Παρά τη γενική νωθρότητα των εθνικών εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου, η Ελλάδα «πέτυχε» να εισέλθει σε ένα νέο και αρκούντως σκοτεινό μονοπάτι. Για πρώτη φορά, και η προσεχής κυβέρνηση συνασπισμού και το σύνολο της δημοκρατικής κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης έχει αποδεχθεί το πρόγραμμα λιτότητας του Ιουλίου ως τη μόνη δυνατή επιλογή για τη χώρα--αφήνοντας κάθε συζήτηση για εναλλακτικές λύσεις στις πιο σκοτεινές πτυχές του ελληνικού πολιτικού φάσματος.
Μερικοί θα αναφωνούσαν, «Επιτέλους! Η Ελλάδα επέλεξε την οδό της λογικής και του ρεαλισμού». Ωστόσο δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα...
Το νέο Μνημόνιο της Ελλάδας, η νέα συμφωνία με τους πιστωτές της χώρας, δεν είναι απλώς η τρίτη σε μια γραμμική ακολουθία υποχρεώσεων και τεχνοκρατικών μεταρρυθμιστικών συμφώνων. Αντ' αυτού, φαίνεται να είναι μια συμφωνία με σχεδόν μηδενική οικονομική και πολιτική συνοχή και βιωσιμότητα, μια συμφωνία που αναφέρεται από το ίδιο το ΔΝΤ ως «μη βιώσιμη», με το δημόσιο χρέος της Ελλάδας να έχει πλέον καταστεί «εντελώς μη βιώσιμο» χάρη στα πολυάριθμα δάνεια διάσωσης. Καταπώς φαίνεται, η νέα συμφωνία δεν είχε σχεδιαστεί για να πετύχει, αλλά μάλλον για να αποθαρρυνθούν χώρες όπως η Ισπανία ή η Ιταλία από τυχόν υψηλές προσδοκίες σχετικά με τις μελλοντικές πολιτικές της ΕΕ για την κρίση, υπό το φως των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος του Ιουλίου στην Ελλάδα για την συμφωνία και τη λιτότητα.
Μετά την ταπεινωτική συνθηκολόγησή του τον Ιούλιο, ο τέως πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δεν κατέφυγε σε μια απλή παραδοχή ήττας, αλλά μετέτρεψε την κυβίστηση σε ιδεολογία.
Επιπλέον, λαμβάνοντας υπ' όψιν ότι ο γερμανός ΥΠΟΙΚ Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει σχέδιο Grexit το οποίο προωθεί, κανείς θα μπορούσε ως και να πει ότι η νέα συμφωνία έχει σχεδιαστεί για να αποτύχει. Ακόμη και ένας φανατικός μα ειλικρινής θιασώτης των δύο προηγούμενων μνημονίων λιτότητας (παραμορφωτικά προσεγγισμένων ως πακέτων μεταρρυθμίσεων, εγγυητών δημοσιονομικής ισορροπίας και ούτω καθεξής) θα συναντήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στην υποστήριξη αυτού του νέου, ριζικά διαφορετικού Μνημονίου--αν υποθέσουμε ότι η ειλικρίνεια δύναται να είναι η κινητήριος δύναμη πίσω από έναν ενθουσιασμό για την λιτότητα, η οποία έχει αποδειχθεί οικονομικά αναποτελεσματική όταν δεν είναι απλώς καταστροφική.
Μετά την ταπεινωτική συνθηκολόγησή του τον Ιούλιο, ο τέως πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δεν κατέφυγε σε μια απλή παραδοχή ήττας, αλλά μετέτρεψε την κυβίστηση σε ιδεολογία. Κατά την πρώτη τηλεοπτική συνέντευξή του μετά τις διαπραγματεύσεις, έκπληκτοι οι θεατές έβλεπαν το πρόσωπο του Τσίπρα, αλλά άκουγαν μια σχεδόν λέξη προς λέξη αναπαραγωγή των επιχειρημάτων του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος μετά την δική του κυβίστηση επιχείρησε να παρουσιάσει έναν «πατριωτισμό της λιτότητας» και τον αποκλεισμό του ενδεχομένου οποιασδήποτε θετικής εναλλακτικής. Μετά από μία μακρά νύχτα, ο Τσίπρας είχε μετατραπεί ανερυθριάστως σε αυτό, στο οποίο ισχυριζόταν επί μακρόν ότι αποτελεί μια βιώσιμη και ρεαλιστική εναλλακτική.
Είναι με αυτές τις αποσκευές που πραγματοποίησε την εκστρατεία του για τις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου, τις οποίες κέρδισε παρά τη θεαματική στροφή του σε σύγκριση με την αφήγηση που επέλεξε κατά τον επίπονα πρόσφατο Ιανουάριο του 2015. Η Λαϊκή Ενότητα δεν κατάφερε να μπει στο κοινοβούλιο, ενώ ο απόλυτος σουρεαλισμός των εκλογών ήταν η επιβίωση των ΑΝΕΛ. Σε αντίθεση με τα άλλα, αυτό το κόμμα είχε ως λόγο ιδρύσεως και υπάρξεως την καταψήφιση μνημονίων--ήταν η αντιμνημονιακή απόσχιση της ΝΔ. Αυτό ήταν το raison d' etre του, ο λόγος της φύσεώς του, η αιτία του. Ψηφίζοντας το τρίτο μνημόνιο, έχανε κάθε λόγο ύπαρξης. Η δε σκέψη ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «δεξιό εξισορροπιστικό βαρίδι» στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (ο δευτερεύων λόγος υπάρξεως) απεδείχθη εκ των πραγμάτων ανεδαφική. Κι όμως, ξαναμπήκε στη Βουλή για πραγματικά ανεξιχνίαστους λόγους, από πολίτες που δεν γνωρίζω τί ακριβώς είχαν στο μυαλό τους, με συνέπεια να γίνουν σύσσωμα τα αποτελέσματα της κάλπης μια απαράδεκτη σούπα.
Η πρακτική πλευρά αυτού του γεγονότος είναι ότι όλα τα κόμματα στο ελληνικό κοινοβούλιο εκτός της εξτρεμιστικής και νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής (και του ΚΚΕ, το οποίο όμως έχει από καιρό αποφασίσει να αποχωρήσει από τα πολιτικά εγκόσμια στο πλαίσιο ενός κοινοβουλευτικού ησυχασμού και δεν «πιάνεται») είναι έτοιμα να υποστηρίξουν την εφαρμογή μιας συμφωνίας λιτότητας που ακόμα και το ΔΝΤ έχει απορρίψει ως «μη βιώσιμη», ενώ μια σειρά από οικονομολόγοι σε όλο τον κόσμο αρνούνται να ακόμα και να συζητήσουν εάν το νέο Μνημόνιο προάγει περαιτέρω την ύφεση ή την ανάπτυξη. Από τα κοινοβουλευτικά κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ, ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και η Ένωση Κεντρώων μπορεί να μην είναι πρόθυμοι να σχηματίσουν μια... εξακομματική κυβέρνηση συνασπισμού, αλλά παρ' όλα αυτά θα υποστηρίξουν και θα ψηφίσουν ένα πρόγραμμα που δεν μπορεί παρά να αποτύχει παταγωδώς, και δη με πολύ σημαντικό κόστος. Επιτρέποντας έτσι στην Χρυσή Αυγή, της οποίας ο ηγέτης πρόσφατα αποδέχθηκε την πολιτική ευθύνη για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, το να είναι ουσιαστικά η μόνη κοινοβουλευτική αντιπολίτευση στα προγράμματα λιτότητας (χωρίς να υπολογίσουμε το οικειοθελώς απομονωμένο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας).
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο το ζήτημα του ποιος είναι στην εξουσία είναι σημαντικό μόνο μέχρις ενός ορισμένου και περιορισμένου βαθμού, δεδομένου ότι η νέα συμφωνία αφήνει ένα εξαιρετικά στενό περιθώριο για ελεύθερη πολιτική βούληση. Στο πλαίσιο αυτό, όλες οι συζητήσεις για «αριστερά» ή «δεξιά» κόμματα και πολιτικούς φαίνεται να είναι επίπονα περιττή. Συν τοις άλλοις, η Guardian αναφέρει ότι αυτός που πραγματικά θα κυβερνάει θα είναι ο Maarten Verwey, «ένας ολλανδός οικονομολόγος στις Βρυξέλλες με τον επιβλητικό τίτλο του Γενικού Διευθυντή στην Γενική Γραμματεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρμοδίου για θέματα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων Υπηρεσία Στήριξης. [...] Η εξουσία του είναι άνευ προηγουμένου. Και αν μόνο ελάχιστοι ψηφοφόροι στους δρόμους της Αθήνας έχουν ακούσει το όνομά του, πολλοί έχουν καταλάβει ότι το πώς θα ψηφίσουν στις εκλογές θα κάνει ελάχιστη διαφορά σε ό,τι θα συμβεί στη συνέχεια.»
Αυτή η κατάσταση μπορεί να περιγραφεί ως η πραγματική ενσάρκωση της ΤΙΝΑ, του φημισμένου δόγματος της Μάργκαρετ Θάτσερ ότι «Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση». Ωστόσο, η Θάτσερ είναι επίσης γνωστή για την ομιλία της που ανακηρύσσει το «όχι, όχι, όχι» εναντίον της δύναμης των υπερεθνικών και μη εκλεγμένων οργάνων σε βάρος των εθνικών και δημοκρατικά εκλεγμένων οργάνων και, εν τέλει, ενάντια στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα. Σε σύγκριση με αυτό, τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα μάλλον ακούγονται να φωνάζουν «ναι, ναι, ναι.»
Σε αυτές τις ελληνικές βουλευτικές εκλογές, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όπως φαίνεται, η χώρα θα εξακολουθήσει να κυβερνάται από συνασπισμό ΣΥΡΙΖΑ/Ανεξάρτητοι Έλληνες, με την κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία ως αξιωματική αντιπολίτευση, όπως και πριν.
Σε αυτές τις ελληνικές βουλευτικές εκλογές, τα πάντα έχουν αλλάξει. Για πρώτη φορά, η ΤΙΝΑ βασιλεύει με έναν πρωτοφανή τρόπο, επιβάλλοντας την καθολική εφαρμογή ενός μη εφαρμόσιμου προγράμματος--ενώ ο σκληρός πολιτικός εξτρεμισμός απολαμβάνει τη θέση του στην αναμονή.