Στον «Νυχτερινό Ανταποκριτή» (Nightcrawler), μία από τις αρκετές ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστεί την τελευταία τετραετία, ο Jake Gyllenhaal αποτυπώνει με την πειστική του ερμηνεία ιδιαίτερα εύστοχα έναν- ας επιτραπεί η γενίκευση- μέσο Αμερικανό νεαρό του σήμερα. Ο νεαρός τον οποίον υποδύεται ο Gyllenhaal, παρά την σαφή χιλιομετρική απόσταση, καθώς και την ευδιάκριτη διαφορά που διέπει τις δύο χώρες σε πολιτισμικό και κοινωνικό επίπεδο- παρά τις απέλπιδες προσπάθειες της δικής μας χώρας να ακολουθήσει κατά πόδας και να αφομοιώσει κάθε τι αμερικάνικο, με συνέπεια η οικειοποίηση, ανώριμη κι επιφανειακή, να αφορά συνήθως τα κακώς, πολύ κακώς κείμενα- δεν δείχνει να διαφέρει και τόσο από τον συνομήλικο Έλληνα.
Εξόφθαλμα φιλόδοξος και δυναμικός, με ακλόνητη την πεποίθηση πως μπορεί να αποδώσει στις όποιες απαιτήσεις οποιασδήποτε δουλειάς, σε σημείο να γίνεται ενοχλητικός στους γύρω του για αυτόν ακριβώς το λόγο, ο ήρωας της ταινίας θέλει χρήματα όσο θέλει και να βγει απ' την απραξία που του επιβάλλεται- ψάχνει, λοιπόν, για δουλειά. Διακρίσεις δεν κάνει: πάει από δω, πάει από κει, σε όποια πέτρα δείξει να σηκώνεται σφηνώνει τη μύτη του και ρωτά «μήπως κάνετε προσλήψεις;». Δυστυχώς για τον ίδιο, όμως- δυστυχώς για τον νεαρό Αμερικανό, Έλληνα, Ισπανό, Μεξικανό κ.ο.κ., που βλέπει κάτι οικείο στην όλη ατμόσφαιρα της ταινίας- το πόσο φιλόδοξος, δυναμικός και εργατικός είναι ή θεωρεί πως είναι, δεν έχει σημασία. Οι πόρτες είναι κλειστές κι αμπαρωμένες. Κατά κάποιον παράξενο τρόπο, ωστόσο, η επιφάνεια τους είναι διαφανής: πρόκειται για το τέχνασμα που διασφαλίζει τη γέννηση και συντήρηση του πόθου, στον εκάστοτε νεαρό, για όσα φυλάσσονται πίσω από αυτές. Ο πόθος για αυτά που- για τον ίδιο άδικα και σκληρά- του στερούνται. Έτσι είναι το σήμερα, άλλωστε: είσαι υποχρεωμένος να βλέπεις όσα δεν μπορείς να έχεις δίπλα σου, κοντά σου, ούτως ώστε να ξεγελιέσαι και να πιστεύεις πως μπορούν να βρεθούν και μέσα στην χούφτα σου. Κάποια ημέρα.
Γρήγορα, ο ήρωας μας καταλαβαίνει τι είναι αυτό που μπορεί να του δώσει την ώθηση που τόσο πολύ χρειάζεται και επιζητά. Αίμα, ανθρώπινος πόνος, εικόνες δυστυχίας- η διαχείριση αυτών. Δεν είναι ο μόνος- πολύ πριν από εκείνον, Μέσα της κάθε χώρας έχουν αντιληφθεί πως αίμα και πόνος και φρίκη και κακό πουλάνε πολύ και σταθερά και έχουν βασίσει στην εκμετάλλευση αυτών σημαντικό μέρος της λειτουργίας τους.
(Μιας και πρόκειται για τις ημέρες, κατά τις οποίες η δίκη της Χρυσής Αυγής- δείχνει να- συνεχίζεται, μη ξεχνάμε την εξοργιστική δημοσίευση της φωτογραφίας του Παύλου Φύσσα, τη στιγμή που ξεψυχούσε στα χέρια της κοπέλας του, από φυλλάδα απογοητευτικά υψηλής κυκλοφορίας, παρά τη παράκληση από μεριάς της οικογενείας να μη συμβεί κάτι τέτοιο- ο άνθρωπος που ο ήρωας γίνεται, στο τέλος της ταινίας, θα ήταν περήφανος).
Αίμα και πόνος, όμως, προσφέρουν τα ερείσματα στα οποία θα βάσιζαν, βασίζουν και θα βασίζουν την ύπαρξη τους κι άλλοι: πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες κάθε απόχρωσης και προέλευσης, προπαγανδιστές κάθε διαμετρήματος, λαϊκιστές με πλήρη έλλειψη συνείδησης. Στο δικό μας επίπεδο, στο επίπεδο των θεατών και καταναλωτών και πολιτών, αίμα και πόνος έχουν τη δική τους σημασία στη καθημερινότητα μας: καθόμαστε μπροστά από την τηλεόραση μας, θα έλεγε ο Norbert Bolz, με απόλυτη συνέπεια, προκειμένου να παρακολουθήσουμε τις καλύτερες κακές ειδήσεις που διάλεξαν τα Μέσα για εμάς, ούτως ώστε να λάβουμε τη δόση που μας χρειάζεται, την επιβεβαίωση για να μείνει η καρδιά στη θέση της: και σήμερα υπάρχουν χειρότερα από όσα εμείς ζούμε.
Το κλείσιμο της συρόμενης πόρτας του βαν, τη στιγμή που ο ήρωας ρωτά για ακόμη μια φορά, σε ακόμη έναν τομέα, αν υπάρχει δυνατότητα πρόσληψης, δεν διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από τη θέση που μου προσφέρθηκε κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης- 600 ευρώ συνολικά για 6 μήνες δουλειάς, με το πρώτο τρίμηνο εντελώς δωρεάν και κλιμακωτές αποδοχές (ο Θεός να τις κάνει) στη συνέχεια- από μια κατά τα άλλα γνωστή διαφημιστική εταιρία των βορείων Προαστίων, με πλούσιο πελατολόγιο σημαντικών και γνωστότατων εταιριών- πολυεθνικών, εγχώριων, ξένων. «Μετά, όμως, υπάρχει πρόσληψη». Σαφώς. Τα ίδια είχε ακούσει φίλη εργαζόμενη σε εταιρία επικοινωνιών με εξευτελιστικές αποδοχές όσο και συνθήκες εργασίας, που απολύθηκε με συνοπτικές διαδικασίες, σαν ήρθε η ώρα η σύμβαση να γίνει «αορίστου χρόνου»- τα ίδια πρέπει να είχαν ακούσει οι προηγούμενοι, θα τα ακούσουν κι οι επόμενοι. Καθόλου δεν διαφέρει, επίσης, από το φίλο που κατάφερε να βρει δουλειά, έστω και με 300 ευρώ μηνιαίως, για 10 ώρες την ημέρα, 6 μέρες την εβδομάδα, γιορτές και αργίες μέσα. Ούτε για έναν ακόμη, μεγαλύτερο σε ηλικία, σε καλύτερη θέση, που τις ημέρες των Χριστουγέννων που μας πέρασαν έλαβε τηλεφώνημα: «Σου έβαλα το δώρο. Μέχρι αύριο να μου έχεις δώσει πίσω τα λεφτά, αλλιώς απολύεσαι». Είναι η ασχήμια και το άδικο που επιβάλλονται ταιριαστά και μόνο απογοήτευση, αγανάκτηση και οργή όσα μπορούνε να γεννήσουν.
Ο ήρωας της ταινίας ενθουσιάζεται και το παίρνει απόφαση: θα στήσει το δικό του τηλεοπτικό συνεργείο, που θα προσφέρει ποιοτικώς αποτυπωμένες στιγμές φρίκης σε τηλεοπτικούς σταθμούς. Ξεκινά με υποτυπώδη εξοπλισμό, σαφώς υποδεέστερο των ανταγωνιστών του, ενώ πέραν της απειρίας του καλείται να αντιμετωπίσει και την σαφώς αρτιότερη οργάνωση εκείνων, που τους δίνει τη δυνατότητα να φτάνουν στα πραγματικά σημαντικά γεγονότα πρώτοι, τη στιγμή που πρέπει. Όσο ακόμη τρώει μερικές γερές σφαλιάρες, μέσα του συντελείται το πέρασμα από τον φιλόδοξο εργαζόμενο, στον αποφασισμένο εργοδότη. Κοινώς, τα μυαλά του παίρνουν αέρα.
Ξέροντας την πραγματικότητα- που ο ίδιος έχει γευτεί περισσότερο, ίσως, από όσο θα ήθελε- γνωρίζει και πως θα πρέπει να φερθεί. Πουλάει φούμαρα, καπνό και αέρα στον εργαζόμενο που θα προσλάβει με ασυνήθιστη άνεση και ευκολία, εξασφαλίζει πως θα του αποδίδει την ελάχιστη δυνατή αμοιβή, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζεται ιδιαίτερα αποδοτικός στην παροχή υποσχέσεων- που, μάλλον, δεν θα τηρηθούν- και τη χρήση μέσων εντυπωσιασμού που κάνουν το αρκούδι να χορεύει, κι ας είναι νηστικό. Μεγαλοπιάνεται, δίνει στην εταιρία του- που δεν υπάρχει- όνομα, επιβάλλοντας τη ψευδαίσθηση.
Ταυτόχρονα, πλάθει για τον εαυτό του- κατέχοντας ήδη ένα ευδιάκριτο, γόνιμο για την εποχή υπόστρωμα- το χαρακτήρα εκείνο που θα μπορέσει να επιβιώσει στο περιβάλλον στο οποίο βρέθηκε. Πελατειακές σχέσεις, πλήρης προσήλωση στον στόχο, εξάλειψη των ανθρωπίνων συναισθημάτων- γιατί, η δύναμη να αισθάνεσαι εδώ ισούται με αδυναμία. Το κυνήγι του συμφέροντος και η κινητήρια ανάγκη να γευτεί, επιτέλους, κι ο ίδιος το αμερικάνικο όνειρο που τόσο πολύ πλασάρεται γύρω του- σε σημείο στη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία να θεωρείται αφύσικος όποιος θέλει να ζήσει δίχως τα μάτια του σε αυτό γαντζωμένα- βεβαιώνουν πως ο ίδιος θα αμφισβητήσει, δίχως δεύτερη σκέψη, οποιαδήποτε υποψία αξιών και στεγανών θα μπορούσαν να υπάρχουν μέσα του.
Η κατάληξη, όσο κι αν ξαφνιάζει για το που μπορεί να φτάσει τελικά η ανθρώπινη απληστία, είναι προδεδικασμένη, στοιχείο εμφανές του σήμερα. Ο «Νυχτερινός Ανταποκριτής» μας δεν διάλεξε τίποτα περισσότερο από έναν από τους ελάχιστους δρόμους που το παρέχονται- εκείνον που, μέσα από το σκοτάδι στο οποίο θα κληθεί ο ίδιος να βυθιστεί, θα μπορέσει να του παράσχει επιτέλους όλα εκείνα που βλέπει να λιάζονται στο φως.
Εξάλλου, ποιος ξέρει; Ίσως, αν είχε τελικά γίνει δεκτός, στη πρώτη εκείνη, άσημη δουλειά που είχε ζητήσει, πριν ο ενθουσιασμός του καταφέρει να υπερνικηθεί από την απληστία, άλλα πράγματα να του επεφύλασσε το μέλλον. Η θέση, όμως, δεν θα έμενε κενή: σίγουρα κάποιος άλλος, αγανακτισμένος με όσα εκλαμβάνει απ' το περιβάλλον του, οργισμένος για όσα θέλει και του απαγορεύονται, θα είχε βρεθεί. Και θα βρεθεί. Όπως, δυστυχώς, σίγουρα βρέθηκε και κάποιο φιλόδοξο- και γιατί όχι ιδιαίτερα ικανό- παιδί να δεχθεί τη θέση στη διαφημιστική που προανέφερα: άγχος και πίεση και δέκα ώρες την ημέρα εργασία, με την προνομιούχα επιβράβευση και τιμή του να σου κάνουν τη χάρη να βγάζεις κι άλλα χρήματα γι' αυτούς.