Ήταν Απρίλιος του 2010 όταν ο τότε πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ανακοίνωσε την προσφυγή της χώρας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης για την αποφυγή της άτακτης χρεοκοπίας με αντάλλαγμα ένα πρόγραμμα σκληρής λιτότητας και μεταρρυθμίσεων υπό τη διπλή επιτροπεία ΕΕ και ΔΝΤ. Από τότε ως σήμερα, ύστερα από επτά χρόνια συνεχιζόμενης ύφεσης και καταβαράθρωσης του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων πολιτών έχει κληθεί να κυβερνήσει η συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων του «συνταγματικού τόξου», πλην ΚΚΕ, με καταφανέστατη ανεπάρκεια.
Η συζήτηση γύρω από την πολιτική συναίνεση και τη διακομματική συνεργασία αναζωπυρώνεται ύστερα από την απογοητευτική διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης αλλά και δεδομένο το τέλος των μονοκομματικών κυβερνήσεων στην Ελλάδα. Θα ήταν η τύχη της χώρας σε καλύτερα χέρια αν επικρατούσε μια διακομματική συνεργασία ή ακόμα και μία εθνική διαπραγματευτική ομάδα υπό την αιγίδα μίας οικουμενικής κυβέρνησης συνασπισμού των υπαρχόντων πολιτικών κομμάτων; Με άλλα λόγια, ένα σύνολο αμοραλιστών, δίχως αντίληψη κοινωνικών στόχων και οράματος, ιδιοτελών πολιτικών σε αγαστή συνεργασία, θα μπορούσε να οδηγήσει την χώρα στον τερματισμό της εξευτελιστικής υποτέλειας, τον πραγματικό αναπτυξιακό εκσυγχρονισμό και να δώσει στον ελληνισμό την θέση που του αρμόζει στο ιστορικό παρόν και μέλλον;
Οι προσπάθειες που έγιναν όλα αυτά τα χρόνια για την απαλλαγή από το κομματικό κράτος, τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, την επούλωση των πληγών του νεποτισμού, της ατιμωρησίας και της διαφθοράς καταδεικνύουν σε πρώτο επίπεδο διαχειριστική ανεπάρκεια από την μεγάλη πλειοψηφία των κυβερνώντων, με ελάχιστες εξαιρέσεις ανίκανες να αντιστρέψουν την γενική εικόνα. Σε δεύτερη ανάγνωση, το επίπεδο του διαλογικού πολιτισμού, της ποιότητας των επιχειρημάτων αλλά και της ηθικής και δεοντολογίας των κομμάτων τόσο από την θέση της αντιπολίτευσης όσο και της κυβέρνησης ήταν εφάμιλλο «καφενειακού» διαξιφισμού ποδοσφαιρικής αερολογίας και ευφυολογημάτων με μοναδικό στόχο την μάχη των εντυπώσεων. Τελευταίο άλλα ίσως και σημαντικότερο, επικρατεί πλήρης απουσία νοηματοδότησης της πολιτικής ώστε να κομίζει ρεαλιστική πρόταση για τον ελληνισμό διαφοροποιημένη από το δυτικοευρωπαϊκό παράδειγμα εντός του παρόντος παγκοσμιοποιημένου γίγνεσθαι.
Από την αρνητική απάντηση του αρχικού ερωτήματος αναπόδραστα τίθεται το ερώτημα πώς είναι δυνατό να συντελεστεί πολιτική αλλαγή-ανατροπή όταν έχει δοκιμαστεί το μεγαλύτερο μέρος του φάσματος των πολιτικών επιλογών, πλην ΚΚΕ που έχει εκφράσει την απροθυμία του να κυβερνήσει; (Η Χ.Α σαφώς και δεν αποτελεί πολιτική επιλογή). Η απάντηση εδώ θα μπορούσε να δοθεί μέσα από τις συλλογικότητες. Δικηγορικοί σύλλογοι οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να φτάσουν μέχρι τα ανώτατα δικαστήρια ώστε να μην εφαρμοστούν αντισυνταγματικές αποφάσεις, αξιόλογοι πανεπιστημιακοί που δεν έχουν μετατραπεί σε κομματικά όργανα με στόχο κάποιο υπουργικό θώκο, μέλη της Ακαδημίας Αθηνών που δεν οκνηρεύουν μπροστά στα τεκταινόμενα εις βάρος της χώρας, διανοούμενοι και επιστήμονες του Ελλαδικού και απόδημου Ελληνισμού , όλοι αυτοί αποτελούν ελπίδα ανάτασης του δοκιμαζόμενου Ελληνικού λαού. Αυτοί οι υγιείς θύλακες που έχουν απομείνει στην παρηκμασμένη πολιτική ζωή του τόπου είναι αδήριτη η ανάγκη να επικεντρώσουν τη δυναμική της ανανέωσης όχι στα πρόσωπα αλλά στο πλαίσιο και το περιεχόμενο της πολιτικής, η οποία τείνει να παραδοθεί στον στυγνό οικονομισμό.
Ύστερα από τρία αποτυχημένα προγράμματα, την υπογραφή ενός τέταρτου και αμέτρητες θυσίες ήρθε η ώρα η ελληνική κοινωνία να χαράξει μόνη της την πορεία που επιθυμεί να ακολουθήσει, να επιλέξει το παραγωγικό μοντέλο που της ταιριάζει και να οδηγήσει τον ελληνισμό στην αποτελμάτωση. Απαραίτητη προϋπόθεση για να πραγματοποιηθούν όμως τα παραπάνω είναι η συνειδητοποίηση της ουτοπικότητας του εγχειρήματος εφόσον επικρατήσουν όροι πολιτικής ανακύκλωσης πολιτικών του αναστήματος Τσίπρα, Μητσοτάκη. Μόνη εναλλακτική επιλογή φαντάζει η ρήξη.