Το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών είναι λεπτό, πολυδιάστατο και σαφώς χρίζει ενδελεχούς ανάλυσης. Είναι πράγματι πολλά αυτά τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη πριν αποφασίσουμε για το αν μας αρέσει η απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ για τέσσερις και μόνο τέσσερις τηλεοπτικές άδειες πανελλαδικής εμβέλειας. Αν με ρωτούσατε προσωπικά, θα σας έλεγα ότι αν μία άλλη κυβέρνηση έκανε αυτή την πρόταση θα έβγαινα μέχρι και στους δρόμους για να την υποστηρίξω. Τώρα όμως προβληματίζομαι, και θα σας εξηγήσω το γιατί.
Αρχικά οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι πράγματι, η τηλεοπτική αγορά παρακμάζει, φθίνει, αργοπεθαίνει. Το ποιοτικό επίπεδο του προϊόντος που απολαμβάνουν οι Έλληνες πολίτες έχει μειωθεί κατακόρυφα, ενώ οι συνθήκες εργασίας των υπαλλήλων των τηλεοπτικών σταθμών διανύουν τη χειρότερη τους περίοδο. Όταν λέμε όμως για υπαλλήλους, δεν εννοούμε εκείνους τους μετρημένους στα δάχτυλα των χεριών που βρίσκονται στις κορυφές της μισθολογικής λίστας των καναλιών. Εννοούμε τον κάμεραμαν, την μακιγιέζ, τον υπάλληλο γραφείου, τον απλό ρεπόρτερ που έχει λιώσει τα παπούτσια του στους δρόμους, και τον οποίο σέβομαι πολύ περισσότερο από τους κυρίους με τις γραβάτες και το υπεροπτικό ύφος. Γι' αυτούς λοιπόν τους υπαλλήλους, η ανησυχία μου είναι πολύ μεγαλύτερη, καθώς το να έχουν δουλειά αποτελεί προϋπόθεση διαβίωσης, όχι πολυτελούς ζωής. Αν λοιπόν αύριο κλείσουμε 6 κανάλια και αφήσουμε 4 ανοιχτά, στερούμε τη δουλειά σε περίπου 4.000 κόσμο. Ποιος εγγυάται το μέλλον τους σε μία χώρα με 30% ανεργία, με ύφεση, με μία κυβέρνηση που μέχρι στιγμής έχει αποτύχει παταγωδώς να αλλάξει το κλίμα το οποίο η ίδια χειροτέρεψε; Κανένας απολύτως. Επανέρχομαι λοιπόν στη ρήση της πρώτης παραγράφου και υποστηρίζω ξανά πως από τη στιγμή που αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί να εγγυηθεί το βιοτικό επίπεδο των 10-12.000 ανθρώπων που θα πληγούν από την απώλεια των θέσεων εργασίας, εγώ δεν έχω κανένα λόγο να την εμπιστευτώ πως θα το πράξει.
Τα ΜΜΕ στην Ελλάδα (όπως και σε όλο τον κόσμο βέβαια) λειτουργούν ως σκιώδης τέταρτη εξουσία, έχουν σοβαρά ζητήματα διαφθοράς και αυτό πρέπει πράγματι να αλλάξει.
Το αντεπιχείρημα λέει πως «και τώρα κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους, δε βλέπεις τι γίνεται στο mega;». Ως ένα σημείο συμφωνώ. Όμως, το να κλείσει μια επιχείρηση για λόγους μη βιωσιμότητας είναι εντελώς διαφορετικό από το να μην της δώσεις καν τη δυνατότητα να συμμαζέψει τα οικονομικά της και να ξαναμπεί στον τηλεοπτικό στίβο. Ξεκαθαρίζω πως το mega είναι ένα από τα κανάλια που ποτέ μου δε συμπάθησα, όμως προσπαθώ να δω το ζήτημα σφαιρικά. Αν το mega έχει την τύχη του αείμνηστου Alter, πράγματι δεν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε, και όπως λέει και ο λαός, καθείς όπως έστρωσε κοιμάται. Όμως το να κλείσουμε το mega και το κάθε mega επειδή θέλουμε να δείξουμε πως είμαστε Αριστεροί και τα βάζουμε με το σύστημα, την ίδια ώρα που έχουμε τα δικά μας ΜΜΕ τα οποία προστατεύουμε για να συνεχίζουν να προπαγανδίζουν υπέρ μας, με βρίσκει απόλυτα αντίθετο.
Παρόλα αυτά το ζήτημα δεν κλείνει εκεί. Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός πως το τηλεοπτικό τοπίο της χώρας πρέπει να αλλάξει. Δε νοείται να λειτουργούν ιδιωτικοί σταθμοί εδώ και δεκαετίες με προσωρινές άδειες, χωρίς να καταβάλουν ούτε ευρώ για να εξασφαλίσουν το δικαίωμα να εκπέμπουν σήμα. Δε νοείται να γίνεται ανεκτή και αποδεκτή μια αλυσίδα διαφθοράς με παράνομα δάνεια, ύποπτες επιχορηγήσεις, ανταλλαγή υπηρεσιών προς εξυπηρέτηση συμφερόντων, πληρωμένη και στρατευμένη δημοσιογραφία για πολιτικούς σκοπούς.
Τα ΜΜΕ στην Ελλάδα (όπως και σε όλο τον κόσμο βέβαια) λειτουργούν ως σκιώδης τέταρτη εξουσία, έχουν σοβαρά ζητήματα διαφθοράς και αυτό πρέπει πράγματι να αλλάξει. Όμως, το άτακτο «ξήλωμα» τηλεοπτικών σταθμών όχι μόνο δε δίνει λύση το πρόβλημα, πόσο μάλλον δημιουργεί καινούρια και μεγαλύτερα προβλήματα.
Και τώρα εγείρεται το καίριο ερώτημα. Πώς λοιπόν θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί το θέμα με τις τηλεοπτικές άδειες; Από τη μία, σίγουρα δεν γίνεται να αφεθεί η κατάσταση ως έχει. Από την άλλη, η τσαπατσούλικη αντιμετώπιση της, βασισμένη σε μπακάλικους και μη επιβεβαιωμένους υπολογισμούς (αυτό δηλαδή που προωθεί η κυβέρνηση), γιγαντώνει περαιτέρω το πρόβλημα. Η ιδανική λύση στο δικό μου μυαλό θα ήταν ένα ολικό restart του τηλεοπτικού τοπίου στην Ελλάδα. Ανοιχτός διαγωνισμός αδειών, με απεριόριστο αριθμό και αυστηρός έλεγχος στους προϋπολογισμούς και στα bids των καναλιών τόσο ως προς την ειλικρίνεια τους, όσο και ως προς τη βιωσιμότητα τους. Προσωρινές άδειες διαρκείας ενός έτους με πλαφόν απόδοσης και ισολογισμών, έτσι ώστε όποιοι σταθμοί δεν καταφέρουν να ανταποκριθούν στο καινούριο τοπίο να κλείσουν χωρίς δεύτερη ευκαιρία.
Ταυτόχρονα φυσικά θα έπρεπε η δικαιοσύνη να επιταχύνει τις διαδικασίες διερεύνησης των ύποπτων κινήσεων των καναλαρχών, να καταλήξει σε αποφάσεις και να απαγορεύσει στους καταδικασθέντες καναλάρχες οποιαδήποτε συμμετοχή στον κλάδο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στην Ελλάδα. Έτσι, θα μπορούσε να βρεθεί η χρυσή τομή ανάμεσα στην ελευθερία της αγοράς και στον παρεμβατισμό του κράτος, χωρίς το ένα να καπελώνει και να επισκιάζει το άλλο.
Τα παραπάνω για τη χώρα μας ακούγονται ουτοπικά και εξωφρενικά. Όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως τέτοιου είδους αποφάσεις είναι θέμα πολιτικής βούλησης και τίποτα περισσότερο. Δε γίνεται να συμβιβαζόμαστε με την ιδέα πως πάντα θα ζούμε σε μία διεφθαρμένη χώρα, με διεφθαρμένο σύστημα εξουσίας και διεφθαρμένα ΜΜΕ. Οι μεγάλες αλλαγές είναι πάντοτε προϊόν λαϊκής πίεσης και ο ελληνικός λαός πρέπει να απαιτήσει την κάθαρση σε έναν κλάδο που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις και διακινεί δισεκατομμύρια ευρώ, έτσι ώστε κάποτε να αρχίσει να ενημερώνεται σωστότερα και να υποκινείται λιγότερο, να βλέπει δηλαδή, αυτή την «άλλη τηλεόραση» που τόσα χρόνια μας λένε ότι υπάρχει αλλά δεν την έχει δει ποτέ κανείς.