Οδοιπορικό στο Μαρόκο (μέρος 1ο): Παζαρεύοντας στο Μαρακές

Αναφορικά με το παζάρεμα καθαυτό, τώρα, οι άνθρωποι είναι μάστορες: δεν τους πιάνεις πουθενά. Μαθημένοι από παιδιά, έχουν αναπτύξει τις δικές τους τεχνικές, τις δικές τους μεθόδους. Όσο κι αν ρίξεις την τιμή, κατά τη συναλλαγή έχεις την εντύπωση πως η άλλη μεριά είναι που βγήκε πραγματικά κερδισμένη. O ξάδερφος που έχει σπουδάσει και εργαστεί στον τομέα των επιχειρήσεων, εντυπωσιάστηκε κι εγώ μαζί. Μετά από λίγο θέλαμε να πηγαίνουμε για παζάρεμα και ας μην είχαμε ντιρχάμ στην τσέπη.
Thomas Lekkakos

«Ό,τι τιμή σου ζητήσουν, αντιπρότεινέ τη στη μέση» - αυτή ήταν η πρώτη συμβουλή που μου έδωσε ένας φίλος από το Μαρόκο, όταν του είπα πως σκόπευα να επισκεφθώ τη χώρα του. Η δεύτερη ήταν: «νερό, αυστηρά εμφιαλωμένο και μόνο». Και η τρίτη: «να προσέχεις». Τι; Το βράδυ, στους δρόμους, τους πορτοφολάδες; «Όχι, την αστυνομία. Αν αρχίσεις τίποτε δημοσιογραφικά και άλλα περίεργα, πηγαίνεις από εδώ κι από κει και τραβάς φωτογραφίες που δεν θα τους αρέσουν. Πρόσεχε. Βαράνε πολύ εκεί, στην ψύχρα, δεν παίζουνε». Υπήρξε και μια τέταρτη συμβουλή, όμως: «Απόλαυσέ το. Είναι κάτι που δε θα έχεις ξαναδεί».

Κι έτσι έγινε. Ακολούθησα πιστά τις τέσσερις συμβουλές, την τέταρτη πρώτα απ' όλες και σε σημείο εξαναγκασμού τη δεύτερη. Eυτυχώς, δεν χρειάστηκε να βιώσω ιδίοις όμμασι αν οι αστυνομικοί στο Μαρόκο «παίζουνε» ή όχι, όπως έτυχε και τυχαίνει σε άλλους, λιγότερο τυχερούς, περισσότερο «σκούρους», σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Και δεν είδα, η αλήθεια είναι, τόση αστυνομία όσο στρατό, τριάδες οπλισμένες. Όσο για τα παζάρια; Αυτό ήταν πραγματικά κάτι πρωτόγνωρο, κάτι που ποτέ δεν είχα ξαναδεί, μην έχοντας βρεθεί εκτός Ευρώπης έως τότε.

Το Μαρακές είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Μαρόκο, με πληθυσμό λίγο μεγαλύτερο από το ένα εκατομμύριο κατοίκους. Ονομάζεται αλλιώς «κόκκινη πόλη» και στο κέντρο του βρίσκεται η Μεδίνα, η οποία αποτελεί την περιοχή που θα ονομάζαμε παλαιά πόλη, το ιστορικό κέντρο. Περικλείεται εντός των τειχών που άφησαν πίσω τους αιώνες περασμένοι και η UNESCO, όχι άδικα, την έχει συμπεριλάβει μεταξύ των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτισμικής Κληρονομιάς.

Με επίκεντρο την αχανή πλατεία Τζεμάα ελ Φνα, και συνεχίζοντας στα πλακόστρωτα στενάκια και τα κοφτά δρομάκια που διακλαδώνονται ολόγυρα, τα σοκάκια που ξεπροβάλλουν απ' το πουθενά καθώς βαδίζεις, η περιοχή σφύζει από ανθρώπους, ζώα, κι εμπορεύματα προς πώληση. Πλημμυρίζει από φωνές, από αρώματα και μυρωδιές. Από νωρίς το πρωί μέχρι πραγματικά αργά το βράδυ καντίνες πάνω στην πλατεία διαλαλούν την πραμάτεια τους: φρέσκοι χυμοί κι αναψυκτικά, γλυκίσματα, σαβάρμα και φαλάφελ, κουσκούς και ταζίν, μαγειρεμένα σαλιγκάρια και ξηροί καρποί, παγωτό μηχανής, διάφορα άλλα πιάτα τοπικά και εθνικά. Τριγύρω τους, ηλικιωμένες γυναίκες με νικάμπ, σε ένα σκαμπό καθισμένες οι ίδιες και με άλλα σκαμπό απλωμένα μπροστά τους, προσφέρουν τατουάζ χένας - κάτι που στις νεαρές κοπέλες δείχνει να αρέσει ιδιαίτερα, στις ντόπιες και τις τουρίστριες εξίσου.

Νεαρά ζευγάρια και οικογένειες κάνουν περατζάδες εδώ κι εκεί πάνω στην πλατεία. Κάθε λίγα βήματα, κοντοστέκονται σε κάποιο απ' τα υπαίθρια θεάματα που έχει στηθεί: χοροί, παραστάσεις, παιχνίδια όπου πρέπει να ψαρέψεις με ένα καλάμι μπουκάλια αναψυκτικών, τραγούδια όπου μπορείς να συμμετάσχεις, διηγήσεις παραμυθιών από γέροντες, κόλπα με χαρτιά («εδώ παπάς...»).

Ταλαιπωρημένοι νέοι από την υποσαχάρια Αφρική, μορφές γνώριμες με όσες υπομένουν στις δικές μας πλατείες, περιφέρονται με υφάσματα και τσάντες, ριχτά και φουλάρια, πορτοφόλια και ομπρέλες. Αμαξάδες περιμένουν πιο κει, μια ουρά οι άμαξες παρκαρισμένες στην άκρη του δρόμου, όπως τα ταξί σε εμάς. Τα ζευγάρια και οι οικογένειες ανεβαίνουν πάνω για μια βόλτα- ίσως αυτό εδώ να αποτελεί το ιδανικό πρώτο ραντεβού ή την παραδοσιακή οικογενειακή βόλτα, ποιoς ξέρει; Συγκροτήματα με παραδοσιακές φορεσιές χορεύουν και τραγουδούν, ηλικιωμένοι γονατισμένοι στο έδαφος ψέλλνουν πλάι-πλάι, με μια φωνή, θρησκευτικούς ύμνους. Άνδρες και γυναίκες περιφέρονται με καλάθια φορτωμένα στους ώμους, σέρνοντας τις παντόφλες τους («του παππού», όχι διχάλα). Πουλάνε ψωμί, σακουλάκια με μπαχαρικά και ποικιλίες τσαγιού, μπρούτζινα σκεύη, φρούτα, λαχανικά, αυγά. Δύο κοπελίτσες νεαρές κάνουν βόλτες στην πλατεία πλάι-πλάι, κρατιούνται απ' το χέρι, η μία φορά μαντήλα η άλλη όχι. Ποζάρουν στο κινητό, βγάζουν μια σέλφι και χαχανίζουν.

Κάποιες φορές μέσα στην ημέρα, ακούγεται ο ιμάμης να καλεί για προσευχή, οι μουσικές και οι συζητήσεις χαμηλώνουν. Στα τζαμιά, άνδρες αφήνουν τις παντόφλες τους λίγο μετά την είσοδο και προχωρούν με αργά βήματα προς το εσωτερικό. Στα στενάκια, γυναίκες κοντοστέκονται να κάνουν τα ψώνια της εβδομάδας, χαιρετούν και χαρετιούνται. Κράχτες απ' τα μαγαζιά που πουλάνε χαλιά, πορτοφόλια και τσάντες σε προσεγγίζουν σε κλάσματα δευτερολέπτου, άνδρες σερβίρουν ήρεμα κι από ψηλά το τσάι τους σχεδόν με ευλάβεια, παιδάκια χωμένα σε ένα ισόγειο δωμάτιο μια στάλα παίζουν ποδοσφαιράκι στο playstation, πανηγυρίζουν το κάθε γκολ.

Πίσω στην πλατεία, μουσικοί με πνευστά κάνουν φίδια της ερήμου να χορεύουν, ενώ πιο κει στέκει και ο Αλί με έναν φίλο του, στους ώμους τους δύο μαϊμούδες. Tις φοράνε κολάρο στους τουρίστες αν πλησιάσουν και διστάσουν όσο απαιτείται για να κάνουν εκείνοι την κίνησή τους, να τους αναγκάσουν σχεδόν να βγάλουν φωτογραφίες μαζί τους και να ζητήσουν αμοιβή για αυτές. Μίλησα λίγο με τον Αλί - όταν άκουσε ελληνικά, ήρθε και μας μίλησε αυτός, για την ακρίβεια. Τη θυμόταν τη γλώσσα, έδειξε να θυμάται ιδιαίτερα την εθνική μας λέξη με τα τρία «α». Έμενε χρόνια στην Ελλάδα, Ομόνοια και Μεταξουργείο, δούλεψε πολύ, του άρεσε η Ελλάδα, οι Έλληνες. Γύρισε στην πατρίδα του, όμως, κάποτε έπεσαν οι δουλειές. Και μου φόρεσε κι εμένα κολάρο την παρέα του όσο μιλούσαμε: δύο μαϊμούδες που μασουλούσαν λαίμαργα τα κορδόνια στο σακίδιό μου.

Απ' τα μαγαζιά, οι δαιμόνιοι κράχτες δεν πρόκειται να σε αφήσουν σε ησυχία. Φωνάζουν σε διάφορες γλώσσες μέχρι να απαντήσεις- buongiorno και hola και hello sir, σε εμάς konnichiwa σε όσους μοιάζουν ασιάτες. Ρωτούν την εθνικότητά σου, προσεγγίζοντάς σε, πετάνε λέξεις και φράσεις, όλο χαμόγελο. Δεν είναι ασυνήθιστο να σου κάνουνε πλάκες: «συγγνώμη, έχω φάει ήδη» είπα σε κάποιον που ήθελε να φάμε στην καντίνα του. «Όπως σε βλέπω εσένα, μάλλον χρειάζεσαι και άλλο», απάντησε όλο χαμόγελο και μου έδωσε το χέρι του.

Η πλειοψηφία των τουριστών είναι Γάλλοι, Γερμανοί και, φυσικά, Ισπανοί. Αν σε πάρουν για Γερμανό, θεωρούν αυτόματα πως έχεις πολλά λεφτά και στα παζάρια θα είναι λιγότερο δεκτικοί στο να κατεβάσουν την τιμή. «Μα, είσαι Γερμανός!», άκουσα να λένε σχεδόν έκπληκτοι σε έναν πενηντάρη Γερμανό, που πληρούσε το στερεότυπο (σανδάλια και κάλτσες), όταν προσπάθησε να παζαρέψει κι άλλο την τιμή μιας δερμάτινης ζώνης. Αν σε θεωρήσουν Ισπανό - όπως φαντάζομαι θα τύχει στην πλειοψηφία των Ελλήνων που θα βρεθούν εκεί - σε προσεγγίζουν εύθυμα με hermano, tío, amigo (αδερφέ, κολλητέ, φίλε), θα σου μιλήσουν με αργκώ, θα σου κάνουν χειραψίες κι αγκαλιές, θα θελήσουν να σου πουλήσουν χασίς. Τους Έλληνες τους εκτιμούν πολύ - ή έτσι δείχνουν, τουλάχιστον. «Yunan, Yunan», λέγανε το όνομα της χώρας ξανά και ξανά όταν είπαμε από που είμαστε. «Σωκράτης, Πυθαγόρας, Πλάτωνας». Και όταν εξηγείς πως απ' την Ελλάδα είσαι, που λεφτά για να αγοράσεις όσα σου προσφέρουν, δείχνουν κατανόηση. Και κατεβαίνει κι άλλο η τιμή.

Γενικά, είναι εντυπωσιακό: σχεδόν όλοι τους μιλούν ή μπορούν να συνεννοηθούν, έστω, σε πάρα πολύ καλό επίπεδο, σε γαλλικά και ισπανικά και αγγλικά μαζί. «Πήγα ένα πρωί να με ξυρίσει, παραδοσιακά και έτσι, με φαλτσέτες και μουσικούλα αραβική από πίσω, ένας παππούς τουλάχιστον ενενήντα- ενενήντα πέντε χρονών. Και μίλαγε άπταιστα αγγλικά, πολύ καλύτερα από μένα. Έκανε συζήτηση, εισήγαγε θέματα, ασταμάτητος, σου λέω!», μου είπε ένας Έλληνας ερασμίτης που συνάντησα ένα βράδυ στο χόστελ όπου μέναμε.

Θα δεις και άλλους παππούδες όμως. Με τη φτώχεια και την κούραση μιας ζωής αποτυπωμένη στο πρόσωπό τους, τους κόπους μιας ζωής χειρωνακτικής εργασίας να αποτυπώνονται σε αυλακιές πάνω στο μέτωπό. Η εργασία στα κάθε λογής εργαστήρια στη Μεδίνα πραγματοποιείται, κατά κανόνα, σε συνθήκες και με εξοπλισμό που σε μας θεωρούνται παρελθόν. Την ίδια ώρα, ηλικιωμένοι αχθοφόροι περιμένουν μπροστά από κάρα, σου κάνουν νόημα σχεδόν εκλιπαρώντας, να βάλεις τις βαλίτσες σου, να σύρουν εκείνες και σένα μαζί, στο κατάλυμμα όπου διαμένεις. Άλλοι στέκονται πιο κεί, από το απόγευμα ως αργά το βράδυ, με μια ζυγαριά μπροστά τους και ένα φακό στο χέρι να φωτίσουν σαν ανέβεις - αυτό έχουν, αυτή την υπηρεσία μπορούν να προσφέρουν. Ηλικιωμένες γυναίκες περιφέρονται, κινούνται με δυσκολία και με βήματα αβέβαια, σου ζητούν να αγοράσεις τα χαρτομάντηλα που κρατούν στα χέρια τους.

Η παιδική εργασία είναι αυτονόητη, επίσης: στα μαγαζιά που πουλάνε χαλιά και πορτοφόλια και σουβενίρ, στις καντίνες, στο κουβάλημα. Παιδάκια γύρω στα δέκα, με μπλούζες εκατομμυριούχων ποδοσφαιριστών και ξεφτισμένα παντελόνια, σε βλέπουν με τις βαλίτσες, προσφέρονται να σε οδηγήσουν εκείνα στο κατάλυμμά σου,«μόνος σου σίγουρα θα χαθείς», επιμένουν. «Κύριε, μένω εδώ δώδεκα χρόνια, πιστέψτε με πως μπορώ να σας οδηγήσω στο χόστελ σας», μου είπε ένας πιτσιρικάς με τσαγανό και επαγγελματική αυτοπεποίθηση. Μήπως και τους δώσεις κάποιο κέρμα, ή μήπως και σου πουλήσουν χασίς οι φίλοι τους που, εσύ ούτε μπορείς να καταλάβεις πως, μόλις φτάσεις εκεί σε περιμένουν ήδη απέξω.

Γενικά, το κακό του να σε έχουν προειδοποιήσει πως διάφοροι στο δρόμο θέλουν να σε οδηγήσουν εκεί που πηγαίνεις, για να τους δώσεις λεφτά (το οποίο ισχύει), είναι πως καταλήγεις να κοιτάς καχύποπτα και τους άλλους, εκείνους που όντως θέλουν να βοηθήσουν. Πολλές φορές έτυχε να είμαστε χαμένοι με τη μούρη χωμένη στον χάρτη και να μας πλησιάσει κάποιος, να πει ήρεμα «πρέπει να πάτε από κει», και να γλιστρήσει πάλι διακριτικά πίσω στο σημείο όπου βρισκόταν. Και μεις μείναμε χαζοί.

Όλοι στο μεροκάματο, λοιπόν, στον αγώνα να βγει η μέρα- αλλά με χαμόγελο. Θα δεις συχνά στις καντίνες που τρως τα αποφάγια που μόλις άφησες να δίνονται σε σακούλες σε πλανόδιους και άστεγους- αυτοί μπορεί να σε κοιτάξουν, να φέρουν το χέρι στη καρδιά, να χαμογελάσουν ταπεινά. «Ευχαριστώ». Παιδιά θα σε παρακαλέσουν επίμονα να τους αγοράσεις μια πορτοκαλάδα που σε σένα θα κοστίζει σαράντα λεπτά, ενώ πιο δίπλα, δύο αγόρια όχι πάνω από δεκαπέντε, κουμαντάρουν μια ψησταριά μόνα τους. Άλλα, στην ίδια ηλικία πάνω κάτω, κουβαλάνε κάθε λογής πράγματα ακούραστα όλη μέρα ή βγάζουν απ' το φούρνο ταψιά με πίτες.

Άνθρωποι κάθε ηλικίας, μόνοι τους ή δικάβαλο ή και με μπαγκάζια μαζί, τρέχουν πάνω στα ποδήλατα στα στενάκια με ταχύτητα που για τα πρώτα λεπτά θα σε κρατά το λιγότερο αγχωμένο για τη σωματική σου ακεραιότητα. Διασταυρώνονται με μηχανάκια, με ανθρώπους που κουβαλούν εμπορεύματα κι άλογα που σέρνουν κάρα, αποφεύγουν ο ένας τον άλλο, ξεγλιστράνε με μανούβρες της τελευταίας στιγμής, δίχως να μειώσουν στο ελάχιστο ταχύτητα, χαλαροί. Μουσικές ξεπορτίζουν απ' τα ανοιχτά παράθυρα, μυρωδιές σκορπούν εδώ κι εκεί, οι ντόπιοι σταματάνε, χαιρετάνε κάποιο γνωστό τους, του σφίγγουν το χέρι όλο χαμόγελο και τον φιλάνε σταυρωτά στα μάγουλα. Μανάδες γυρνάνε σπίτι τα παιδιά τους πιασμένα όλα χέρι-χέρι μεταξύ τους, η μάνα καλυμμένη με χιτζάμπ ή άλλο πέπλο και ο μικρός με μια σάκα στη πλάτη- ο Σούπερμαν ή ο Πίκατσου επάνω της.

Η καλύτερη λύση εάν θες να πάρεις ταξί, λένε, είναι να συμφωνήσεις εκ των προτέρων με τον οδηγό πως θα βάλει σε λειτουργία το ταξίμετρο. Έτσι, θα ξέρεις πόσα πρέπει να πληρώσεις. Στην πράξη, όμως, αυτό αποδεικνύεται αδύνατο: κανείς δε θα δεχθεί, «βρες άλλον» θα σου πουν και θα λήξουν τη κουβέντα. Έτσι, αυτό που μένει είναι να διαπραγματευτείς την τιμή, να συμφωνήσετε σε μια τιμή πριν μπείτε στο όχημα. Ισχύει και εδώ ο κανόνας του «πρότεινε τη μισή τιμή», αν και τα αποτελέσματα κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι πολύ καλύτερα από τα αντίστοιχα της νύχτας. Σε κάθε περίπτωση, το ταξί, όπως και οι περισσότερες από τις υπηρεσίες που μπορείς να αγοράσεις, παραμένει πολύ φθηνό, ακόμη και για εμάς.

Η φοροδιαφυγή είναι κάτι δεδομένο, σχεδόν σαν νόρμα, φυσιολογικό. Κάποιες φορές είδα επιχειρήσεις να έχουν τις σχετικές μηχανές, δε θυμάμαι όμως να έπιασα στα χέρια μου απόδειξη περισσότερες από δύο φορές. Συνήθως σου φέρνουν ένα χαρτί, όπου χειρόγραφα εμφανίζεται το τί έχεις παραγγείλει, κι αυτό είναι όλο. Γενικά, θεωρείται κάτι αποδεκτό, δεν μπαίνεις καν στη διαδικασία να το συζητήσεις, ξέρουμε μεις απ' αυτά άλλωστε. Όσον αφορά τις φωτογραφίες, δε, τριών ειδών πράγματα μπορούν να συμβούν με τους εικονιζόμενους: είτε δε θέλουν, και θα σου κάνουν αυστηρά νόημα να μην τους τραβήξεις. Είτε θα θέλουν, θα σου ζητήσουν να βγάλεις ακόμη μία, να ποζάρουν κι εκείνοι όπως θέλουν. Είτε θα ζητήσουν λεφτά για τη φωτογραφία στην οποία βρίσκονται. Η συνειδητοποίηση αυτή πως οι άνθρωποι εκείνοι γνωρίζουν πως αποτελούν οι ίδιοι αξιοθέατο για τους τουρίστες, με έκανε να νιώσω πολύ παράξενα μέσα μου.

Αναφορικά με το παζάρεμα καθαυτό, τώρα, οι άνθρωποι είναι μάστορες: δεν τους πιάνεις πουθενά. Μαθημένοι από παιδιά, έχουν αναπτύξει τις δικές τους τεχνικές, τις δικές τους μεθόδους. Όσο κι αν ρίξεις την τιμή, κατά τη συναλλαγή έχεις την εντύπωση πως η άλλη μεριά είναι που βγήκε πραγματικά κερδισμένη. O ξάδερφος που έχει σπουδάσει και εργαστεί στον τομέα των επιχειρήσεων, εντυπωσιάστηκε κι εγώ μαζί. Μετά από λίγο θέλαμε να πηγαίνουμε για παζάρεμα και ας μην είχαμε ντιρχάμ στην τσέπη. «Εύκολα θα μπορούσαν οι μεγάλες εταιρίες να στέλνουν τους υποψήφιους για τις θέσεις πωλήσεων να δοκιμαστούν και να μάθουν εδώ, πριν επιλέξουν ποιοι θα προσληφθούν», είπε ο ξάδερφος.

Όπως και να' χει πάντως, ωραίο το παζάρεμα, καλή και η αίσθηση που έχεις όταν συνειδητοποιείς πόσο πολλά μπορείς να αγοράσεις με τόσο λίγα λεφτά. Δεν χρειάζεται να παραγίνει, όμως. Όταν στο παζάρεμα παλεύεις να γλιτώσεις άλλο ένα ευρώ, καλύτερα να σταματήσεις εκεί ίσως. Χάρισέ το, χαλάλι. Γιατί εμάς το ένα δεν μας σώζει, πιθανότατα θα χαλαστεί πριν το καταλάβουμε καν, μικρό το κέρδος μας. Κάτι που σε καμία, μα καμια, περίπτωση δεν μπορεί να ειπωθεί για εκεί.

Δημοφιλή