιομηχανική αρχαιολογία στην Ελλάδα» (2009, εκδόσεις Μέλισσα) καταγράφτηκαν και ερευνήθηκαν πολυάριθμα ορυχεία και εξορυκτικές επιχειρήσεις (πάνω από 200) σε τουλάχιστον 38 νησιά του Αιγαίου (πλην Εύβοιας και Κρήτης). Επίσης καταγράφτηκαν και 118 συγκροτήματα επεξεργασίας των προϊόντων εξόρυξης. Αναφέρουμε ενδεικτικά: το μεταλλείο του Αγίου Μηνά στην Κίμωλο, τις λιμενικές εγκαταστάσεις στα Λουτρά της Κύθνου, το εργοστάσιο των θειωρυχείων στο Παλιόρεμα της Μήλου, το εργοστάσιο της «Ηφαιστος» νότια των Φηρών και οι σκάλες φόρτωση θηραϊκής γης στο Αθηνιό, στη Σαντορίνη. Και φυσικά τα νεοκλασικά στο Μεγάλο Λιβάδι Σερίφου και το Παλατάκι στα Λιμενάρια Θάσου, δύο εξαίρετα μνημεία αφημένα στη βουή του χρόνου... Τέλος, η Εύβοια διέθετε μεταλλευτικά κέντρα στη Λίμνη, στο Μαντούδι, στο Αλιβέρι και στην Κύμη, τα οποία αποτελούν ξεχωριστά κομμάτια της μεταλλευτικής ιστορίας (Γιώργος Κατσαμάγκος, «Η μεταλλευτική ιστορία της Εύβοιας», Αλιβέρι 2017).
Ενδεχομένως, αν εξαιρέσουμε ορισμένα από τα κορυφαία μνημεία που προαναφέρθηκαν, καθεμιά μικρή μονάδα δεν συνιστά αξιόλογο μνημείο ικανό για διάσωση. Το σύνολο όμως, το συνολικό δίκτυο των βιομηχανικών τόπων, αποτελεί κομμάτι της μεταλλευτικής ιστορίας του τόπου μας. Κατά την άποψή μας, τα επιμέρους τεχνικά έργα, οι μεταλλευτικές στοές, οι σκάλες φόρτωσης, τα διοικητήρια που αποπνέουν ιστορία, τα καμίνια, οι σιδηροδρομικές γραμμές, οι πυλώνες και ο λοιπός εξοπλισμός των εναέριων αποτελούν τεκμήρια άξια να διασωθούν.
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες η Βιοµηχανική Αρχαιολογία (Industrial Archaeology) και η ∆ιαχείριση της Βιομηχανικής Κληρονοµιάς (Heritage Management), δύο νέοι επιστηµονικοί κλάδοι, έχουν καταφέρει να «στεγάσουν» και να αναδείξουν αρκετούς ανάλογους χώρους με αποκορύφωμα τα θεματικά μουσεία του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς (πχ. Μουσείο Μαρμαροτεχνίας στην Τήνο) αλλά και το Πολιτιστικό Tεχνολογικό Πάρκο στο Λαύριο, το οποίο δηµιουργήθηκε από το µετασχηµατισµό του ιστορικού βιοµηχανικού συγκροτήµατος της πρώην Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου.
Εντούτοις, σε μεγάλο βαθμό, η μεταλλευτική μας κληρονομιά, δηλαδή ένα σημαντικότατο κομμάτι του τεχνικού μας πολιτισμού, βρίσκεται απαξιωμένη και εν κινδύνω. Το Λαύριο για παράδειγμα, που αποτελεί την επιτομή του μνημείου γεω-μεταλλευτικής κληρονομιάς και ένα εν δυνάμει «σχολείο εξέλιξης του τεχνικού πολιτισμού» που θα μπορούσε να φέρει σε επαφή τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές και κάθε πολίτη με το γεωλογικό/ μεταλλευτικό/ μεταλλουργικό περιβάλλον, εντούτοις, παραμένει ένας χώρος που λειτουργεί απολύτως αποσπασματικά στον τομέα αυτό. Οι φορείς της περιοχής, πέραν από αποσπασματικές εκδηλώσεις, δεν έχουν καταφέρει να επιτύχουν συνέργειες που θα δημιουργούσαν έστω και ένα «προϊόν» που θα αναδεικνύει τον τόπο με το αζημίωτο...
Αν εξαιρέσουμε το Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου (ΤΠΠΛ), που οι χώροι του διαχειρίζονται από το ΕΜΠ, όλοι οι λοιποί χώροι δεν εμπίπτουν σε κανένα καθεστώς/πλαίσιο για την φύλαξη καταρχήν και περαιτέρω την δυνατότητα εναλλακτικής αξιοποίησης, ακόμη και της απλής μεταλλευτικής περιήγησης, εφόσον το θεσμικό πλαίσιο δεν προβλέπει ρητά κάτι για το θέμα αυτό. Επιπλέον, ουδείς έχει νόμιμη πρόσβαση σε μεταλλευτικές στοές, εγκαταστάσεις, κλπ. που αποτελούν κυρίως δημόσιους «εξοφλημένους» μεταλλευτικούς χώρους, δηλ. παραχωρήσεις μεταλλείων που εξοφλήθηκαν και παρελήφθησαν (μαζί με τυχόν κτιριακές εγκαταστάσεις) από το ελληνικό δημόσιο. Όσα φυσικά από αυτά απέμειναν και δεν μοιράστηκαν δεξιά κι αριστερά σε ιδιώτες (!) την ταραγμένη περίοδο εκείνη που μπήκε το λουκέτο... Ακόμη και τα «οδοιπορικά» στα οποία δραστηριοποιούνται ορισμένοι φορείς και ιδιώτες, δεν διαθέτουν νομιμότητα, αντιθέτως είναι επικίνδυνα από άποψη ασφαλείας ειδικά αν συμπεριλαμβάνουν και περιήγηση μέσα στις μεταλλευτικές στοές των ορυχείων: στην Πλάκα, στην Εσπεράνζα, στην Λουίζα, στο Ιλάριο, στο Παρόν...
Η Πολιτεία οφείλει να διαμορφώσει το πλαίσιο για την προστασία, την φύλαξη και ανάδειξη των χώρων αυτών και ει δυνατόν την εναλλακτική αξιοποίησή τους με σκοπό την προώθηση του τουρισμού και του πολιτισμού. Ο εναλλακτικός τουρισμός (εκπαιδευτικός, συνεδριακός κλπ) ταιριάζει απολύτως στην περίπτωση αυτή ειδικότερα όταν δεν διακυβεύεται η ακεραιότητα αλλά αντιθέτως αναδεικνύει την μεταλλευτική ιστορία του εκάστοτε τόπου.
Εδώ θα πρέπει να κάνουμε έναν διαχωρισμό που θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις διαφορές. Εκτός από τα μνημεία της μεταλλευτικής/βιομηχανικής αρχαιολογίας, το historic mining, υπάρχουν και οι γεώτοποι και γενικότερα η γεωκληρονομιά, το geoheritage. Και αυτή πρέπει να προστατεύεται και αυτή πρέπει να αναδεικνύεται. Εντούτοις πρόκειται για κάτι διαφορετικό, τόσο ως προς την ερμηνεία, τις προδιαγραφές κατηγοριοποίησης όσο και ως προς τις μεθόδους ανάδειξης αλλά και το υφιστάμενο πλαίσιο (UNESCΟ, Ν. 3937/11). Βεβαίως, εδώ έχει δημιουργηθεί το εργαλείο των γεωπάρκων (Παγκόσμιο και Ευρωπαϊκό δίκτυο) το οποίο παρά τα προβλήματά του, έχει βοηθήσει σημαντικά στον τομέα ανάδειξης της γεω-κληρονομιάς.
Δυστυχώς στην περίπτωση της κατεξοχήν μεταλλευτικής κληρονομιάς, δηλ. των παλαιών μεταλλείων/ορυχείων που τερματίζουν τη λειτουργία τους, τα πράγματα είναι χειρότερα, το εθνικό θεσμικό πλαίσιο για εναλλακτικές χρήσεις μετά το κλείσιμο, κυριολεκτικά δεν υφίσταται, τόσο για μεταλλευτικούς όσο για λατομικούς χώρους. Και οι ελάχιστες περιπτώσεις αξιοποίησης, έχουν συντελεστεί με πρωτοβουλία των μεταλλευτικών εταιρειών που τυχόν συνεχίζουν τις εργασίες τους στην ίδια ή σε γειτονική περιοχή.
Για του λόγου το αληθές, οι κυριότερες περιπτώσεις των πρωτοβουλιών αυτών για ανάδειξη και εναλλακτική αξιοποίηση, είναι: α) το Vagonetto το οποίο στήθηκε πάνω στην εξοφλημένη στοά 850 που εξυπηρετούσε κάποτε (μέχρι το 1972) την υπόγεια εκμετάλλευση του βωξίτη στην περιοχή της Γκιώνας, προκειμένου να αναδείξει την ιστορία του βωξίτη και γενικότερα την μεταλλευτική τεχνική και ιστορία της Φωκίδας. β) η πίστα Moto-cross στη Μεγαλόπολη σε χώρο παλαιού ορυχείου λιγνίτη της ΔΕΗ ΑΕ με πρωτοβουλία της εταιρείας γ) η Miloterranean Geo Experience, ένα σύνθετο προϊόν που συνδυάζει γεω- διαδρομές αλλά και ξενάγηση στο ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον της νήσου Μήλου και το Μεταλλευτικό Μουσείο Μήλου, αλλά όπως τονίσαμε (και αυτό ισχύει και για το vagonetto), στηρίζεται στην πρωτοβουλία της ήδη υφιστάμενης ενεργής εξορυκτικής εταιρείας, η οποία έχει αναλάβει όλο το εγχείρημα.
Δυστυχώς, όταν κάτι εξοφληθεί, ειδικότερα για τους δημόσιους χώρους, είτε έχει παραλειφθεί εν συνεχεία από το ελληνικό δημόσιο είτε όχι, παραμένει εσαεί εξοφλημένος και αναξιοποίητος χώρος με καμία τύχη, καμία προοπτική. Κι αυτό καταρχήν επειδή ο ισχύον Μεταλλευτικός Κώδικας (ΜΚ, ΝΔ 210/1973 όπως ισχύει) δεν προβλέπει κάτι διαφορετικό. Οι χώροι αυτοί δεν προστατεύονται αντίθετα ρημάζουν και καταστρέφονται. Δείτε τι έχει γίνει τόσα χρόνια στη Σέριφο, στο Λαύριο, στη Θάσο που παρότι κορυφαία μνημεία μεταλλευτικής παρακαταθήκης, ουσιαστικά ρημάζουν στην απραξία και την λήθη...
Αυτό πρέπει να αλλάξει. Θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα της εναλλακτικής αξιοποίησης που θα παραχωρείται με διαγωνιστική διαδικασία ή και απευθείας υπό προϋποθέσεις. Με μια βασική κατά την άποψή μου γραμμή πολιτικής που θα πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα: να διατηρείται και να αναδεικνύεται -σε κάθε περίπτωση- η μεταλλευτική κουλτούρα, η μεταλλευτική ιστορία, ο τεχνικός μας πολιτισμός. Δεν θα κάνουμε τα μνημεία μας καφετέριες, εντούτοις μπορούν να φιλοξενούν και καφετέριες, όταν πληρούν τους βασικούς στόχους που τίθενται και την ανωτέρω αρχή. Από το να προσπερνάμε αβλεπί την καθημερινή σύληση της δημόσιας περιουσίας από διάφορους επιτήδειους καλύτερα να την εκμισθώσουμε επωφελώς αλλά και με όρους που θα την προστατεύουν και θα την αναδεικνύουν. Το διακύβευμα είναι πάντα το ίδιο, η λύση είναι επίσης πολύ γνωστή σε όλους αλλά σπανίως εφαρμοζόμενη ορθά και με win-win προοπτική.
Aνάλογη ρύθμιση πρέπει να γίνει και για τα λατομεία, όταν φυσικά αυτά είναι εξοφλημένα και δεν τίθεται θέμα επαναλειτουργίας τους. Και ακόμη όταν η όποια εναλλακτική δυνατότητα μετά την πρωτογενή χρήση συμβαδίζει με τα θεσμοθετημένα χωροταξικά και τις χρήσεις γης της εκάστοτε περιοχής. Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση του Αλούλα στον Διόνυσο Πεντέλης, το ανοικτό μουσείο λατομικής τέχνης που έχει διαμορφωθεί στα παλαιά λατομεία του Διονύσου αλλά και τα «νταμαροθέατρα» της Αττικής, δεν νομίζω να υπάρχουν άλλες περιπτώσεις που λατομεία αποδόθηκαν σε άλλες χρήσεις.
Γιατί άραγε τα λατομεία της Ανατολικής Αττικής (του Κορωπίου ή του Μαρκοπούλου κλπ) να μην μπορούν να αποτελέσουν εναλλακτικούς χώρους για αναψυχή ή χώρους εκδηλώσεων; Θυμίζω για παράδειγμα το πρώην λατομείο ασβεστολίθου στο Dalhala της βόρειας Σουηδίας που έχει μετατραπεί σε μια σκηνή μουσικών και λοιπών εκδηλώσεων παγκόσμιας εμβέλειας. Γιατί άραγε τα λατομεία στην Μήλο ή και αλλού να μην έχουν επίσης μια τέτοια δυνατότητα ; Γιατί τα λατομεία της Χασάμπαλης στην Θεσσαλία που μας κληροδότησαν τον Πράσινο Θεσσαλικό Λίθο ( Verde antico) ένα από τα πλέον φημισμένα πετρώματα της Ύστερης Αρχαιότητας (1ος αι. π.Χ. - 6ος αι. μ.Χ.) που «έντυσε» την Αγιά Σοφιά στην Κωνσταντινούπολη, τον Άγιο Μάρκο στην Βενετία, και πολλά άλλα μνημεία σε όλο τον κόσμο, να μην μπορούν να αποτελέσουν έναν πόλο έλξης επιστημονικού τουρισμού και βιομηχανικής αρχαιολογίας; Είναι καλύτερα αυτό που γίνεται σήμερα, δηλ., όλα τα ανενεργά λατομεία να προορίζονται κυρίως για χωματερές και απόθεση αποβλήτων (οικιακών, βιομηχανικών ακόμη και τοξικών). Ενώ την ίδια στιγμή διενεργείται σε αυτά και παράνομη λατόμευση;
Για όσους αναρωτιούνται φέρνοντας ως παράδειγμα τα «νταμαροθέατρα», οι εξαιρέσεις των παλιών λατομείων που «θεατροποιήθηκαν» (Κατράκειο θέατρο, Θέατρο Βράχων Μελίνα Μερκούρη, θέατρο Πέτρας) αποτελούν ειδικές περιπτώσεις που επιλήφθηκαν οι οικείοι Δήμοι. ο τέως Οργανισμός Αθήνας και το Υπουργείο Πολιτισμού και δεν σχετίζονται με την μεταλλευτική/λατομική νομοθεσία.
H λησμονιά και η λήθη δεν ταιριάζουν στην Ελληνική Μεταλλεία, όπως γενικότερα δεν ταιριάζουν στον Πολιτισμό μας. Από τις πρώτες εξορυκτικές προσπάθειες που έχουν εντοπιστεί σε όλη την Ευρώπη και είναι η εξόρυξη της ώχρας στη Θάσο (θέση Τζίνες, προϊστορική εποχή) και του αργυρούχου μολύβδου στο Θορικό (αρχαίες στοές πάνω από 3000 χρόνια πΧ) μέχρι το πρόσφατο μεταλλευτικό παρελθόν του 19ου και 20ου αιώνα. Η ύπαρξη του κατάλληλου προς τούτο θεσμικού πλαισίου για την διατήρηση και ανάδειξη κρίνεται εξαιρετικά σημαντική. Όπως κάποτε με τον νόμο του 1861 και μέσα σε μία δεκαετία αναγεννήθηκε η μεταλλευτική δραστηριότητα στον τόπο μας και είχαμε τη χρυσή εποχή των μεταλλείων (1870-1907), είναι καιρός να διαμορφώσουμε ένα νέο πλαίσιο που θα επιτρέπει να μην χαθούν τουλάχιστον τα χνάρια και η ακεραιότητα αυτής της παρακαταθήκης. Λεφτά... υπάρχουν, ή -κι αν δεν υπάρχουν- θα βρεθούν. Το ζήτημα είναι να μη χάσουμε το όνειρο...