Εκτός από μια ενιαία θρησκευτική παράδοση, υπάρχουν και άλλα κοινά στοιχεία που εμφανίζονται στην ιστορία των εθνών κρατών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης του 19ου και 20ου αιώνα. Ο Εθνικισμός, ένα σημαντικό προϊόν εισαγωγής από τη Δύση, αποδείχθηκε επιρροή με διάρκεια μέσα στα νεαρά έθνη-κράτη της βαλκανικής. Ο εθνικισμός θα υποστεί ποικίλες μεταλλάξεις ώσπου να προκαλέσει τον εμφύλιο στην Γιουγκοσλαβία περί το τέλος του εικοστού αιώνα.
Στο βιβλίο αυτό θα παρακολουθήσουμε την πορεία του εθνικισμού και την διαπλοκή του φαινομένου με άλλες δυτικές επιρροές. Κατά τη διάρκεια δημιουργίας εθνών-κρατών στα Βαλκάνια, η Δύση προσέφερε τα νομικά, διοικητικά και πολιτικά πρότυπα στο καθυστερημένο αυτό άκρο της ευρωπαϊκής ηπείρου. Εμπόδια στην εμπέδωση δυτικών θεσμών προκάλεσαν οι αλυτρωτικοί αγώνες και οι πολεμικοί ανταγωνισμοί ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη, αλλά και οι προνεωτερικές δομές των κοινωνιών τους.
Πρόθεση του βιβλίου αυτού είναι να χρησιμοποιήσει εμβληματικές στιγμές στην βαλκανική ιστορία μέσα από το πρίσμα των εθνών-κρατών, για να καταδείξει τον υβριδικό τους χαρακτήρα. Προ-νεωτερικών και νεωτερικών συγχρόνως.
Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται γεγονότα τα οποία σημαδεύουν την Νοτιοανατολική Ευρώπη, ιχνηλατείται η ισορροπία δυνάμεως αλλά και η απόπειρα συνεργασίας ανάμεσα στα κράτη της περιοχής. Τέλος επιχειρείται ο επανακαθορισμός της έννοιας της ασφάλειας στην τελευταία φάση του εικοστού αιώνα και τις αρχές του εικοστού πρώτου.
Το τρίτο μέρος φέρει τον γενικό τίτλο «βαλκανικές εκκρεμότητες» με παραδείγματα το μακεδονικό ζήτημα ανάμεσα στην Αθήνα και τα Σκόπια, την εκκρεμότητα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και την ανεξαρτησία του Κοσόβου. Τέλος εξετάζεται η πιθανότητα υπέρβασης του εθνικισμού σε μια μετά-μοντέρνα εποχή.
Ο όρος «βαλκανοποίηση» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε βρετανικά περιοδικά το 1920 για να περιγράψει τον κατακερματισμό μεγάλων διοικητικών οντοτήτων όπως και την εχθρότητα ανάμεσά τους. Ο όρος δηλώνει αδυναμία, υποανάπτυξη και διαίρεση. Τα Βαλκάνια όπως τα γνωρίζουμε αποτελούνται από κράτη τα οποία αποσπάστηκαν από την Οθωμανική και σε μικρότερο βαθμό από την Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Η εθνική, θρησκευτική και γλωσσική τους ποικιλότητα δεν διαφέρει από εκείνη της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης, πριν η πολιτική της απόλυτης μοναρχίας καταφέρει να δημιουργήσει θρησκευτικά και πολιτισμικά ομοιογενείς κρατικές οντότητες.
Από την υπάρχουσα βιβλιογραφία για τα Βαλκάνια ξεχωρίζει το ογκώδες έργου του Λευτέρη Σταυριανού, The Balkans since 1453 (Holt, Rinehart & Winston 1963, Hurst & Co, 1999). Ο Traian Stoianovich με το Balkan Worlds: The First and Last Europe (M.E. Sharpe, 1994) προσφέρει βαθιά κατανόηση των βαλκανικών φαινομένων. Η προσέγγιση του έργου αυτού απαιτεί γνώσεις που δεν είναι εκείνες ενός αρχαρίου. Άλλοι σημαντικοί ιστορικοί της περιοχής είναι οι Charles και Barbara Jelavich και ο Robert Lee Wolff, όμως τα βιβλία τους χρειάζονται πλέον σοβαρή ενημέρωση.
Η Γιουγκοσλαβία ενοποιήθηκε χάρη στην κοινή γλωσσική παράδοση των Σέρβων, Κροατών, Βοσνίων και εν μέρει των Σλοβένων. Εξωτερικές απειλές, πρώτα η Ιταλική και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η σοβιετική, συνέβαλαν στην ενότητα της χώρας. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης απελευθέρωσε τους δέσμιους εθνικισμούς μέσα στις ομόσπονδες δημοκρατίες. Ο θάνατος του Τίτο υπήρξε η χαριστική βολή για την ενότητα των λαϊκών Δημοκρατιών.
Μολονότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας σε πέντε ανεξάρτητα κράτη δεν επαναλαμβάνεται σε άλλες βαλκανικές χώρες, η είσοδος τεσσάρων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) συνοδεύεται από μερική απώλεια εθνικής κυριαρχίας, τουλάχιστον σε ζητήματα σχετικά με την οικονομική πολιτική. Όμως υπήρξαν άραγε οι βαλκανικές χώρες ποτέ ανεξάρτητες από την επιρροή των μεγάλων δυνάμεων; Ίσως η πολιτική των κανονιοφόρων του παρελθόντος απλώς αντικαταστάθηκε από τις πιέσεις που ασκούν σήμερα οι πιστωτές στους δανειζόμενους.
Οι δυτικές παρερμηνείες του βαλκανικού φαινομένου δυσχεραίνουν την αποκρυπτογράφηση της πραγματικότητας. Πολλοί δυτικοί ιστορικοί αντιμετωπίζουν τα Βαλκάνια σαν κέντρο μόλυνσης για ολόκληρη την Ευρώπη. Η δυτική ανάγνωση, ιδιαίτερα του γιουγκοσλαβικού ζητήματος, υπήρξε από την αρχή λανθασμένη. Ακόμα και ο έμπειρος Αμερικάνος διπλωμάτης, George Keenan στην εισαγωγή της επανέκδοσης μιας γνωστής έρευνας του "Carnegie Endowment for Peace" για τις ακρότητες που διέπραξαν οι εμπόλεμοι στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) κυρίως κατά των τουρκικών πληθυσμών στα κράτη της περιοχής, διατείνεται ότι το 1996 επαναλήφθηκαν οι ακρότητες που αποτύπωσε η πριν από ογδόντα περίπου χρόνια πρώτη έκδοση. Και όμως οι σχέσεις ανάμεσα σε παλιούς αντιπάλους έχουν προ πολλού αποκατασταθεί και ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας είχε επιπτώσεις κυρίως στους Αλβανούς γείτονες της Σερβίας. Άλλωστε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος που ακολούθησε τους Βαλκανικούς πολέμους τους ξεπέρασε κατά πολύ σε θύματα.
Η ιστορία της χερσονήσου του Αίμου άρχισε να γράφεται πολλά χρόνια πριν τα Βαλκάνια λάβουν τον χαρακτηρισμό, «η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης». Από τον Edward Gibbon το 18ο αιώνα, ο οποίος στη μεγάλη του ιστορία για την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χρωμάτισε το Βυζάντιο με τα πιο μελανά χρώματα, ως το Samuel Huntington πιο πρόσφατα, που κατέταξε τους Ορθόδοξους μαζί με τους Μουσουλμάνους στο μη ευρωπαϊκό τμήμα της ηπείρου μας, οι προϊδεασμοί και ή έλλειψη γνώσης αφθονούν.
Η λύση του Βοσνιακού ζητήματος στις 21 Νοεμβρίου 1995 στο Dayton του Ohio, ήταν έργο μιας υπερδύναμης που η καθυστερημένη της επέμβαση συνέπιπτε με την παραμονή των προεδρικών της εκλογών. Οι συγκυρίες ευνοούσαν την αμερικανική παρέμβαση. Το καλοκαίρι του 1995 ο κροατικός στρατός εξεδίωξε τον σερβικό πληθυσμό από την Κράινα, ενώ οι Σέρβο-Βόσνιοι πέτυχαν να αλλάξουν υπέρ αυτών την πληθυσμιακή σύσταση των περιοχών της Βοσνίας όπου πλειοψηφούσαν. Οι δηλώσεις των ισχυρών της Ευρώπης μετά το Dayton αποκάλυψαν την δυσαρέσκεια που προκάλεσε η αμερικανική επιτυχία (International Herald Tribune, 21 Νοεμβρίου 1995).
Ο Γερμανός υπουργός εξωτερικών, Klaus Kinkel είπε ότι οι ΗΠΑ παρουσιάστηκαν όταν άρχισε να διαφαίνεται η επίλυση του προβλήματος στη Βοσνία. Ο Γάλλος ομόλογος του, Herve de Charette μάλιστα κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι εμπόδισαν προηγούμενες διπλωματικές πρωτοβουλίες να τελεσφορήσουν. Η αλήθεια είναι ότι οι Ευρωπαίοι δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν κοινή πολιτική έναντι του Βοσνιακού τα προηγούμενα χρόνια ενώ οι Αμερικανοί διπλωμάτες και στρατιωτικοί κινήθηκαν συντονισμένα και με αποφασιστικότητα.
Η συνθήκη Dayton αποτέλεσε παράδειγμα για τους πολιτικούς του Κόσοβου. Αναγνώρισαν έτσι ότι χωρίς αιματηρές θυσίες η ανεξαρτησία τους από την Σερβία δεν επρόκειτο να έρθει. Εγκαταλείφθηκε σταδιακά η ειρηνική αντίσταση που πρέσβευε ο ηγέτης του Κοσόβου, Ιμπραήμ Ρουγκόβα και η ριζοσπαστική πτέρυγα των νέων ακτιβιστών προετοίμασε την ένοπλη αντίσταση. Η επιμονή των Σέρβων εξάλλου να αρνούνται την αναθεώρηση του καθεστώτος της αυτονομίας του 1974 εφόσον οι Αλβανοί Κοσοβάροι επέμεναν να τους δοθεί η ανεξαρτησία, οδηγούσαν και αυτήν την περιοχή στη σύγκρουση.
Το αδιέξοδο στο Κόσοβο δεν ήταν το μοναδικό άλυτο ζήτημα στα δυτικά Βαλκάνια. Οι Αλβανοί στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) αποτελούν το 25% του συνολικού πληθυσμού και απαιτούν να αναγνωριστούν ως συστατικό πληθυσμιακό στοιχείο της χώρας αυτής. Στην περίπτωση αυτή η μειοψηφία βρίσκεται υπό τον έλεγχο των κρατούντων Σλαβομακεδόνων οι οποίοι αρνούνται να δεχθούν ότι οι Αλβανοί θα τους ξεπεράσουν πληθυσμιακά αν η γεννητικότητα τους εξακολουθεί να υπερτερεί της σλαβομακεδονικής.
Μετά τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς του 1999 η Σερβία και το Κόσοβο απώλεσαν μεγάλο μέρος της παραγωγικής τους βάσης. Οι δυτικοί ωστόσο εξιδανίκευσαν τα θύματα και δαιμονοποίησαν τους θύτες. Η κατάρρευση όμως της σερβικής έννομης τάξης διευκόλυνε το έγκλημα και την παρανομία πάσης μορφής στο Κόσοβο. Η ανομία που επικράτησε έκτοτε συνδέθηκε και με τις ηγεσίες των Αλβανών που έκτοτε διοικούν την χώρα.
Ο αναγνώστης ίσως αντιληφθεί ότι ο συγγραφέας δεν επαναλαμβάνει την παραδοσιακή σοφία για τα Βαλκάνια αλλά επιχειρεί να πραγματοποιήσει νέες ερμηνείες οι οποίες συχνά έρχονται σε αντίθεση με τις κρατούσες δυτικές απόψεις. Οι περισσότερες παρερμηνείες κατασκευάστηκαν κατά τη διάρκεια του κοντινού μας γιουγκοσλαβικού εμφυλίου κυρίως από τα δυτικά ΜΜΕ, αλλά ενίοτε και από ακαδημαϊκούς με ισχυρούς προσωπικούς προϊδεασμούς. Η διαφοροποίηση του ουσιαστικού από το ασήμαντο ή της αντικειμενικότητας από το θυμικό του παρατηρητή, είναι κατεξοχήν έργο ενός πανεπιστημιακού.΄
*Το βιβλίο του Θάνου Βερέμη «Βαλκάνια: Ιστορία και Κοινωνία, ένα πολύχρωμο υπόδειγμα εθνικισμού» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.