(Τρίτο μέρος)
Οι πελάτες και το ψώνισμα, τι ήταν το μπανιστήρι, πώς αντιμετώπιζαν οι πόρνες τις θεούσες, σε τι χρησίμευε η σφυρίχτρα, ουσίες, οινοπνεύματα, η τραγική ιστορία του Ανέστη Δελιά με την Κούλα τη Σκουλαρικού και προσωπικές ιστορίες γυναικών των Βούρλων
Η πελάτες και το ψώνισμα
Τα Βούρλα ήταν ανοιχτά για τους πελάτες από το πρωί που άνοιγε η πορτάρα, μέχρι τη νύχτα που ξανάκλεινε. Σύμφωνα με την αστυνομική διάταξη τη χειμερινή περίοδο (από Σεπτέμβρη μέχρι Απρίλη) τα Βούρλα έκλειναν στις 11 το βράδυ και τη θερινή στις 12. Ένα κουδούνι ειδοποιούσε δέκα λεπτά πριν και ξαναχτυπούσε δέκα λεπτά μετά. Οι πελάτες έπρεπε να τα μαζέψουν και να φύγουν. Οι κοπέλες τηρούσαν το ωράριο, γιατί η παράβαση σήμαινε τιμωρία.
Μερικοί αγαπητικοί διανυκτέρευαν στο δωμάτιο της αγαπητικιάς τους. Σοβαρή παράβαση, αλλά καμία από τις άλλες γυναίκες δεν κάρφωνε.
Η είσοδος στους ανήλικους κάτω των 18 απαγορευόταν. Επίσης και σε όσους εμφανώς έπασχαν από αφροδίσιο. Οι υπόλοιποι υποβάλλονταν σε ιατρική εξέταση. Τουλάχιστον έτσι όριζε ο κανονισμός.
Οι πελάτες πήγαιναν κατευθείαν στην κάμαρα της πόρνης της προτίμησής τους και χτυπούσαν την πόρτα. Αν είχε άλλον πελάτη μέσα, η κοπέλα φώναζε: «Άλλος είναι μέσα!».
Μία κουφή πόρνη είχε κρεμάσει έξω από την πόρτα της ένα ρόπαλο, για να χτυπάνε οι πελάτες δυνατά και να τους ακούει.
Τις μέρες των εμμήνων και σε περίπτωση αρρώστιας η πόρνη δεν δεχόταν πελάτες. Η Νάκου θυμάται μία πόρτα μ' ένα σημείωμα κάτω από το όνομα Λίτσα. «Δεν δέχεται σήμερα λόγω τα έμμηνα».
Στα Βούρλα υπήρχε ένας χώρος στον οποίον γλεντούσαν οι άντρες με τις πόρνες κι εκεί ο πελάτης ψώνιζε.
«Στο βάθος ήταν μια σάλα χαμηλοτάβανη, που έμοιαζε με κακόφημο μπαρ λιμανιού», γράφει ο Κανελλής και συνεχίζει:
Στο ένα μέρος σε καρέκλες κάθονται οι θαμώνες. Λογής λογής τύποι με κασκέτα, με σκούφους, με μπερέ, ακάθαρτες στάλες κοινωνικών βορβόρων, αλήτες, ναύτες πολλών θαλασσών, μαύροι θερμασταί, ξένοι απάχηδες, συχνασταί ταπιφράγκων [δηλαδή καταγωγίων εσχάτης υποστάθμης], κακοποιοί, δραπέται ειρκτών και υποψήφιοι ισοβίτες. Λάσπη.
Πανδαιμόνιο κραυγών. Καπνίζουν και ουρλιάζουν σε όλας τας γλώσσας των εθνών:
-- Την ψώνισα, ρε κορόιδο!
-- Αδερφάκι καρούμπα, άρπαξα τη μαστούρα.
-- Βιεν πουλπούλ!
-- Μπιρ αλλάχ!
Δεν ήταν όλοι υποψήφιοι πελάτες. Κάποιοι από αυτούς -εργάτες, φορτοεκφορτωτές, χαμάληδες- πήγαιναν να πιουν, να δουν τα κορίτσια, να ξεφορτώσουν την κούραση της μέρας βαριεστημένοι απ' την ίδια τους τη ζωή κι ύστερα έφευγαν έχοντας κάνει κατανάλωση μονάχα στον καφετζή.
Στο άλλο μέρος ήταν το μπανιστήρι, μια ξύλινη εξέδρα, ένα μέτρο ψηλή. Όταν μαζευόταν η πελατεία στο μαγαζί, ο μαγαζάτορας έβαζε μουσική. Οι γυναίκες ανέβαιναν στην εξέδρα με τα μαλλιά στολισμένα με φιογκάκια, έντονα βαμμένες και ντυμένες προκλητικά. Κάθονταν σε πικάντικες στάσεις για να ψωνίσουν οι πελάτες.
Μιλάνε σιγά αναμεταξύ τους ή ακόμα η μια σιάζει τον φιόγκο της άλλης, σκουπίζει την πούδρα της πλαϊνής της ή σιάζει η ίδια τα μαλλιά της, πάντα με αδιαφορία. Όμως και το παραμικρότερο νεύμα που θα κάνει ο πελάτης, αμέσως θα το δει. Δεν θα κατέβει όμως αμέσως. Θα σιάξει πάλι τον φιόγκο της πλαϊνής και αργά θα σηκωθεί, αργά θα κατεβεί τα σκαλιά της εξέδρας για ν' ακολουθήσει τον άντρα.
Σ' αυτές τις γυναίκες η Λιλίκα Νάκου δεν αναγνώρισε τις γυναίκες που τόσο καλόκαρδα την είχαν δεχτεί το πρωί και της είχαν κάνει το τραπέζι.
Έχουν βάλει πολύ φτιασίδι στο πρόσωπο και από μακριά λες πως τις κάνει όλες ίδιες και πως φοράνε μάσκες. Στο φως του ηλεκτρικού οι γυναίκες φαίνονταν άρρωστες, αξιοθρήνητες.
Αργά το βράδυ, όταν το ποτό και οι ουσίες ανέβαιναν στο κεφάλι, άρχιζαν οι φωνές, ο χορός, τα σπασίματα... το τσακίρ κέφι. Μέχρι να σημάνει το κουδούνι που προειδοποιούσε ότι πλησίαζε η ώρα να κλείσουν, τα Βούρλα είχαν πυρετώδη δραστηριότητα.
Οι πόρνες καταδέχονταν όλους τους πελάτες· είχαν όμως και τις προτιμήσεις τους.
«Οι θαλασσινοί είναι καλοί άνθρωποι. Έρχονται, φεύγουν, δεν σ' ενοχλάνε ποτέ».
«Είχα έναν πελάτη γρουσούζη προχτές, που με ήθελε ξέντυτη και κρύωσα ».
«Είναι μερικοί πελάτες που δεν σε λυπούνται. Εγώ άμα βλέπω καλοντυμένο, φοβάμαι... Οι εργάτες όχι. Κάθονται μια στιγμή και φεύγουν ».
Εκείνοι που «κάθονται μια στιγμή και φεύγουν» είναι οι ιδεώδεις πελάτες. Έτσι η πόρνη μπορεί να πάρει αρκετούς και να κερδίσει μεγάλο μεροκάματο.
«Μετά την επανάσταση του Μάρτη [το κίνημα του '35] έκοψε η πελατεία. Πριν από τον Μάρτη, είχαμε σαράντα, πενήντα πελάτες την ημέρα η καθεμιά... από είκοσι πέντε δραχμές, κάνουνε κάμποσα λεφτά».
Σαράντα ως πενήντα πελάτες την ημέρα επί είκοσι πέντε δραχμές ο πελάτης, κάνουν ένα χιλιάρικο με 1250 δραχμές μεροκάματο. Ποσό τεράστιο, αν το συγκρίνουμε με τα μεροκάματα των εργατών, που δούλευαν εξίσου σκληρά και σε εξίσου απάνθρωπες συνθήκες. Θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε αν, με ποιον τρόπο και κατά πόσο η επιχείρηση είχε μερίδιο. Σίγουρα όμως επωφελούνταν οι αγαπητικοί αποσπώντας γενναίο τραμπούκο.
Ουσίες κι οινοπνεύματα
Η αστυνομική διάταξη του 1924 περιλάμβανε ένα άρθρο για το αλκοόλ και τα ναρκωτικά: απαγόρευε στις τσατσάδες να πουλάνε ή να διευκολύνουν την πώληση οινοπνευματωδών και ναρκωτικών. Ήτοι: ούζο, ρακί, κρασί, κονιάκ, όπιο, χασίς, μορφίνη, κοκαΐνη, ηρωίνη, αιθέρα.
Οι ουσίες που κυκλοφορούσαν έξω από τον μαντρότοιχο των Βούρλων έμπαιναν και μέσα. Κυρίως χασίς και ηρωίνη. Οι άνθρωποι της φάρας έκαναν αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ χασικλήδων και πρεζάκηδων. Οι μεν θεωρούνταν σοβαροί και μετρημένοι και οι δε ξεπεσμένοι και αλήτες. Εννοείται πως η αστυνομία δεν έκανε τέτοιες διακρίσεις και κυνηγούσε και τις δύο κατηγορίες.
Πολλές γυναίκες των Βούρλων ήταν ναρκομανείς. Όπως η Κική Λουμπίνα, που είχε τα σημάδια στο μπράτσο, όπως η Κούλα η Σκουλαρικού που κατέστρεψε ένα μεγάλο ταλέντο, τον Ανέστη Δελιά.
Η Κούλα η Σκουλαρικού
Ήταν πόρνη στα Βούρλα. Την ερωτεύτηκε ο Ανέστος Δελιάς, την πήρε από κει κι άρχισαν να ζουν μαζί σε μια παράγκα στη Δραπετσώνα. Αυτό έγινε τέλη του 1934 με αρχές του 1935. Η ιστορία που ακολούθησε είναι βρόμικη.
Ο Δελιάς ήταν μέλος της τετράδας του Πειραιά, μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιώργο Μπάτη και τον Στράτο Παγιουμτζή.
Η τετράς του Πειραιώς. Πάνω αριστερά ο Μάρκος Βαμβακάρης και δεξιά ο Ανέστης Δελιάς. Κάτω ο Γιώργος Μπάτης και δεξιά ο Στράτος Παγιουμτζής.
Η Κούλα ήταν ναρκομανής και από τον φόβο της μην τον χάσει, τον έθισε στην ηρωίνη. Την ώρα που κοιμόταν, του φύσαγε στα ρουθούνια μ' ένα γιούφι (κάτι σαν καλαμάκι) τη φοβερή σκόνη. Ύστερα από τέσσερις πέντε νύχτες ο Δελιάς έγινε πρεζάκιας, χωρίς να το καταλάβει. Σηκώθηκε ένα πρωί με κρυάδες, τρεμούλες και κομάρες. Νόμιζε πως ήταν άρρωστος και ζήτησε από την Κούλα να του ρίξει κουβέρτες. Εκείνη προθυμοποιήθηκε να του δώσει μια σκόνη που ήταν δήθεν για τις κρυάδες. Ο Δελιάς συνήλθε. Την άλλη μέρα, άρρωστος πάλι, ζήτησε από μόνος του τη σκόνη. Αυτό ήταν!
Οι φίλοι του, όταν κατάλαβαν τι γίνεται, θέλησαν να τον τραβήξουν από την Κούλα και την ηρωίνη. Στην απελπισία τους τον έδωσαν στην αστυνομία. Ο Δελιάς εκτοπίστηκε στην Ίο. Η σκόνη που κυκλοφορούσε στους τόπους εξορίας των ναρκομανών ήταν περισσότερη απ' όση κυκλοφορούσε σ' ολόκληρη την Αθήνα. Όταν γύρισε στον Πειραιά είχε πάρει πια τον κατήφορο χωρίς επιστροφή. «Τρία τραγούδια για μια δόση έδινε τότε το Ανεστάκι», λέει ο Γενίτσαρης στην αυτοβιογραφία του.
Πέθανε τον καιρό της Κατοχής στον δρόμο.
Οι θεούσες και η σφυρίχτρα
Λίγες γυναίκες περνούσαν την πορτάρα των Βούρλων. Ανάμεσά τους ήταν κάτι θεούσες, που άρχιζαν την κατήχηση στα κορίτσια ότι αυτό που κάνουν είναι ντροπή και να κοιτάξουν ν' αλλάξουνε δουλειά και τα παρόμοια, λες και οι κοπέλες είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε διάφορα επαγγέλματα και προτίμησαν το επάγγελμα της πόρνης ως το καλύτερο από τα υπόλοιπα. Αυτές οι θεούσες μετά το κήρυγμα προσπαθούσαν να πουλήσουν θρησκευτικά βιβλία.
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν ότι οι πόρνες χωρίζονταν σε περιστασιακές (η ανάγκη το 'φερε) και σε καθ' έξιν, δηλαδή ότι ήταν οκνηρά κι εκφυλισμένα άτομα με ροπή στον έκλυτο βίο· δεν έλειπαν κι εκείνοι που πίστευαν ότι οι πόρνες δεν δούλευαν για το μεροκάματο, αλλά ότι αρέσκονταν να συνουσιάζονται κατ' εξακολούθηση.
Ο Ριζοσπάστης εκφράζει μέσω δημοσιογράφου του τη γνώμη ότι ήταν κουτές γυναίκες που οδηγήθηκαν στο επάγγελμα από κάποιο εκφυλισμό. Κι ίσως σ' αυτή την αντίληψη να οφείλεται ο χαρακτηρισμός των ανόητων ανθρώπων ως βούρλα.
Πάντως οι γυναίκες των Βούρλων όταν έβλεπαν θεούσες, τους ορμούσαν κανονικά φωνάζοντας «απάνω τους!», τις πλάκωναν στο ξύλο και τις ξεμάλλιαζαν. Γι' αυτό και όταν έμπαινε καμία του κατηχητικού, οι χωροφύλακες της έδιναν μία σφυρίχτρα, να σφυρίξει σε περίπτωση ανάγκης, για να τρέξουν να τη γλιτώσουν.
Μια τέτοια σφυρίχτρα έδωσαν και στη Λιλίκα Νάκου, αλλά δεν χρειάστηκε να τη χρησιμοποιήσει. Στην αρχή είπε ότι ήταν μοδίστρα, αλλά οι γυναίκες την πλησίασαν με άγριες διαθέσεις ρωτώντας την «και πού είναι τα φιγουρίνια σου». Όταν είπε ότι είναι δημοσιογράφος, μαζεύτηκαν γύρω της όλες με την ίδια αγωνία. «Να γράψεις για τις πίκρες μας και για τα βάσανά μας. Πώς μας περιφρονάνε! Ακόμα και οι πελάτες μας φτύνουνε και μας δέρνουνε».
Η απομόνωση πίσω από τη μάντρα των Βούρλων έπνιγε τη φωνή τους και είχαν μεγάλο καημό να βγει παραέξω η πίκρα τους και κάτι μείνει από τη θλιβερή ζωή τους, όταν αυτές θα έχουν φύγει.
Η Θεανώ ζήτησε από τον αγαπητικό της να της μάθει να γράφει. «Άμα πεθάνω, κάτι να βρεθεί από μένα».
«Σαν πεθάνεις, στα σκουπίδια όλα τα δικά σου θα πεταχτούν», της απάντησε. Ωστόσο την έμαθε να γράφει.
Μια παρένθεση-Τα Βούρλα κλείνουν κλείνουν για δύο χρόνια
Οι κάτοικοι της Δραπετσώνας διαμαρτύρονταν για τη συνύπαρξή τους με τον υπόκοσμο, που πρόσβαλε την ηθική τους. Ο Προσφυγικός Σύλλογος έκανε αλλεπάλληλα διαβήματα.
Ο Σύνδεσμος των Δικαιωμάτων της Γυναίκας είχε κάνει πολλές προσπάθειες να εκλείψει το αίσχος των Βούρλων. Την εποχή που ακόμα δεν είχε δοθεί ψήφος στις γυναίκες, ο Σύνδεσμος διακήρυξε στην αίθουσα του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά ότι «τα Βούρλα του Πειραιώς αποτελούν ανεξίτηλο στίγμα στον πολιτισμό των κατοίκων του που τα ανέχεται».
Από το περιοδικό του Συνδέσμου των Δικαιωμάτων της Γυναίκας, Ιούλιος 1930
Εκείνη την εποχή συζητήθηκε η μεταφορά των Βούρλων στη θέση Ευγένεια. Τελικά τα Βούρλα έκλεισαν για δύο χρόνια. Ξανάνοιξαν το 1933, όταν έπεσε ο Βενιζέλος και βγήκε ο Τσαλδάρης. Η φωτογραφία του Τσαλδάρη φιγουράριζε στα δωμάτια αρκετών γυναικών.
Η κατρακύλα στα Βούρλα
Η ιστορία καθεμιάς γυναίκας που βρίσκεται στα Βούρλα είναι πολύ θλιβερή. Κοριτσάκια που από μικρά παραστράτησαν, χωριατοπούλες άβγαλτες που μετά το «πάθημά τους» δεν τολμούσαν να γυρίσουν στο σπίτι από τον φόβο του πατέρα ή του αδελφού. Η Ξανθούλα έτσι λέει της συνέβηκε. Είναι από ένα χωριό της Μυτιλήνης. Κυλίστηκε μια μέρα μ' ένα αγόρι στα χορτάρια. Σαν κατάλαβε τι έπαθε, φοβήθηκε κι έφυγε από το χωριό. Κάτω στη χώρα ζητιάνευε. Ήταν δεκατεσσάρων χρονών κοριτσάκι. Ύστερα μπήκε «δούλα» σε σπίτι. Μα η κυρά της, σαν είδε πως ήταν έγκυος, την πέταξε και πάλι στους δρόμους. Τι να γίνει; Μπήκε σε ένα «σπίτι». Από κει γνώρισε έναν σωματέμπορο και την έφερε στον Πειραιά. Την έδερνε, της έπαιρνε όλα τα λεφτά.
Στο τέλος την τσάκωσε η αστυνομία για αδήλωτη και την έκλεισε στα Βούρλα.
- Εγώ δεν θα γεράσω ποτέ. Μου είπε μια γύφτισσα πως θα με σκοτώσει κάποιος. Τόσο το καλύτερο! και γελούσε η Ξανθούλα σαν να έλεγε το πιο αστείο πράγμα του κόσμου.
Ο ΓΑΒ συνάντησε στο καφενείο μια κοπέλα από τη Μακεδονία, χωρίς χέρι.
Δούλευα στο καπνεργοστάσιο του Φούκα. Μια μέρα μου πήρε η μηχανή το χέρι. Μόλις βγήκα από το νοσοκομείο, χωρίς κανέναν πόρο, έπεσα σ' αυτή τη δουλειά, γιατί δεν μπορούσα να δουλέψω με το ένα χέρι.
Η Ασπασία η κουφή
Οι γυναίκες δεν μπορούσαν να φύγουν από τα Βούρλα, ακόμα και αν ήθελαν να αλλάξουν δουλειά και να γίνουν τίμιες εργαζόμενες.
Η Ασπασία η κουφή ήταν δεκαπέντε χρόνια στα Βούρλα.
Πού να πάω, παιδί μου; Όπου και να πάμε εμείς είμαστε σαν τα κυνηγημένα σκυλιά.
Η Λιλίκα Νάκου στο δωμάτιο της Ασπασίας της κουφής. Σκίτσο του Νάγου, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις.
Όταν η Ασπασία έπαθε τύφο, δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να πάει στο νοσοκομείο.
-- Θα πεθάνω έρημη μέσα στις νοσοκόμες, φώναζε.
Τρεις γυναίκες, η Μυρσίνη, η Θεανώ και η Ξανθούλα, αποφάσισαν να την περιποιούνται και επί δυο μήνες την ξενυχτούσανε μέχρι που έγινε καλά.
Η Ασπασία έδειξε στη Λιλίκα Νάκου φωτογραφίες τεσσάρων παιδιών.
Είναι του αδερφού μου. Είναι ανάπηρος του πολέμου. Ούτε χέρια ούτε πόδια του απόμειναν. Στην αρχή ούτε ήθελε να με ξέρει, σαν ξέπεσα εδώ μέσα. Μου μηνούσε πως αν με βρει ποτέ στον δρόμο του, θα με σκοτώσει.
Σαν γύρισε από τον πόλεμο, στα χάλια που είναι ο καψερός, και βρήκε τη γυναίκα του πεθαμένη και τα τέσσερα μικρά του στον δρόμο, το έμαθα εγώ. Του έστειλα τότε λεφτά. Μου τα γύρισε πίσω με βρισιές. Μα σαν πέθανε το ένα παιδάκι του και δεν είχε να το θάψει, πήρε τότε τα λεφτά. Ήρθε εδώ κι έκλαιγε.
-- Είμαι ένας εξευτελισμένος. Είμαι για φτύσιμο. Γιατί να μην σκοτωνόμουν τότε στη μάχη, που αφήκα τα ποδάρια μου;
Εγώ τότε έπεσα στα γόνατα να με συγχωρέσει. Και του είπα να λυπηθεί τα παιδάκια του κι εγώ θα τα κοιτάζω κι ας είμαι μια αμαρτωλή, και ας μην τα φέρει ποτέ να με δούνε.
Και αλήθεια δεν τα ξέρω τα χρυσά μου παρά από τούτες τις φωτογραφίες. Αλλά στέλνω κάθε μήνα λεφτά. Το μεγαλύτερο το σπουδάζω. Θέλω να τον κάνω γιατρό. Ποτέ δεν θα μάθει για μένα και ποτέ πως υπάρχει στον κόσμο μια γυναίκα αμαρτωλή που όλοι τη φωνάζουν εδώ πέρα η Ασπασία η Κουφή. Και ο Θεός πάλι, σαν έρθει η ώρα μου και παρουσιαστώ μπροστά του, θα με κρίνει. Θα του πω:
«Κύριε, ελέησόν με. Μα έσωσα τα παιδιά του αδερφού μου από την πείνα. Τα κοριτσάκια του δεν θα γίνουν παλιογυναίκες σαν κι εμένα, γιατί στα χέρια τους έβαλα βραχιολάκι τη δουλειά. Και η δουλειά σώζει τη γυναίκα από τον εξευτελισμό».
Τα τετράδια της Θεανώς
Οι γυναίκες των Βούρλων ήθελαν κάτι μείνει από τη θλιβερή ζωή τους, όταν αυτές θα έχουν φύγει. Η Θεανώ ζήτησε από τον αγαπητικό της να της μάθει να γράφει. «Φοβάμαι πως θα πεθάνω και έτσι κανένας δεν θα μάθει ποτέ τη ζωή μου, ποτέ κανένας δεν θα μάθει το τι τράβηξα έρημη στους πέντε δρόμους».
Η Θεανώ έμαθε γραφή, αγόρασε τετράδιο και τις νύχτες, όταν έκλειναν τα Βούρλα, γράφοντας και κλαίγοντας ξαναζωντάνεψε την ιστορία της ζωής της. Έγραψε την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής όπως την έζησε μικρό κορίτσι, έγραψε για τον πανικό, για τη φωτιά, για τη μάνα της που προσπαθούσε να σώσει τα παιδιά από τη σφαγή... Πώς έφτασε στον Πειραιά και πουλούσε σπίρτα για να ζήσει ώσπου έπεσε στα χέρια κάποιου σωματέμπορου και κατέληξε στα Βούρλα.
Η Θεανώ γράφει τη ζωή της και κλαίει. Σκίτσο του Νάγου, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις.
Η εφημερίδα δημοσίευσε το πρώτο κεφάλαιο από τη ζωή της Θεανώς χωρίς ν' αλλαχτεί το παραμικρό. Μόνο που ξεκόλλησαν τις λέξεις γιατί ήταν όλες γραμμένες αράδα.
«Το 1922, στην καταστροφή της Σμύρνης, ήμουν έξι χρονών. Μέσα στη νύχτα ακούγαμε φωνές, πατιρντί. Μάνες, παιδιά, γέροι φωνάζανε: «Οι Τσέτες! Οι Τσέτες! Τρέξτε να φύγουμε, γιατί βάζουνε φωτιά στη Σμύρνη!».
Γυναικόπαιδα, μάνες τρέχουνε και οι Τούρκοι αρπάζουνε τον καθένα αιχμάλωτο. Τότε πήρανε και τον μπαμπά μου από την αγκαλιά της μάνας μου. Έκλαιγε, δερνότανε, αλλά τι να 'κανε; Και τότε μείναμε μάνα και κόρη κλειδωμένες στο σπίτι μας.
Στις δυο μέρες μου λέει η μάνα μου: «Κάθισε, κόρη μου, να πάω να δω αν φεύγουνε τα παπόρια, να φύγουμε κι εμείς».
Την ώρα που έφευγε τη συναντά η συννυφάδα της, μαλλιοτραβηγμένη και σκοτωμένη από το κλάμα. Και της λέει:
«Μυρσίνα μου (αυτό ήταν τ' όνομά της), πήρανε τον άντρα μου αιχμάλωτο. Κακή μας μοίρα! Τώρα τι θα κάνουμε; Έχω τρία παιδιά. Το ένα πέντε χρονών, το άλλο εφτά κι ένα λεχούδι δέκα μερών».
Και τότε η μάνα μου είπε:
«Έλα μαζί μου, Χρυσάνθη (αυτό ήταν τ' όνομά της), και τα παιδιά θα τα φυλάξει η Θεανώ». Και τότε με φώναξε και μου είπε:
«Θεανώ, να φυλάξεις το λεχούδι της θειάς σου κι εμείς θα 'ρθούμε αμέσως. Πάμε να δούμε αν φεύγουνε τα παπόρια».
Και φύγανε και μ' αφήσανε με τα τρία παιδιά. «Και τώρα τι να κάνω;» σκέφτηκα. Κλείδωσα πόρτες, παράθυρα και καθίσαμε μέσα. Η μάνα μου αργούσε να 'ρθει. Και ύστερα δεν ήρθε καθόλου.
Κατά τη νύχτα ακούσαμε πατημασιές. Πράγματι ήταν οι Τσέτες. Αλλά ο Θεός μας φύλαξε από κάθε κακό. Και το μωρό, το λεχούδι, σαν να 'χε καταλάβει, δεν έβγαζε τσιμουδιά. Μόνο κουνούσε τα χεράκια του και γούρλωνε τα ματάκια του. Λες κι έλεγε και ρωτούσε: «Είναι έξω; Σωπάτε!»
Και είχε πέσει στο σπιτάκι μας μια ησυχία και χλωμάδα. Κι έλεγες πως δεν υπήρχε κανένας.
Και σε μια στιγμή ακούμε απόξω να χτυπάνε με τα όπλα την πόρτα και τα παράθυρα. Αλλά δεν ακούστηκε από μας καμιά φωνή. Και αναγκαστήκανε οι Τσέτες και φύγανε. Και λέγανε περπατώντας: «Δεν είναι μέσα τα γκιαούρια».
Περάσανε τρεις μέρες και νύχτες και μείναμε μέσα. Και κανένας δεν φάνηκε. Τότες αναγκαστήκαμε να βγούμε έξω.
Πήρα στην αγκαλιά μου το λεχούδι και σταματήσαμε σ' έναν δρόμο που περνούσαν καρότσες. Κουβαλούσανε κόσμο στα παπόρια, για να τον γλιτώσουνε από τους Τσέτες.
Για μια στιγμή μου ήρθε η ιδέα ν' αφήσω το μωρό που κρατούσα. Πράγματι αφήνω το μωρό και γυρίζω πίσω στον δρόμο. Ήταν τ' άλλα παιδιά που με περίμεναν τα καημένα σαν μητέρα τους. Ξέρανε τα κακόμοιρα τι έτρεχε στον κόσμο.
Πήγα κοντά τους, τους μίλησα. Τα 'πιασα από το χέρι και κατεβήκαμε πάλι στον δρόμο. Περιμέναμε να περάσει καμιάν άμαξα. Περνά μια καρότσα. Παρακαλούσαμε, γυρεύαμε: «Καλέ, πάρτε μας μαζί σας».
Αλλά καμία σωτηρία. Τραβούσαν τον δρόμο τους και μέναμε μόνα.
Άξαφνα πέρασε κι άλλη καρότσα. Αλλά κι αυτή δεν ήθελε να σταματήσει. Αλλά οι επιβάτες μέσα μας θέλανε. Και μας ρώτησαν: «Δεν έχετε μάνα;»
Κι εμείς τους απαντήσαμε: «Όχι, οι μητέρες μας δεν ήρθανε ακομα».
Και τότες καταλάβανε. Και τότες μας πήρανε στη Χιό.
Καμιά φορά σαν ξύπνησα είδα να βρίσκομαι στην αγκαλιά των Εγγλέζων, στα παπόρια. Εγώ όμως δεν καταλάβαινα πού βρισκόμουν κι έβαλα τα κλάματα. Ρώτησα τους Εγγλέζους: «Πού είναι τα παιδιά και το λεχούδι;»
Μα δεν καταλάβαιναν ελληνικά. Και τότε τους έκανα νόημα με το χέρι. Και τότες μου απαντήσανε πως τα πήρανε στο ορφανοτροφείο. Και μένα θα με κρατούσαν κοντά τους.
Για να μην κλαίω με πήρανε από το χεράκι για περίπατο. Ήταν αψηλοί οι Εγγλέζοι και καπνίζανε. Και τότες άκουσα πίσω μου να με φωνάζουνε: «Θεανώ! Θεανώ!» και γυρίζω και βλέπω τη θειά μου στην παραλία. Με φιλούσε και με ρωτούσε: «Πού είναι η μαμά σου, παιδάκι μου;»
Κι εγώ είπα: «Δεν ήρθε ακόμα»
«Από πού δεν ήρθε;»
«Από την παραλία», είπα τότε εγώ.
Κατάλαβε και άρχισε να κλαίει. Και με πήρε από τους Εγγλέζους. Και ύστερα ήρθαμε στον Πειραιά και ζητιανεύαμε πόρτα-πόρτα στον ξένο κόσμο. Και ύστερα πούλαγα σπίρτα στον δρόμο και στην Αθήνα και ζούσαμε.
Μα ύστερα γνωρίσαμε έναν σωματέμπορο, που όλο τριγύριζε τη θεία μου».
Τα πηγαίο ταλέντο της Θεανώς συγκίνησε τη Νάκου και με τη βοήθεια του αρχισυντάκτη της Ακρόπολης ξεσήκωσε τους γυναικείους συλλόγους προστασίας κοριτσιών. Η Αύρα Θεοδωροπούλου, αδελφή της Μυρτιώτισσας και πρόεδρος του Συνδέσμου των Δικαιωμάτων της Γυναίκας, ανέλαβε να εγγυηθεί για τη Θεανώ, ώστε να βγει από τα Βούρλα. Η Θεανώ όμως τρόμαξε κι έκανε πίσω, και δεν θέλησε με κανέναν τρόπο ν' αφήσει τα Βούρλα και τις συντρόφισσές της.
«Θα περιμένω εδώ τον ναύτη που μ' έμαθε να γράφω. Ίσως με παντρευτεί. Τι δουλειά έχω εγώ έξω, στον κόσμο που είναι γεμάτο σωματέμπορους; Πού ξέρω τις κυράδες που με θέλουν; Όχι, αφήστε με», έλεγε κι έκλαιγε.
Η Θεανώ έμεινε στα Βούρλα. Τα τετράδια της Θεανώς κάηκαν στην Κατοχή.
Έχουν περάσει σχεδόν 80 χρόνια από τότε που έκλεισε το μπορντέλο-στρατώνας των Βούρλων. Οι γυναίκες αυτές εδώ και χρόνια δεν ζουν πια. Άραγε τι δικό τους έχει απομείνει να θυμίζει τη βασανισμένη τους ύπαρξη; Ποιος ξέρει με πόσο τρόμο βγήκανε στην κοινωνία όπου παραμόνευε ο εφιάλτης. Ποιος ξέρει πόση μοναξιά περόνιασε τα κόκαλά τους και πόση πείνα τα σωθικά τους, ώσπου να κλείσουν τα μάτια;
Σήμερα από τα Βούρλα δεν έχει απομείνει τίποτα που να μαρτυράει την ύπαρξη του τεράστιου μπορντέλου και της μετέπειτα φυλακής. Στη θέση τους έχουν χτιστεί σύγχρονες οικοδομές.
Ιούλιος 2017. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από την οδό Ψαρρών. Στη θέση αυτών των σύγχρονων πολυκατοικιών ήταν οι μπούκες των Βούρλων.