Πριν λίγες εβδομάδες, μιλώντας στη Μόνιμη Επιτροπή Οδικής Ασφάλειας της Βουλής, ο Αναστάσιος Μαρκουίζος- περισσότερο γνωστός ως «Ιαβέρης»- παρουσίασε στοιχεία που δείχνουν πόσο σημαντικές και πολυεπίπεδες επιπτώσεις έχει, για τη χώρα μας, η εθνική και οδική μας αν-ασφάλεια.
1.600 νεκροί και 20.000 τραυματίες σε ένα χρόνο, τα θύματα των τροχαίων ατυχημάτων. Πέντε νεκροί και πέντε τετραπληγικοί «προκύπτουν» κάθε ημέρα- 10 παραπληγικοί, 60 τραυματίες ακόμη βλέπουν τη ζωή τους να αλλάζει. Τα περισσότερα θύματα, μάλιστα, βρίσκονται σε νεαρή ηλικία τη στιγμή του ατυχήματος: το 60-70% του συνόλου αφορά άτομα ηλικίας 15-29 ετών.
Φυσικά, τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν δεν ήταν αρκετά για να ιδρώσει κανενός το αυτάκι. Ούτε των κυρίων που παρευρίσκονταν στην αίθουσα, ούτε και ημών. Το συνηθίζουμε, εξάλλου, άνθρωποι που ίσως μας τσιγκλάνε, πασχίζουν να μας δείξουν, να γνωρίσουν και σε εμάς τι μας συμβαίνει και γιατί είναι σημαντικό να αλλάξουμε κάτι πια, να αντιμετωπίζονται ως «γραφικοί» και «αστείοι» και να χλευάζονται. Την ίδια στιγμή, οι πραγματικά γραφικοί και αστείοι τύποι, οι άξιοι χλευασμού κακομοίρηδες ευημερούν: λαμβάνουν έδρες και αξιώματα στο Κοινοβούλιο, θέσης καίριας σημασίας σε Φορείς και Οργανισμούς, εκπροσωπούν τη χώρα σε άλλες χώρες, διαμορφώνουν ολημερίς και ολονυκτίς τη γνώμη που ονομάζουμε «κοινή» και πάει λέγοντας.
Ο Ιαβέρης, λοιπόν, στην εισήγηση του στη Βουλή, το κατέστησε σαφές: οι απώλειες που έχουμε από τα τροχαία ατυχήματα στην Ελλάδα, αντιστοιχούν σε εκείνες ενός εμφυλίου πολέμου. Κάθε χρόνο ένα χωριό- από εκείνα που έχουν αφεθεί να ερημώσουν- εξαφανίζεται ολοληρωτικά από τον χάρτη. Γκρεμίζεται συθέμελα. Μόνο σημάδι να θυμίζει πως υπήρξε, οι κουβάδες αίματος που ρίχνονται στο οδόστρωμα.
Σε τηλεφωνική συνέντευξη που πραγματοποίησα με τον Ιαβέρη, με αφορμή την προαναφερθείσα εισήγηση του, για το Μέσο όπου εργάζομαι τότε, παρέθεσε και άλλα στοιχεία:
«140 χιλιάδες νεκροί. 150 χιλιάδες ζωντανοί-νεκροί. 200 χιλιάδες ανάπηροι. 2 εκατομμύρια τραυματίες». Σε όλες τις κατηγορίες, όπως ήδη έχω αναφέρει, τα θύματα είναι συνήθως μικρότεροι των 30 ετών και τα στοιχεία αφορούν τα τελευταία 60 χρόνια. Tα στοιχεία αυτά είναι που κάνουν τον Ιαβέρη να μιλά για «απώλειες εμφυλίου πολέμου», καθώς οι συνολικές απώλειες, για τα τελευταία 100 χρόνια, ξεπερνούν τις στρατιωτικές απώλειες των δύο Παγκοσμίων Πολέμων και του Εμφυλίου. Μαζί.
Και, αφού έχουμε συνηθίσει πλέον, να αξιολογούμε τα πάντα ανάλογα με το οικονομικό τους αντίκρισμα και, αφού πολιτική πλέον σημαίνει οικονομία και όλα γύρω από εκείνην περιστρέφονται, ο Ιαβέρης παραθέτει και άλλα στοιχεία. Αυτά, ίσως, μπορούν να κινητροδοτήσουν περισσότερο τους αρμόδιους και μη.
«Βάσει μελέτης μιας αρμόδιας Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης», υπογραμμίζει, «εμείς σπαταλάμε, μέσω του θανάτου και της απόγνωσης στους δρόμους, 12 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως».
Και προσθέτει: «Εάν, λοιπόν, κάναμε κάποια στιγμή μια προσπάθεια όπως κάνουν οι προηγμένες χώρες της Ευρώπης, ώστε αντί να είμαστε 28οι στην Ευρώπη και 108οι στον πλανήτη, να είμαστε για παράδειγμα 20οί και εάν καταφέρναμε να πετύχουμε την κατά 50% μείωση της Λετονίας και της Κύπρου, θα είχαμε κάθε χρόνο, εξοικονομημένα, 6 δισεκατομμύρια ευρώ. Αν καταφέρναμε να πετύχουμε τις επιδόσεις της Σουηδίας, ή της Ολλανδίας, ή της Ιαπωνίας, που πάνε στο σημείο μηδέν, θα είχαμε ατόφια δώδεκα δισεκατομμύρια εξοικονομημένα. Με αντίτιμο, να μη σκοτώνονται τα παιδιά των Ελλήνων στους δρόμους».
Διαφωνεί κανείς πως πρόκειται για περισσότερο ευκταία λύση, για την εύρεση των πόρων που αναζητεί η κυβέρνηση, από τις ατέρμονες περικοπές και μειώσεις μισθώς και προϋπολογισμών;
Πίσω στο θέμα της ημέρας, αξίζει να έχουμε κατά νου πως ο Παντελής Παντελίδης που έχασε τη ζωή του λόγω τροχαίου ατυχήματος στη λεωφόρο Βουλιαγμένης το πρωί της Πέμπτης, δεν ήταν ο μόνος νεκρός της ημέρας. Τέσσερις νεκροί σε όλη τη χώρα ακόμη φύγανε από γκάζι, νέοι τραυματίες, νέοι ανάπηροι, νέος πόνος. Σε λίγες ώρες, από όταν γράφονται αυτές οι γραμμές, θα είναι μεσάνυχτα: νέα μέρα, άρα ώρα για νέους νεκρούς, για νέους τραυματίες, για νέους ανάπηρους. Μεθαύριο το ίδιο, για κάθε ημέρα, κάθε μήνα. Ώσπου να αφανίσουμε ακόμη ένα χωριό.
Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί, ωστόσο, ότι ο θάνατος του Παντελίδη θα μπορούσε να μας επηρεάσει θετικά, να μας κινητοποιήσει, να δώσει έναυσμα για κάποια αλλαγή. Είναι, αναμφισβήτητα, άνθρωπος που κατάφερε να αγγίξει πλατιά τμήματα του κοινού, εκτιμήθηκε και λατρεύτηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, ο Παντελίδης- και εμφανισιακά, ακόμη- θύμιζε το γείτονα που συμπαθούμε ή τον μεγαλύτερο ξάδερφο που ως μικρότεροι θαυμάζαμε. Απλό παιδί και όχι απόμακρο ή με «ύφος», ταπεινό φαινόταν, με ρούχα «κανονικά» και κάτι πουλόβερ ή πουκάμισα σκέτα, σε αντίθεση με την επικρατούσα εικόνα των «σταρ» των τελευταίων δεκαετιών. Κατάφερε να ανελιχθεί μόνος του, να κυνηγήσει το όνειρο του και να το αγκαλιάσει.
Η- τρόπον τινά- λατρεία, λοιπόν, της οποίας έχαιρε εν ζωή, είναι επόμενο να συνεχίζεται τις τελευταίες ώρες, με το σπάραγμα των ακροατών του στα κοινωνικά δίκτυα που- κι εδώ έγκειται μια μεγάλη διαφορά για όσους κατάφεραν όντως να αγγίξουν το κοινό τους- μπορούν να αυτο-χαρακτηριστούν και οπαδοί. Στα τριάντα δύο του έφυγε ο Παντελίδης, σε μία περίεργη για τις κοντινές ηλικιακές ομάδες εποχή, και όταν θα ακούγονται πλέον τα τραγούδια του, στα σχετικά νυχτερινά μαγαζιά και κέντρα διασκέδασης, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα γίνονται δεκτά με μια δόση ιδιαίτερου καημού κι ένα παράπονο απ' το κοινό, κυρίως και λόγω των γεγονότων που προηγήθηκαν του θανάτου του.
Είναι καιρός, πια, να αξιοποιηθεί όλος αυτός ο πόνος για καλό, να αλλάξουμε εμείς μήπως και αλλάξει και το γύρω μας, έστω σε έναν τομέα. Γιατί, έως σήμερα, σε όλα τα θέματα τέτοιας σημασίας, οι μόνοι που ασχολούνται, ενημερώνουν και κρούουν κώδωνες κινδύνου σε πείσμα των αδιάφορων και κωφών, είναι όσοι χάσανε κάποιον δικό τους ή είχαν οι ίδιοι μια ανάλογη, δύσκολη εμπειρία. Ισχύει, δυστυχώς, το «εάν δεν πάθεις» και, δυστυχέστερα, δεν μαθαίνουν και όλοι όσοι παθαίνουν.
Και πάλι λίγες εβδομάδες πριν, στην Αθήνα φιλοξένησα ένα φίλο από την Κολομβία, που κάνει το μεταπτυχιακό του στην Ευρώπη. Καθώς βολτάραμε από εδώ κι από κει με το αμάξι, περίμενα να ακούσω σχόλια για την πόλη, τα κτίρια, τους ανθρώπους. Το πρώτο σχόλιο ήταν πως, αρχιτεκτονικά, τα κτίρια που έβλεπε στην Αθήνα δεν του θύμιζαν σε τίποτα την Αυστρία, τη Γαλλία, το Βέλγιο. "This isn't Europe, not the Europe I have seen"- μέρος πρώτο, αλλά άσχετο. Αργότερα, βράδυ στη Πατησίων, κατεβαίνουμε προς το κέντρο και καλούμαστε να αποφύγουμε ανθρώπους που διασχίζουν κάθετα το δρόμο, όχι απλώς με κόκκινο φανάρι για αυτούς αλλά πλήρως μακριά από οποιαδήποτε υποψία φαναριού ή διάβασης. Ως πεζός, ο φίλος μου, την επόμενη μέρα στο κέντρο, στέκεται μπροστά από μία διάβαση και εμείς γελάμε. Γρήγορα ανακαλύπτει πως ο ρόλος της είναι διακοσμητικός- λίγες γραμμούλες, ίσα να σπάει η μονοτονία της λακούβας στο μάτι.
Ώσπου, την τρίτη ημέρα, και αφού έχουμε οδηγήσει αρκετά περιφερειακά στην Αττική, το "this isn't Europe" μετασχηματίζεται αυθόρμητα σε "this can't be Europe". Αμάξια που στρίβουν δίχως φλας, μηχανάκια που χώνονται όπου βρουν, πεζοί που πετάγονται στη μέση του δρόμου, απότομες αλλαγές λωρίδας, χέρια που κρέμονται από παράθυρα οδηγών και βρισιές, κορναρίσματα, σε αφθονία. Ο φίλος μου νιώθει σαν το σπίτι του. «Θυμίζει περισσότερο κάποια μεγαλούπολη της Λατινικής Αμερικής, παρά την Ευρώπη, εδώ πέρα» μου λέει.
Είμαι πλέον πεπεισμένος, πως αν υπάρχει δυνατότητα κάτι να αλλάξει, αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με δύο τρόπους: είτε με το στανιό, είτε με φιλότιμο. Το στανιό, μέχρι στιγμής, δε δείχνει να λειτουργεί- τουλάχιστον όχι σε κάθε τομέα. Ενδεικτικό, και φαινομενικά άσχετο παράδειγμα: παραβρέθηκα σε μία παρουσίαση βιβλίου τις προάλλες, στην οποία έτυχε να βρίσκονται και ορισμένα μέλη της κυβέρνησης, ένας υπουργός, καθηγητές πανεπιστημίου. Εντός του κλειστού χώρου του καφέ, εκεί δηλαδή όπου απαγορεύεται γιατί οι ίδιοι το ψήφισαν, εκπρόσωποι της Πολιτείας, και μη, κάπνιζαν.
Δεν είναι πλέον αρκετό να περιμένουμε να δώσουν λύση στα προβλήματα μας, εκείνοι που δεν μπορούν. Δε νοιάζονται, άλλωστε, ποτέ δε νοιάστηκαν. Άρα, μας μένει το φιλότιμο. Γιατί οι δρόμοι αποτελούν, όντως, πεδία μάχης, όπως καταγγέλλει ο Ιαβέρης που για πολλούς είναι «γραφικός» και για αυτό οι «σώφρονες» δεν κάνουν τίποτα. Αποτελούν ένα ναρκοπέδιο που διατρέχει όλη τη χώρα. Με τις κατάσταση στην οποία βρίσκονται, με τη λειψή σηματοδότηση- κυρίως, όμως, με εμάς, με τόσο πολλούς εμάς, δυστυχώς. Ένα πεδίο μάχης, για τους χαζούς που εν έτει 2016, και ενώ φτιάχνουμε ψηφιακούς εκτυπωτές και μύρια πόσα τεχνουργήματα, καταφέρνουμε να πεθαίνουμε, στις γειτονιές μας μέσα, από εμάς.
Στα χρόνια που έρχονται, θα εξαφανιστούν και άλλα χωριά, ένα-ένα τη φορά. Αθόρυβα, δίχως να το παρατηρήσουμε, χωρίς να δώσουμε καν προσοχή. Κι άλλοι άνθρωποι θα χαθούν. Κι έτσι όπως πάμε, το μόνο που θα μείνει τελικά σε κάποια χρόνια, θα'ναι οι κόκκινες λωρίδες που θα αντικαταστήσουν πάνω στην άσφαλτο τις λευκές και τα καντηλάκια, στα αριστερά και δεξιά τους, με τις φωτογραφίες που θα φωτίζει ένα κερί, να θα θυμίζουν πως κάποτε εδώ υπήρξαν άνθρωποι.
«Ο τρομοκράτης» είχε πει ο Ιαβέρης, στο κλείσιμο της συνέντευξης μας, «που δε φοβάται για τη ζωή του, λέμε πως είναι εκτός ελέγχου. Ο Έλληνας οδηγός, που δε φοβάται για τη ζωή του, ούτε για των άλλων, είναι εντός ή εκτός ελέγχου;».
«Τρομοκράτης είναι», είχε καταλήξει.