Φτάνει το ένστικτο για να είναι κανείς καλός γονιός;

Και το πρόβλημα φυσικά δεν είναι η ελλειμματικότητα. Αν δεν υπήρχαμε όλοι οι ελλειμματικοί γονείς μάλλον θα έπρεπε να μας επινοήσουμε, για να συνεχίσει η κοινωνία να πηγαίνει μπροστά, όσο τα μέλη τους μάχονται για το πιο ολοκληρωμένο και το καλύτερο. Το πρόβλημα είναι αυτή η τυφλή θεωρία που λέει ότι το ένστικτο του γονιού είναι πάντα καλό, τη στιγμή που τα συστατικά του πολλές (πάρα πολλές φορές) είναι τόσο ισχυρά και ανεξέλεγκτα που επισκιάζουν ακόμα και μόρφωση, καλλιέργεια, σπουδές και τις συνειδητές αποφάσεις που πήραμε την προηγούμενη εβδομάδα, ότι δε θα χάσουμε την υπομονή μας μπροστά στο ξέσπασμα ενός δίχρονου παιδιού, ότι δε θα αφήσουμε την κούραση να υπαγορεύσει τη συμπεριφορά μας.
sarahwolfephotography via Getty Images

Το σκηνικό εξελίσσεται πάνω-κάτω ως εξής, κάθε φορά που μπορώ να θυμηθώ. Εκεί που η ομάδα, γνωστοί ή άγνωστοι μεταξύ τους, σε σεμινάριο ή στην ταβέρνα, σπάνε το κεφάλι τους και βγάζουν την ψυχή τους και ανταλλάσσουν ό,τι απόψεις έχουν (όσο μπερδεμένες κι αν τις έχουν χωνέψει καμιά φορά) για να συναποφασίσουν ποιο είναι το πιο σωστό να κάνει ένας γονιός στην τάδε ή στη δείνα δύσκολη φάση με το παιδί του, ακούγεται από μια γωνιά -που συνήθως δεν είναι καθόλου γωνιά, αλλά μπαμ κέντρο- η φωνή του «η μάνα ξέρει». Η φωνή του «όλο διαβάζετε και δεν ακούτε τη διαίσθησή σας». Η φωνή του «είναι δυνατόν ένας ειδικός να ξέρει το παιδί σου καλύτερα από σένα;». Η φωνή του «μη μπλέκεστε με τις θεωρίες που κυκλοφορούν, ακούστε το ένστικτό σας». Η φωνή του (τελικά) «εγώ ποτέ δε διάβασα/έκανα ό,τι θεωρούσα σωστό και τα παιδιά μου μια χαρά βγήκαν».

Και πάντα με απασχολούσε αυτό, αν ήταν σωστό ή λάθος, και πάντα με τριβέλιζε την ώρα που διάβαζα και έψαχνα και ξαναδιάβαζα, για θέματα γονεϊκότητας και συμπεριφοράς και διαπαιδαγώγησης που μπορεί να μη μου είχαν καν προκύψει ακόμα. Και πάντα με βασάνιζε λίγο όταν αναζητούσα και συνέκρινα γνώμες, μήπως αφήνω τη δική μου διαίσθηση απ' έξω, μήπως αδικώ το ένστικτό μου και τι συμφορά;

Και υπήρχαν και πράγματα που δεν πρόλαβα ποτέ να τα ψάξω ή να τα διαβάσω, κι όμως σ' αυτά τα περίπου έξι χρόνια που είμαι μαμά, κατάφερα και αποφάσισα πως ο χρόνος αυτός που αφιέρωσα διαβάζοντας ακόμα και πράγματα που αποδείχτηκαν βλακείες ήταν χρόνος που άξιζε. Κι ο λόγος δεν είναι ότι δεν υπάρχει το ένστικτο του γονιού ή ότι δεν είναι σωστό και πολύτιμο. Ο λόγος είναι ότι το ένστικτο δε φτάνει.

Το ένστικτό μας, ακόμα και πριν γίνουμε γονείς, αλλά ειδικά αφού γίνουμε, κουβαλάει φυσικά όλη την αγάπη και την αίσθηση ευθύνης και την τρυφερότητα και την ξεχωριστή ευαισθησία που αναπτύσσουμε μαθαίνοντας να ακούμε και να παρατηρούμε και να ζούμε ένα παιδί.

Όμως κουβαλάει κι άλλα.

Κουβαλάει τις ανασφάλειές μας, την παραμέληση ή τις κακοποιήσεις που μπορεί να υποστήκαμε εμείς ως παιδιά, τα τραύματά μας, τα τραύματα της κοινωνίας στην οποία ζούμε σήμερα και τα οποία καθρεφτίζονται ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο οι γονείς συμπεριφέρονται ο ένας στον άλλον.

Το ένστικτό μας, εκτός από τη λατρεία μας και την αδιαμφισβήτητη επιθυμία μας να προσφέρουμε το καλύτερο στα παιδιά μας, κουβαλάει και την άρνησή μας να δεχτούμε ότι ο τρόπος που μεγαλώσαμε ή τα πράγματα που θεωρούμε σήμερα σωστά μπορεί να μην είναι και την αντίστασή μας απέναντι στην υπόνοια ότι μπορεί να χρειάζεται να κάνουμε κι εμείς λίγη δουλειά στον εαυτό μας προκειμένου να γίνουμε οι γονείς που θα θέλαμε να είμαστε.

Το ένστικτό μας κουβαλάει την αυτάρεσκη σιγουριά ότι έχουμε δίκιο και ένα πέπλο που μας κλείνει τα μάτια απέναντι στα πολύ μικρά θραύσματα σωστού και λάθους, υγιούς και νοσηρού που απαρτίζουν αυτό που είμαστε σήμερα ως γονείς κι αυτό που μεταφέρουμε στα παιδιά μας.

Το ένστικτό μας κουβαλάει τις προκαταλήψεις της γιαγιάς μας, τους φόβους της μάνας μας, τις δικές μας ματαιώσεις, τα κενά στην ικανότητά μας να διαχειριζόμαστε τις κρίσεις (τις δικές μας κρίσεις) με τρόπο μη βίαιο προς τους γύρω μας και προς τον εαυτό μας.

Το ένστικτό μας κουβαλάει τις ενστικτώδεις φωνές του πατέρα μας, το φόβο της οικογένειάς μας για τη σωματική τρυφερότητα, τη θυματοποίηση, το άγχος και το «εγώ ξέρω» των ελληνίδων μανάδων που τόσο μας αρέσει σήμερα να χλευάζουμε, τον αυταρχισμό των γονιών που δεν ήξεραν με ποιον άλλο τρόπο μπορούν να σχετιστούν με τα παιδιά τους, την υπερπροστατευτικότητα των γενεών που δεν αυτονομήθηκαν ποτέ, τις ελλείψεις γονιών που μεγάλωσαν κι εκείνοι με τους δικούς τους -φυσιολογικά ελλειμματικούς- γονείς.

Και το πρόβλημα φυσικά δεν είναι η ελλειμματικότητα. Αν δεν υπήρχαμε όλοι οι ελλειμματικοί γονείς μάλλον θα έπρεπε να μας επινοήσουμε, για να συνεχίσει η κοινωνία να πηγαίνει μπροστά, όσο τα μέλη τους μάχονται για το πιο ολοκληρωμένο και το καλύτερο. Το πρόβλημα είναι αυτή η τυφλή θεωρία που λέει ότι το ένστικτο του γονιού είναι πάντα καλό, τη στιγμή που τα συστατικά του πολλές (πάρα πολλές φορές) είναι τόσο ισχυρά και ανεξέλεγκτα που επισκιάζουν ακόμα και μόρφωση, καλλιέργεια, σπουδές και τις συνειδητές αποφάσεις που πήραμε την προηγούμενη εβδομάδα, ότι δε θα χάσουμε την υπομονή μας μπροστά στο ξέσπασμα ενός δίχρονου παιδιού, ότι δε θα αφήσουμε την κούραση να υπαγορεύσει τη συμπεριφορά μας, ότι θα υπερβούμε το αντανακλαστικό και θα φερθούμε ως οι συνειδητοί ενήλικες που θέλουμε να είμαστε.

Και τότε, αν κάθε προσπάθεια αντίστασης απέναντι στο ασυνείδητο και τη δική μας ανατροφή είναι μάταιη, γιατί να διαβάζουμε βιβλία, γιατί να παρακολουθούμε ομάδες, γιατί να προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι γονείς μέσα από τη γνώση, τη στιγμή που η γνώση τόσες φορές αποδεικνύεται ανίσχυρη μπροστά στη συνήθεια;

Για δύο λόγους.

Ο ένας είναι πως τα καλά βιβλία, τα αξιόπιστα κείμενα, οι έγκυρες γνώμες ειδικών, οι ομάδες, οι κουβέντες, οι σχολές γονέων, ιδιαίτερα όταν τα αναζητούμε εκ των προτέρων και όχι τη στιγμή που προσπαθούμε να βγάλουμε την καυτή πατάτα από τη φωτιά (=το παιδί από το μπλέξιμό του) είναι πάρα πολύ ισχυρά ερεθίσματα που μας βάζουν να σκεφτούμε. Αν μη τι άλλο, το πώς θέλουμε να αντιδράσουμε ως γονείς την ώρα της αμφιβολίας, του tantrum ή της κρίσης. Το πώς θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την (α) πειθαρχία, τις φωνές, τις απαιτήσεις, τα τυχόν προβλήματα συμπεριφοράς, τις φοβίες, το οτιδήποτε μας προβληματίζει σε σχέση με ένα μικρό ή μεγάλο παιδί.

Μπορεί οι απόψεις που θα ακούσουμε ή θα διαβάσουμε να είναι ακόμα και αντικρουόμενες -τόσο το καλύτερο: θα πρέπει να σκεφτούμε ακόμα πιο πολύ, ακόμα πιο βαθιά, ακόμα πιο εντατικά και να αποφασίσουμε (με βάση το ένστικτό μας, επιτέλους, ναι) για το ποια φιλοσοφία ή μέθοδος ταιριάζει στη δική μας ψυχοσύνθεση ή στη δική μας οικογένεια. Σίγουρα όμως, όταν την εφαρμόσουμε, έστω και ατελώς, έστω και όχι απόλυτα σωστά, έστω και όχι πάντα, θα το κάνουμε συνειδητά και σίγουρα πολύ καλύτερα απ' ό,τι αν έπρεπε να αναλογιστούμε για πρώτη φορά τη στιγμή του καβγά τι γονείς θέλουμε να είμαστε σε τέτοιες περιπτώσεις.

Ο δεύτερος λόγος είναι πως τα καλά βιβλία, τα αξιόπιστα κείμενα, οι έγκυρες γνώμες ειδικών, οι ομάδες, οι κουβέντες, οι σχολές γονέων, είναι ερεθίσματα. Είναι ταμπέλες και είναι καμπανάκια, που μπορεί να μας υποψιάσουν ότι ίσως κάτι να μη λειτουργεί απόλυτα εποικοδομητικά με το τέλειο ένστικτό μας και ίσως αυτή η περιπέτεια που λέγεται γονεϊκότητα να είναι μια πάρα πολύ καλή αφορμή να δουλέψουμε πράγματα -στον εαυτό μας. Είναι φωτάκια που καμιά φορά, όταν έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά, μπορεί να μας ειδοποιήσουν ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος, δρόμος εκπαίδευσης και πάνω απ' όλα θεραπείας κι ότι ο δρόμος αυτός δεν αφορά συνήθως τα παιδιά, που πρέπει να «διορθωθούν», αλλά εμάς, που πρέπει κάτι παραπάνω να δούμε στα όσα σκοτεινιάζουν το ένστικτό μας.

Όχι ότι είναι εύκολο.

Όχι ότι δεν είναι τρομαχτικό και επώδυνο.

Όχι ότι δε θέλει κότσια και δουλειά και κλάματα και ταπεινότητα και ειλικρίνεια και θάρρος και αγάπη.

Θέλει.

Γι' αυτό και θαυμάζω τους γονείς που το κάνουν.

Γι' αυτό παραδέχομαι εκείνους που δεν επαναπαύονται στο ένστικτο αλλά αποφασίζουν να το ψάξουν. Όχι για να επιβεβαιωθούν, αλλά για να μάθουν.

Και γι' αυτό παραδέχομαι ακόμα πιο πολύ τους ανθρώπους που μπήκαν και θα μπουν οικειοθελώς στη θέση του κηδεμόνα ενός ή περισσότερων παιδιών και η έγνοια τους δεν είναι να δείξουν όσα ξέρουν και να αποδείξουν ότι είναι καλοί, αλλά να γίνουν καλύτεροι. Και δεν αρκούνται στο μεγαλείο της απόφασής τους να φροντίσουν τα παιδιά, αλλά μπαίνουν με χαρά στη διαδικασία του να μεταμορφωθούν και οι ίδιοι μέσα από αυτήν.

Και ευγνωμονώ όλους όσοι τους βοηθάνε να το κάνουν.

Το κείμενο αυτό ήθελε καιρό να γραφτεί και τελικά γράφτηκε με αφορμή την εξαιρετική πρωτοβουλία του οργανισμού Brace και την καμπάνια crowdfunding που τρέχουν με στόχο την ενδυνάμωση των παιδιών στα Παιδικά Χωριά SOS μέσα από την εκπαίδευση και τον εμπλουτισμό των δεξιοτήτων των Μητέρων και Θείων SOS.

Διαβάστε περισσότερα στο stellakasdagli.com