Ενώ έχουμε όλα τα εργαλεία που θα μας επέτρεπαν να ασκήσουμε την καλύτερη δημοσιογραφία όλων των εποχών, η κακή κάλυψη των γεγονότων και η καχυποψία προς τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αυξάνονται. Τέσσερις δημοσιογράφοι από την Ελλάδα και τη Γερμανία μιλούν για τα λάθη αλλά και όσα χρειάζεται να αλλάξουν για να παραμείνει ο κλάδος βιώσιμος και να κερδίσουμε ξανά τη χαμένη εμπιστοσύνη του κοινού.
Με τα ακροδεξιά κόμματα να κερδίζουν συνεχώς έδαφος σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα και η Γερμανία, ο τρόπος κάλυψης και προβολής τους απασχόλησε συχνά δημοσιογράφους, αρχισυντάκτες και διευθυντές των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Παράλληλα η χρήση λαϊκιστικής ρητορικής από πολιτικούς όλου του πολιτικού φάσματος στην Ευρώπη και όχι μόνο, δημιουργεί συνθήκες έντονης πόλωσης. Μεγάλα Μέσα, μετά τη νίκη του Τραμπ στις ΗΠΑ, έβγαλαν ανακοινώσεις για το πώς θα καλύψουν την τετραετία της διακυβέρνησής του. Το πρακτορείο Reuters δημοσίευσε το μήνυμα του αρχισυντάκτη Steve Adler προς το προσωπικό του οργανισμού, στο οποίο έλεγε ότι ο καλύτερος τρόπος για να καλύψουν τη νέα αμερικανική διοίκηση είναι να ακολουθήσουν τους ίδιους κανόνες που ακολουθούν πάντα σε όλα τα πλάτη και μήκη του πλανήτη. Να ακολουθούν τους ίδιους κανόνες και να μένουν πιστοί στις ίδιες αξίες.
Οι λάθος καλύψεις και οι συνέπειές τους
Τον Οκτώβριο του 2013, η δίωξη των βουλευτών της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα έφερε στο ελληνικό κοινό μία υπερπληροφόρηση σχετικά με την παράνομη δράση των μελών της. Μέχρι τότε βουλευτές αλλά και μέλη του κόμματος είχαν χώρο και χρόνο σε ενημερωτικές και ψυχαγωγικές εκπομπές παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους και την ιδεολογία τους ως κάτι άξιο προς παρατήρηση. Η Ελευθερία Κουμάντου, αρχισυντάκτρια της πρωινής ζώνης ειδήσεων του 9.84 και μέλος του Παρατηρητηρίου για τον Φασιστικό και Ρατσιστικό Λόγο στα ΜΜΕ, έχοντας καλύψει από το 2010 το ρεπορτάζ για τη Χρυσή Αυγή, θεωρεί ότι τα Μέσα έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο να εξοικειωθούμε με την εικόνα του κόμματος. «Προσπαθώντας τα Μέσα να περάσουν ένα πιο lifestyle μοντέλο, δεν μπήκαν στην περαιτέρω ουσία των πραγμάτων. Μετά τη δολοφονία Φύσσα και τις διώξεις, υπήρχε ένας καταιγισμός πληροφοριών. Τότε βγήκαν οι βουλευτές της και άρχισαν να μιλούν για βοθροκάναλα και για πολιτική δίωξη. Χρησιμοποίησαν την προβολή τους για να δημιουργήσουν μια πόλωση».
Στη Γερμανία, από την άλλη, το ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (ΑfD) από το 2013 οπότε και συστάθηκε ήταν κάτω από τους δημοσιογραφικούς προβολείς για τους σωστούς λόγους. Για τον αρχισυντάκτη της διαδικτυακής έκδοσης της γερμανικής εφημερίδας Frankfurter Allgemeine Zeitung, Mathias Müller von Blumencron, το λάθος που έκαναν τα Μέσα της χώρας του ήταν άλλο. Ήταν ότι για καιρό έμειναν επικεντρωμένα στην άκρα δεξιά και άκρα αριστερά βγάζοντας από το κάδρο την άνοδο λαϊκιστών από τα πιο mainstream κόμματα. «Δε δώσαμε ιδιαίτερη σημασία στη Δεξιά και στη δυσαρέσκεια που επικρατούσε στην κοινωνία. Αυτή η δυσαρέσκεια οδήγησε σε ένα κυρίαρχο λαϊκισμό ο οποίος περιλαμβάνει καθημερινούς ανθρώπους που είναι δυσαρεστημένοι από τα κόμματά τους. Βέβαια η κατάσταση στη Γερμανία είναι πολύ διαφορετική από την Ελλάδα. Η Ελλάδα είχε μία από τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις μεταπολεμικά, ενώ η Γερμανία είναι σίγουρα στην καλύτερή της φάση. Και αυτή είναι μία τεράστια διαφορά. Πάντα αναρωτιέμαι τι θα συνέβαινε στη Γερμανία αν γλιστρούσε σε ύφεση και είχε ξανά 5 εκατ. άνεργους όπως πριν από 12 χρόνια».
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο διευθυντής περιεχομένου νέων πολυμέσων της ΕΡΤ και υπεύθυνος της ομάδας συγγραφής του Κώδικα Δεοντολογίας για τα Ψηφιακά Μέσα Ενημέρωσης Βασίλης Βασιλόπουλος, θεωρεί ότι το μεγάλο λάθος έγινε με το να επιτρέψουμε τον εγκλωβισμό των Μέσων από τους λαϊκιστές. «Η αφήγηση της κρίσης και των ευθυνών της είναι το άκρον άωτον των μέχρι σήμερα λαθών μας. Έχουμε επιτρέψει ο λαϊκισμός να εγκλωβίζει τα Μέσα. Αφού έχουμε ζήσει στο ψέμα και ανακυκλώνουμε το ψέμα προφανώς δεν μπορούμε να διεκδικήσουμε εμείς τα Μέσα να λύσουμε αυτό το πρόβλημα μόνοι μας. Έχουμε πάρει μέρος σε αυτό. Είμαστε εργαλείο και για αυτό το λόγο δεν μπορούμε να πούμε ότι θα σηκώσουμε εμείς τη σημαία».
Ταυτόχρονα με τα μειωμένα μας αντανακλαστικά στην κάλυψη σημαντικών θεμάτων και φαινομένων όπως η άνοδος του ρατσισμού και του φασισμού αλλά και η ρητορική του λαϊκισμού, φαίνεται πως υπάρχει και μία απομάκρυνση από τις κλασικές αξίες της δημοσιογραφίας και του ρεπορτάζ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ελληνικό δημοψήφισμα του 2015. Για την κα Κουμάντου αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα πόλωσης στη χώρα. «Εκείνη την περίοδο είχαμε χάσει την αίσθηση της ισορροπίας και της αρχής της δεοντολογίας που λέει να εμφανίζονται όλες οι απόψεις και να κρίνει το κοινό. Η δουλειά αυτών που κάνουμε ρεπορτάζ αυτή είναι. Νομίζω ότι μετά από το δημοψήφισμα ήταν μία κρίσιμη καμπή που οδήγησε στην σημερινή κρίση αξιοπιστίας.»
Προσφυγική κρίση
Η Viktoria Kleber, δημοσιογράφος για τα δίκτυα της Deutsche Welle και του rbb, καλύπτει την προσφυγική κρίση από την αρχή του 2015, τότε που οι προσφυγικές ροές από την Τουρκία προς την Ευρώπη ήταν συνεχείς με την πλειοψηφία των ανθρώπων που μετακινούνταν να κατευθύνονται προς τη Γερμανία. «Στις αρχές του 2015 γράφαμε για οτιδήποτε είχε να κάνει με το προσφυγικό. Τότε ήταν που κάναμε τα μεγαλύτερα λάθη. Είχαμε φορέσει όλοι τα «γυαλιά» του ανθρωπισμού αντί της δημοσιογραφίας. Υπήρχαν άνθρωποι που ήταν σκεπτικοί με την πολιτική των ανοιχτών συνόρων και δεν άκουγαν τη φωνή τους σε κανένα Μέσο. Εμείς οι δημοσιογράφοι δεν τους παίρναμε στα σοβαρά. Είχαμε στραμμένη την προσοχή μας στους ανθρώπους που έρχονταν στη Γερμανία. Παρουσιάζαμε μόνο τη μία πλευρά. Ο,τι συνέβαινε τότε ήταν πρωτόγνωρο και έντονο συναισθηματικά και για όλους. Χάσαμε την αξιοπιστία μας και οι άνθρωποι έχασαν την εμπιστοσύνη τους στα Μέσα».
Για τον αρχισυντάκτη της FAZ, το προσφυγικό ήταν θέμα υποτιμημένο για όλο το πρώτο εξάμηνο του 2015. «Νομίζω ήμασταν η πρώτη εφημερίδα στη Γερμανία που είδε το θέμα επιφυλακτικά. Βλέποντας τις εικόνες και διαβάζοντας τα ρεπορτάζ άλλων εφημερίδων και οργανισμών σκεφτήκαμε "πολύ ενδιαφέρον αλλά τι θα γίνει αν αυτό συνεχιστεί;" Τότε είχαμε όλοι την προσοχή μας στραμμένη στην ελληνική κρίση. Θεωρούσαμε ότι αν δεν βρεθεί μια λύση όλο το σύστημα θα διαλυθεί. Όσο όμως ασχολούμασταν με την Ελλάδα, οι τοπικές εφημερίδες έγραφαν για τα προβλήματα στις πόλεις από την συνεχή αύξηση των προσφύγων. Όταν υπήρξε μία κάποια λύση στο ελληνικό ζήτημα τον Ιούλιο, οι πρόσφυγες έγιναν κεντρικό θέμα στη Γερμανία. Στην αρχή λοιπόν η κάλυψη θα έλεγα ήταν κάπως αφελής. Τα Μέσα άργησαν πολύ να ασχοληθούν με το πραγματικό ζήτημα. Δεν δώσαμε την προσοχή που έπρεπε και δεν ακούσαμε τους ανθρώπους που δεν ένιωθαν άνετα με αυτό το κύμα μετανάστευσης. Αυτό άλλαξε τελείως τους επόμενους μήνες. Κατόπιν εορτής όμως όλοι είμαστε πιο έξυπνοι από πριν».
Η ίδια «στροφή» και στην Ελλάδα
Η Ελευθερία Κουμάντου, θεωρεί ότι το διάστημα που είχαμε τις μεγάλες ροές του προσφυγικού από αρχές του 2015 μέχρι και τη συμφωνία τον Μάρτιο του 2016 υπήρχε μία εξαιρετικά φιλο-προσφυγική και φιλο-μεταναστευτική χρήση και της γλώσσας και των δημοσιευμάτων. Αυτό όμως όσο οι πρόσφυγες και οι μετανάστες ήταν σε μετακίνηση. «Όταν άρχισαν να κλείνουν τα σύνορα ξαφνικά ξαναγύρισε η "υγειονομική βόμβα". Υπήρξε μια φθίνουσα πορεία στη χρήση της γλώσσας ανάλογη με την πολιτική της χώρας».
Για τον κ. Βασιλόπουλο η «στροφή» αυτή είναι μία αντανάκλαση της κοινωνίας μας. «Η ανεκτικότητα που ήταν το χαρακτηριστικό μας δεν είναι πια. Σαν άνθρωποι έχουμε μια διάθεση συνεχώς να επιβεβαιώνουμε ότι καλά κάνουμε και είμαστε αισιόδοξοι ή ότι καλά κάνουμε και φοβόμαστε. Έχουμε επιλέξει το δεύτερο αυτή την εποχή και ο φόβος είναι μέρος του story telling μας. Αν λοιπόν έχουμε έναν ρόλο σαν άνθρωποι της επικοινωνίας είναι να διακρίνουμε πότε υπάρχει ένα κυρίαρχο μήνυμα, το οποίο υπηρετεί τη σκοπιμότητα της προπαγάνδας και της τεκμηρίωσης του καλά κάνουμε και φοβόμαστε. Εδώ είναι ο ρόλος των Media, ο οποίος ποτέ δεν ήταν διαφορετικός και πότε δεν ήταν καλύτερος για να περιμένουμε να είναι και τώρα».
Η από καιρό χαμένη εμπιστοσύνη
Στο ειδικό ευρωβαρόμετρο με θέμα «πλουραλισμός των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Δημοκρατία» (Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2016), οι τάσεις που καταγράφονται είναι απογοητευτικές. Το 44% των Ευρωπαίων δε θεωρούν ότι τα ΜΜΕ τους παρέχουν αξιόπιστες πληροφορίες. Στη Γερμανία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 26% ενώ στην Ελλάδα φτάνει το 73%.
Σύμφωνα με την έρευνα εννέα στους δέκα Έλληνες (87%) δεν πιστεύουν ότι τα ΜΜΕ τους είναι απαλλαγμένα από πολιτικές ή εμπορικές πιέσεις. Αντίστοιχα στη Γερμανία το ποσοστό είναι 44%.
Τα αποτελέσματα του ευρωβαρομέτρου του 2016 έρχεται να επιβεβαιώσει το Reuters με έρευνα που διεξήγαγε σε 36 χώρες και περισσότερους από 70.000 συμμετέχοντες. Το 33% απάντησε ότι δεν μπορεί πραγματικά να εμπιστευθεί τις ειδήσεις που διαβάζει, βλέπει και ακούει ως αληθινές.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα όπου οι πολίτες της θεωρούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πιο ικανά από τα παραδοσιακά μέσα στο να ξεχωρίζουν την αληθινή είδηση από τη ψεύτικη.
Σύμφωνα με την κα Κουμάντου αυτό έχει την εξήγησή του: «διανύουμε μια περίοδο μεγάλης κρίσης αξιοπιστίας προς τα Μέσα έτσι κι αλλιώς. Νομίζω ότι κερδίζουν μεγάλο έδαφος τα social media αλλά και εκεί από ανθρώπους που το κοινό τους εμπιστεύεται». Στην ερώτηση τι κάνουμε για αυτό η κα Κουμάντου απαντά: «ως δημοσιογράφοι δεν κάνουμε τίποτα. Και το σωματείο μας επίσης δεν κάνει πολλά πράγματα. Θα μπορούσε να είχε κάνει την αρχή αναγνωρίζοντας τους συναδέρφους που δουλεύουν στο Διαδίκτυο. Αυτό θα έχτιζε μία σχέση εμπιστοσύνης».
Για τον κ. Βασιλόπουλο το ότι αφήσαμε τις πηγές μας σε απαξία έχει παίξει επίσης τον ρόλο του. «Τα Μedia δεν έδωσαν μεγάλη βάση στην εγκυρότητα της πηγής ή στο πώς θα διαχειριστούν την πηγή τα τελευταία 20 - 30 χρόνια με αποτέλεσμα να βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε μία αδυναμία να λειτουργήσουν».
Η καχυποψία αυτή προς τους δημοσιογράφους δεν είναι κάτι καινούργιο, σύμφωνα με τον κ. von Blumencron. «Υπάρχουν πάντα σκεπτικιστές εκεί έξω που δεν μας εμπιστεύονται πια. Αλλά αυτό υπήρχε πάντα. Όποτε η πόλωση μεγαλώνει, η ιδεολογία γίνεται πρωταρχικός παράγοντας μιας κοινωνίας και το πιστεύω είναι πιο σημαντικό από το λογικό επιχείρημα, ο κόσμος ό,τι και να γράψεις δε σε πιστεύει. Νομίζω ότι πρέπει να ζήσουμε με αυτό και να είμαστε όσο πιο ακριβείς μπορούμε, περισσότερο ακριβείς και απ' ότι ήμασταν πριν. Να παραμείνουμε ψύχραιμοι και φυσικά να μην επηρεαζόμαστε από την κριτική».
Στην ερώτηση για το αν πρέπει να ακούμε και να λαμβάνουμε υπόψη την κριτική που μας ασκείται ο κ. von Blumencron απαντάει «φυσικά ναι. Και όταν μας λένε ότι κάτι καλύψαμε με λάθος τρόπο, τότε πρέπει να το παραδεχόμαστε να το διορθώνουμε και να ζητάμε και συγγνώμη. Αλλά όταν είμαστε σωστοί, όταν τα στοιχεία που έχουμε είναι σωστά και ο κόσμος πιστεύει ότι αυτό είναι λάθος τότε πρέπει να επιμείνουμε στη θέση μας και στην πολιτική μας κρίση. Ένας ενημερωτικός οργανισμός δεν επαινείται πάντα από τους αναγνώστες του για τα σχόλια που κάνει. Αλλά μερικές φορές είναι καλό να προκαλεί τους αναγνώστες του. Να τους κάνει να σκέφτονται τις απόψεις που έχουν. Αν γράφεις μόνο αυτό που θέλουν οι αναγνώστες να διαβάσουν είσαι ένα πολύ βαρετό Μέσο και με την πάροδο του χρόνου θα χάσεις τη συνάφεια και το κοινό σου».
Best practices ή Πώς θα κερδίσουμε ξανά την εμπιστοσύνη του κοινού
Η επιστροφή στις κλασικές αξίες της δημοσιογραφίας και του ρεπορτάζ θα ήταν ίσως η καλύτερη λύση για να κερδίσουμε το χαμένο έδαφος στην εμπιστοσύνη του κόσμου. Αυτά, σε συνδυασμό με ένα βιώσιμο μοντέλο για τον κλάδο που θα μας επιτρέψει να χρηματοδοτήσουμε καλά ρεπορτάζ. Αυτό είναι και το όνειρο του κ. von Blumencron. «Έχουμε τα μέσα για να είμαστε πιο ακριβείς, καλύτεροι και να κάνουμε ενδιαφέρουσες καλύψεις. Έχουμε τα μέσα για να ξεκινήσουμε ένα διάλογο με τους αναγνώστες μας. Βλέπουμε όμως ότι το μοντέλο για ποιοτική δημοσιογραφία που ακολουθούμε σήμερα, είναι σε κίνδυνο και η ελπίδα μου είναι ότι θα καταφέρουμε να βρούμε μία νέα βάση για να συνεχίσουμε τη σημαντική δουλειά που κάνουμε».
Για τον κ. Βασιλόπουλο το βασικό εργαλείο αντιμετώπισης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο χώρος είναι η αυτορρύθμιση. «Αυτό που μπορεί να κάνει όλο το οικοσύστημα. Οι δημοσιογράφοι, οι εκδότες, οι γραφίστες, οι developers, οι διαφημιστές, οι άνθρωποι της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου, των εφημερίδων, οι επικοινωνιολόγοι. Είναι το βασικό εργαλείο για να προστατέψουμε αυτό το οικοσύστημα από τον εξωτερικό επηρεασμό ο οποίος λειτουργεί διαλυτικά».
Για συλλογική προσπάθεια θα μιλήσει και η κα Κουμάντου. «Η δουλειά μας εξελίσσεται. Εμείς οι ίδιοι πρέπει να φροντίσουμε για την εξέλιξή μας. Και τα Μέσα μας αν θέλουν να ανακτήσουν την αξιοπιστία τους θα πρέπει να εξετάσουν ξανά τον τρόπο παρουσίασης των ειδήσεων. Αυτό μπορεί να γίνει και από τους ίδιους τους δημοσιογράφους αλλά θέλει να γίνει με σθένος. Ένας κούκος δεν την φέρνει την άνοιξη».
Αυτό το άρθρο δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του Agora Project και υποστηρίχθηκε από το hostwriter.org