Εἰσαγωγικὸ σχόλιο:
Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται εἴρωνος πνεύματος, καὶ λόγον σαρκασμοῦ ἐρεύξομαι τῇ κυανῆ ΟΝΝΕΔ· καὶ ὀφθήσομαι, φαιδρῶς πανηγυρίζων, καὶ ᾄσω γηθόμενος ταύτης τὰ τραύματα.
(Επί του σχολίου σχόλιο: Δεν συνεπάγεται κάθε θάνατος την ανάσταση--κάθε άλλο. Όπως είχε πει και ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, «αυτά τα θαύματα μόνο ο Ιησούς Χριστός τα έκανε».)
Ἦχος πλ. α´.
Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης ΟΝΝΕΔ,
ΔΑΠιτῶν δὲ στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο
συγκατάβασιν δοξάζουσαι τὴν σήν.
Μεγαλύνομέν σε, Μητσοτάκη Χρυσέ,
καὶ τιμῶμεν ἐκλογὴν καὶ τὰ λάθη σου,
δι' ὧν ἔσωσας ἡμᾶς ἐκ τῆς ΟΝΝΕΔ.
Ἡ ΟΝΝΕΔ πῶς θνῄσκεις; πῶς Μιμίκῳ οἰκεῖς;
Μνημονίου τὸ βασίλειον λύεις δέ,
καὶ τοῦ ΣΥΡΙΖΑ νεκροὺς ἐξανιστᾶς.
Ἡ ΟΝΝΕΔ δὲ πάντως, καθορᾶται νεκρά,
καὶ ἐν μνήματι καινῷ κατατίθεται,
ἡ νοθεύσασα ταμεῖα ἐκλογῶν.
Μετὰ τῶν κακούργων, ὡς κακοῦργος, ΟΝΝΕΔ,
ἐλογίσθης δικαιοῦσα, φεῦ!, ἅπαντας,
κακουργίαις δὲ τοῦ Θεσσαλονικιοῦ.
Ἀπορεῖ καὶ φύσις, νοερὰ καὶ πληθύς,
ἡ ἀσώματος ΟΝΝΕΔ τὸ μυστήριον,
τῆς ἀφράστου καὶ ἀρρήτου σου ταφῇς.
Ἡ Ζωὴ θανάτῳ, θαῦμα! Πῶς ὁμιλεῖ;
Πῶς θανάτῳ καταργεῖται ὁ θάνατος;
Ἐλευθέρας δὲ τῆς Πλεύσεως, ΛΑΕ.
Ὢ θαυμάτων ξένων! ὢ πραγμάτων καινῶν!
Ὁ νοθείας χορηγὸς ἄπνους φέρεται,
κηδευόμενος χερσὶ Μιμικηκοῖς.
Δόξα...
Καὶ ἐν τάφῳ ἔδυς, καὶ τῆς κάλπης, ΟΝΝΕΔ,
γαλαζίας οὐδαμῶς ἀπεφοίτησας·
τοῦτο ξένον καὶ παράδοξον ὁμοῦ.
Καὶ νῦν...
Ἐν καινῷ μνημείῳ, κατετέθης ΟΝΝΕΔ,
καὶ τὴν φύσιν ΔΑΠιτῶν ἀνεκαίνισας,
ἱδρυθεῖσα, φεῦ!, καινῶς ἐκ τῶν νεκρῶν.
*Σε αυτό το σημείο έγινε προσθήκη στο άρθρο
Υστερόγραφο: ο Παπαδιαμάντης ως Σεφερλής
Θα μπορούσαμε άραγε να χαρακτηρίσουμε τον κορυφαίο της λογοτεχνίας Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ως «κατατρυχόμενο από αργοσχολία και αργολογία» ; Ποιος άνθρωπος θα έλεγε ότι ο ευσεβέστατος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης επέδειξε βλασφημία και ασέβεια, ή «κουφότητα που δεν επιδεικνύουν ούτε οι άθεοι ή οι αμφισβητίες της θρησκείας» ; Ποιος άνθρωπος με έστω και ελάχιστη μόρφωση θα τολμούσε ποτέ να πει πως «θα έστελνε τον Παπαδιαμάντη στον Σεφερλή για κομπάρσο, αυτός ο ρόλος του ταιριάζει»;
Υπήρξε αντίδραση στο σαρκαστικό μου υμνογράφημα: μου καταλογίζεται ότι «θέλησε να χρησιμοποιήσει ύμνους της Εκκλησίας–και δη δημοφιλείς–προκειμένου να σαρκάσει (άκουσον, άκουσον!)», μετά ακολουθεί το παραπάνω υβρεολόγιο, και μετά πονήσας το λιβελλογράφημα με απειλεί: «Τον καλώ να αποσύρει πάραυτα τα εν λόγω ‘στιχουργήματά’ του. Αν δεν το κάνει, θα πράξω τα δέοντα.»
Μα, το μόνο που θέλησα ήταν να συνεχίσω μια παράδοση του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, του «αγίου των ελληνικών γραμμάτων», του βαθύτατα ευσεβούς ιεροψάλτου στον Άγιο Ελισσαίο του πατρός (και νυν αγίου) Νικολάου του Πλανά, του ανθρώπου που σέβονται απεριόριστα όσοι ξέρουν έστω και πέντε έστω γράμματα. Ο οποίος το 1909 συνέγραψε πέντε “Σατυρικά προσόμοια”, σατιρίζοντας άλλους μέσω της παραφθοράς της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, τα οποία δημοσιεύθηκαν λίγο αργότερα (“Εἰκονογραφημένος Παρνασσός”, 14-8-1911, στα του «Δόμου»
Άπαντα, τόμος Ε’, τόμος Ε’, σσ. 63-64, κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου). Το πρώτο και το τρίτο σατυρίζουν τους ιερείς της κάτω ενορίας της Σκιάθου Κωνσταντίνο και Γρηγόριο αντίστοιχα, ενώ το δεύτερο τον αρχιμανδρίτη Ανδρέα Μπούρα (άρα, οργιώδης ιεροκατάκριση), το τέταρτο τον ψάλτη Δημητράκη και το πέμπτο τον επίτροπο Παναγιώτη.
Θα διερωτηθεί κανείς, πώς μπορεί να συγκριθεί η παπαδιαμαντική σατιρική χρήση των εκκλησιαστικών ύμνων με την δική μου. Φυσικά και δεν μπορεί. Όμως, για τους λάθος λόγους: επειδή ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων ήταν πολύ πιο αθυρόστομος. Στο δεύτερο σατιρικό εκκλησιαστικό ύμνο (παραφθορά του «Τί υμάς καλέσωμεν άγιοι»), ο αρχιμανδρίτης Ανδρέας χαρακτηρίζεται «τῶν παιδίων χαϊδευτής». Οπότε, η διαφορά της δικής μου αντι-οννεδιτικής σατιρικής υμνογραφίας από αυτήν του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, πέρα από την ατεχνία των ημετέρων σκαριφημάτων, είναι πως η πρώτη τυγχάνει πολύ λιγώτερο χυδαία.
Προφανώς ο επικριτής μου δεν γνωρίζει τον Παπαδιαμάντη—κρίμα βέβαια, πόσο δε μάλλον αν κάποιος ψωμίζεται από τα γράμματα και την διδασκαλία, από την ιεροψαλτική, αλλά και από τον πολιτισμό, όπως ο λιβελλογράφος. Καλά να μην τον ξέρει, αλλά άμα τον μάθαινε θα τον χαρακτήριζε άραγε «κατατρυχόμενο από η αργοσχολία και αργολογία», με «κουφότητα που δεν επιδεικνύουν ούτε οι άθεοι ή οι αμφισβητίες της θρησκείας», άραγε «θα τον έστελνε στον Σεφερλή για κομπάρσο, αυτός ο ρόλος του ταιριάζει»; Και αν όχι, γιατί; Γιατί σε εμένα το πράττει, αλλά δήθεν δεν θα το έπραττε εάν ποτέ— υποτεθείσθω —μάθαινε για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη; Με πόσα μέτρα και σταθμά;
Σε καμμία περίπτωση δεν θα έλεγα για τον κατήγορό μου ότι «θα τον απάλλασσα από τα διδακτικά και ιεροψαλτικά του καθήκοντα» (κι ας μην γνωρίζει πεζογράφους που προϋποτίθενται τουλάχιστον για το πρώτο, ενίοτε δε λόγω της ευσεβείας τους και για το δεύτερο), δεν παύει όμως να με θλίβει το γεγονός. Φυσικά, οι χαρακτηρισμοί του λιβελλογραφήματος είναι καθ’ όλα συκοφαντικοί και δη δημοσίως και εγγράφως, και γι’ αυτό δηλώνω βέβαιος ότι θα τους «μαζέψει» αμέσως—δεν μπαίνω στη διαδικασία να απειλήσω κι εγώ πως «θα πράξω τα δέοντα» διότι δηλώνω βέβαιος πως απευθύνομαι σε άνθρωπο με προσωπική αξιοπρέπεια.
***
Σατυρικά προσόμοια. Αλεξάνδρου του Παπαδιαμάντη. «Δόμου»
Άπαντα, τόμος Ε’, σσ. 63-64, κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου
Πρός τό: Τί ὑμᾶς καλέσωμεν ἅγιοι.
Ἦχος πλάγιος Δ´
Α´. Τί σέ Κωνσταντῖνε καλέσωμεν· κληρονόμον χαμαλίκας, τῶν βαστάζων ἀρχηγόν, ἀλλακτήν τοῦ Ἀνανία, ἀηδέστατον μωρόν. Φωστῆρα τῆς Καλκούτας διαλάμποντα· χαμάλην τῶν παπάδων προεξάρχοντα τῶν ἀχθοφόρων συνόμιλον· χαμάλπασην ἀπαράμιλλον. Ἐγέμισας ἀηδίας τάς ψυχάς ἡμῶν.
Β´. Τί σέ, Ἀνδρέα, καλέσωμεν· τῶν παιδίων χαϊδευτήν ἤ ἀτσαλόγλωσσον αἰσχρόν· τῆς μποτίλιας ἀδειαστήν ἤ ραδιοῦργον φοβερόν. Μαντήλαν κεφαλήν σου ἀμπεχόμενον· τσαντήλαν διαρρέουσαν ὡς κόσκινον, εὐφυολόγον ἀνάλατον καί βωμολόχον ξετσίπωτον. Ἀλλοίμονον, θά κολάσῃς τάς ψυχάς ἡμῶν.
Γ´ Τί σέ ὀνομάσω Γρηγόριε· προβατίνες ἐμπολοῦντα μέ κομμένες τίς οὐρές, γαϊδουράκια κουβαλοῦντα, κότες φέροντα πεσκές· σουφράδες καί σκαφίδες ἐμπορεύοντα βδομάδες, μέρες, νύχτες ταξιδεύοντα. Ρεκλαματζῆν ἀξιέραστον καί χαμπαρτζῆν προθυμότατον. Ἡσύχασε, μήν ταράσσῃς τάς ψυχάς ἡμῶν.
Δ´ Τί σέ, Δημητράκη, καλέσωμεν· μουσικόν τῆς καραβάνας, ψάλτην τοῦ γλυκοῦ νεροῦ, που κυττάζεις στο βιβλίο καί τά λές στά κουτουροῦ. Ἰμάμην τῶν χοτζάδων προεξάρχοντα· χαμάμην τῶν μποχόρηδων ἐξάρχοντα. Ἀμανετζῆν ἠχηρότατον καί μπαταχτσῆν ὀχληρότατον. Μᾶς λίγωσες μέ τή γλύκα τάς ψυχάς ἡμῶν.
Ε´ Τί σέ Παναγιώτη καλέσωμεν; κακολόγον τῶν παπάδων κλειδωτήν τοῦ παγκαριοῦ, ἀνδραγάτην τῶν ψαλτάδων, κακή γλῶσσα τοῦ χωριοῦ, ζητοῦντα τά καλά καί τά συμφέροντα, τάς λέξεις πού δέν ἔχουν ρῶ προφέροντα...