Ένας πολύς σπουδαίος άνθρωπος έφυγε πρόσφατα από τη ζωή. Αναφέρομαι στον νομπελίστα φιλόσοφο και συγγραφέα Ελί Βιζέλ που βρέθηκε παιδί δεκαπεντάχρονο πρώτα στο Άουσβιτς και μετά στο Μπούχενβαλντ για να επιζήσει μόνος με δύο ακόμα από τα πέντε αδέλφια του από την κρεατομηχανή των Ναζί και να τάξει στο εξής όλο του το «είναι» στη μάχη κατά του «βασιλείου του σκότους», όπως αποκαλούσε το ναζιστικό σχέδιο εξόντωσης των έξι εκατομμυρίων Εβραίων της Ευρώπης.
Μοναχικός μαχητής στην αρχή, αφού κανείς δε μιλούσε επί δεκαετίες για την ανείπωτη θηριωδία που μεσολάβησε, αυτή τη «μαύρη τρύπα» στην ιστορία της ανθρωπότητας, το Άουσβιτς, ο Ελί ξεκίνησε ως δημοσιογράφος στο Παρίσι να παλεύει με την πένα του το κακό γιατί πάντοτε πίστευε πως ένα ήταν το όπλο: η μνήμη. Αν η μνήμη των ανθρώπων ξεθώριαζε, τότε τα θύματα των ναζί θα πέθαιναν ξανά και για πάντα.
Είχε απόλυτο δίκιο. Διαβάστε πόσο προσεκτικά είχε συλλάβει το όλο σχέδιο ο νους των Γερμανών ναζί.
Σε μια από τις προφορικές μαρτυρίες επίσης επιζήσαντα των στρατοπέδων θανάτου, νεαρού τότε που τόλμησε με το θάρρος της νιότης του να απευθύνει το ερώτημα σ' έναν δεσμώτη του αξιωματικό των Ες Ες αν αναλογίσθηκε ποτέ τις συνέπειες που θα υφίστατο με τη λήξη του πολέμου, ο τελευταίος του είπε με βεβαιότητα των λεγομένων του: «Μια μέρα θα πείτε την ιστορία σας εκεί έξω, αλλά κανείς δεν θα σας πιστέψει. Θα σας κοροϊδέψουν. Ακόμα κι οι ουρανοί δεν θα θελήσουν να σας ακούσουν. Γιατί μπορεί να λέτε την αλήθεια, αλλά η αλήθεια αυτή θα ανήκει σε μερικούς τρελούς σαν και σένα, αν τελικά καταφέρεις να βγεις από την πόρτα του στρατοπέδου και όχι εκείνη», δείχνοντας την καμινάδα του πρώτου από τα πέντε κρεματόρια που δούλευαν νυχθημερόν στο Άουσβιτς-Μπίρκενάου ανεβάζοντας τον αριθμό των θυμάτων ακόμα και στις 20 χιλιάδες μέσα σε ένα 24ωρο, όπως συνήθιζαν οι αξιωματικοί του στρατοπέδου σε ξεχωριστές ημέρες για να ευχαριστήσουν τον Μινώταυρο που δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον Χίτλερ. Μία από αυτές τις ημέρες ήταν και η επέτειος των γενεθλίων του στις 20/21 Απριλίου που τα αρχεία του στρατοπέδου καταγράφουν τη θυσία χιλιάδων για να ευχαριστηθεί ο άρχοντας του σκότους.
Ο Ελί αγαπούσε της Ελλάδα, θαύμαζε τους Έλληνες για την ιστορία τους και τη γενναιότητα της ψυχής τους.
Αυτό το σκοτάδι πολέμησε σε όλη του τη ζωή ο Βιζέλ, τη σκιά του Θεού όπως αποκαλούσε τη φωτιά που έκαψε εκατομμύρια ανθρώπων. Δεν ήταν τυχαίος ο τίτλος του πρώτου του βιβλίου που έγραψε με παρότρυνση του Φρανσουά Μωριάκ και μεταφράσθηκε σε τριάντα γλώσσες, η περίφημη «Νύχτα» (La nuit). Έκτοτε έλεγε «γι' αυτό ζω, γι' αυτό επέζησα, για να γράψω για εκείνους που χάθηκαν μέσα στη νύχτα...».
Ακούραστος, δεν έπαψε ποτέ παρά την ηλικία του και τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, να διασχίζει θάλασσες και ηπείρους, κάθε γωνιά του πλανήτη για να σταθεί στο πλευρό αθώων που διώκονταν όπως στο Νταρφούρ, τη Ρουάντα, να μιλήσει έξω από τα δόντια για τη γενοκτονία των Αρμενίων, να μιλήσει για το δικό του πόνο, το ξερίζωμα των δικών του ανθρώπων στη Ρουμανία όπου γεννήθηκε για να ενηλικιωθεί και σπουδάσει Φιλοσοφία στο Παρίσι (μαθητής του Μάρτιν Μπούμπερ και του Σάρτρ) κι από εκεί να πολιτογραφηθεί Αμερικανός, τη χώρα στην οποία τελικά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως τα 87 του χρόνια που έφυγε από τη ζωή.
Ο Ελί αγαπούσε την Ελλάδα. Την τελευταία εικοσαετία βρέθηκε δυο φορές στη χώρα μας. Τη δεύτερη έφτασε άρρωστος και χρειάσθηκε να νοσηλευθεί στην εντατική μεγάλου νοσοκομείου. Είχα την ατυχία, αλλά και την τύχη να θεωρηθώ ύποπτη για τη νόσο των πτηνών όπως διαγνώσθηκε η πάθησή του, γιατί ήμουν η μόνη που αγκάλιασε και φίλησε κατά την υποδοχή του στο παλαιό αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Μοιράσθηκα μαζί του τρία μερόνυχτα. Τα πρώτα δύο μιλούσαμε αδιάκοπα και γι' αυτό μας απομάκρυναν. Βρίσκαμε όμως με κάθε αφορμή τον τρόπο να επικοινωνούμε. Κρυφοχαμογελούσε σαν άτακτο παιδί όταν ξεγελούσαμε τις νοσοκόμες. Σε ένα από τα σημειώματά του μου είχε γράψει: εδώ ξεγέλασα τους Γερμανούς και τον ίδιο τον θάνατο! Οι νοσοκόμες θα μου γλιτώσουν;
Ο Ελί αγαπούσε της Ελλάδα, θαύμαζε τους Έλληνες για την ιστορία τους και τη γενναιότητα της ψυχής τους. Έλληνας, άλλωστε, ήταν και ο θαλαμάρχης του στο Άουσβιτς, ο Τζάκυ Χανταλί από τη Θεσσαλονίκη. Το συνήθιζαν οι Γερμανοί αυτό. Ήταν άλλη μια σύλληψη της ναζιστικής ιδεολογίας. Να ταπεινώνουν τα θύματα ταυτίζοντάς τους με εξαρτήματα των μοχλών εξουσίας, όπως ήταν οι φύλακες των χώρων κράτησής τους.
Για τον Τζάκυ που ζει σήμερα στο Ισραήλ και ξανάνιωσε σαν απέκτησε ξανά τη χαμένη του ελληνική υπηκοότητα με νόμο του κράτους πριν μερικά χρόνια, γράφει λόγια ευγνωμοσύνης και στοργής προλογίζοντας χάριν φιλίας μας μία από τις τελευταίες εκδόσεις ΥΠΕΞ που συνέγραψα, με τίτλο «Έλληνες στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου».
Ο Ελί που ποτέ δε γέλασε, μόνο χαμογελούσε με μία μόνιμη θλίψη απλωμένη στο πρόσωπό του, μία αδύνατη φιγούρα με τον αριθμό Α-7713 στο μπράτσο και μειλίχια φωνή που τσάκιζε με το περιεχόμενό της, ο ακούραστος μαχητής της φωνής Εκείνου, ο βραβευμένος με 30 τίτλους και 19 διακρίσεις, ο υπέροχος πατέρας, σύζυγος της Έστερ Ρόουζ, φίλος και συνομιλητής πολλών ηγετών του κόσμου μας, δεν ήταν ο δικός μου Ελί.
Ο δικός μου Ελί ήταν εκείνος που με έμαθε μέσα από το σκοτάδι να ψάχνω το φως, να φροντίζω σαν τις νοσοκόμες του θαλάμου της εντατικής τη μνήμη των ανθρώπων, να μην το βάζω κάτω και να μην απογοητεύομαι, και το σπουδαιότερο, να μη φοβάμαι ακόμα κι όταν «φυσούν άνεμοι τρέλας» (the winds of madness, τα λόγια του) όπως στις μέρες μας ξανά.