Είδαμε τον «Βυσσινόκηπο» σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου

Προκάλεσε διχογνωμία ο «Βυσσινόκηπος» κι ίσως ήταν αναμενόμενο. Η απομακρυσμένη, από τη στερεοτυπική προσέγγιση, ματιά του Καραθάνου, η «πειραγμένη» σκέψη πίσω από τη διανομή ή την απόδοση των ρόλων, η παρεμβολή στοιχείων σουρεαλισμού μέσα στο πρωτότυπο κείμενο (κάποια λιγότερο κι άλλα περισσότερο) εντοπίστηκαν ως περιττά για την αφήγηση της ιστορίας, ακόμα και αυθαίρετα
sgt

Η ζωή, «η ανόητη ζωή» του Τσέχωφ χωράει σε μια τόση δα ποντικότρυπα. Όσο μεγάλος είναι ο άνθρωπος, τα πάθη και τα επιτεύγματά του, άλλο τόσο είναι μικρός, δυστυχισμένος και αθόρυβος να τρυπώνει με επιδεξιότητα ανάμεσα στα δοκάρια ενός έμβιου σύμπαντος. Αυτό το είδος ανθρώπου που, παρά το μέγεθός του, λέει λόγια μεγάλα και ονειρεύεται σε ακόμα πιο μεγάλα ύψη είναι, κατά το Νίκο Καραθάνο, ο ήρωας του Τσέχωφ και του «Βυσσινόκηπου». Και για να είμαστε ειλικρινείς είναι ο κάθε άνθρωπος· αυτός που χειροκροτεί ενθουσιασμένος την παράσταση της Στέγης, αλλά κι αυτός που αποχωρεί δύσθυμος για την ανάγνωση του κλασικού αριστουργήματος.

Προκάλεσε διχογνωμία ο «Βυσσινόκηπος» κι ίσως ήταν αναμενόμενο. Η απομακρυσμένη, από τη στερεοτυπική προσέγγιση, ματιά του Καραθάνου, η «πειραγμένη» σκέψη πίσω από τη διανομή ή την απόδοση των ρόλων, η παρεμβολή στοιχείων σουρεαλισμού μέσα στο πρωτότυπο κείμενο (κάποια λιγότερο κι άλλα περισσότερο) εντοπίστηκαν ως περιττά για την αφήγηση της ιστορίας, ακόμα και αυθαίρετα. Είναι αλήθεια πως ευρήματα της παράστασης, όπως ο αυτοαναφορικός μονόλογος της Σαρλότα (με τη χαρακτηριστική ερμηνεία της Λένας Κιτσοπούλου) ή οι φαρσικές φωνές του Γκάγιεφ (Θάνος Αλευράς) ή του Πίσσικ (Γιάννης Κότσιφας) δεν δικαιολογήθηκαν ως επιλογές από τη σκηνοθεσία ή αποδυνάμωσαν κάποιες στιγμές και αποσπάσματα λόγου. Στο φινάλε της παράστασης όμως, όλα αυτά έμοιαζαν μικρά κι ασήμαντα, ακριβώς γιατί είναι γήινα. Εν τω μεταξύ, δηλαδή, είχαν παραγκωνιστεί από άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ανεβάσματος, συνδεδεμένα με το μέγεθος της θνητής φύσης και της ανθρώπινης συγκίνησης.

Ο Νίκος Καραθάνος έγινε οικοδεσπότης μιας θλιμμένης γιορτής. Οι ήρωές του, γνήσιοι ήρωες του Τσέχωφ, αφέθηκαν να ταυτίσουν την ύπαρξή τους με έναν τόπο, με ένα βυσσινόκηπο· αρνούμενοι να τον δουν μέσα σε μια νέα συνθήκη, για τον απλούστατο λόγο ότι φοβούνταν να δουν τον εαυτό τους μέσα σε μια νέα εποχή. «Για να ζούμε όπως πρέπει, πρέπει να εξαγοράσουμε το παρελθόν μας» κατέληγαν να παραδέχονται. Κι αυτό απαιτούσε μια εκκίνηση από πλάσματα που είχαν πάψει να περιμένουν κάτι από τη ζωή και το μέλλον της. Κι όμως, εκείνο το επαναλαμβανόμενο «πάμε, πάμε» μέσα από καρτουνίστικες φωνές στη σκηνή της αυλαίας δεν ήταν παρά μια μεγαλειώδης προτροπή: Ο άνθρωπος, ο μικρός, ο μέγας δεν θα πάψει να αρχίζει από το ίδιο σημείο που έχει τελειώσει. Δεν έχει άλλη επιλογή, εξάλλου.

Βασισμένοι στην έμπλεη αλήθειας, ευαισθησίας και ευθραυστότητας, διαπίστωση έπαιξαν όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης. Ανέδειξαν πτυχές που έχουμε όλοι, καθώς αγωνιζόμαστε να κερδίζουμε ένα ψίχουλο ευτυχίας - από αυτά που τα ποντίκια σέρνουν μέχρι τις ποντικότρυπές τους. Οφείλουμε να ξεκινήσουμε από τη Γαλήνη Χατζηπασχάλη. Η Λιούμποβά της ήταν ανεπανάληπτη· ακυρωμένη, ματαιωμένη, μετέωρη, απελπιστικά μόνη. Για όλους αυτούς τους λόγους ήταν και ξεκαρδιστική. Η Χατζηπασχάλη περπάτησε πάνω σε πολύ λεπτό σχοινί και προσγειώθηκε στα πόδια της και σ' ένα βράδυ χρίστηκε πρωταγωνίστρια. Ο Νίκος Καραθάνος προσέφερε στον Λοπάχιν κάτι από τον προσωπικό του λυγμό σε μια φορτισμένη, μελαγχολική, ερμηνεία. Η Λυδία Φωτοπούλου έδωσε στην Ανια ό,τι χρειαζόταν: Τη σταθερότητα και τη νηφαλιότητα ενός ώριμου ανθρώπου - δικαιώνοντας το ηλικιακό ανακόλουθο με την ηρωίδα της. Ο Θάνος Αλευράς στο ρόλο του Γκάγιεφ κέρδισε δικαιωματικά μια θέση στην ομάδα του Καραθάνου· σε μια διαδρομή από την ονειροπόληση στο σπαραγμό. Ο Αγγελος Τριανταφύλλου πέρασε με καθαρό και εσωτερικό τρόπο τις θεωρίες του Τροφίμοφ. Γήινη και συγκινητική η Βάρια της Ελενας Τοπαλίδου.

Παρά τους σύντομους ρόλους τους, πέτυχαν να δώσουν το στίγμα τους και να λάμψουν: Ο Χρήστος Λούλης ως καταδικασμένος στην γκάφα Γιεπιχόντοφ, μας υπενθύμισε πόσο πολύ του ταιριάζει η κωμωδία. Η Εμιλυ Κολλιανδρή απολαυστική μέσα από τις δουλεμένες εκφράσεις της στο ρόλο της αφελούς Ντουνιάσα. Με σωστές δόσεις τυχοδιωκτισμού και κυνισμού ο Γιάσσα του Μιχάλη Σαράντη. Σε σουρεαλιστικό mood o Γιάννης Κότσιφας και η Λένα Κιτσοπούλου. Μέσα από τις σιωπές τους ως Μίκι Μάους υπήρχαν στην σκηνή ο Αγγελος Παπαδημητρίου και ο Γιώργος Μπινιάρης. Συντονισμένες με την ασκημένη ομάδα οι νεότερες Αναστασία Κονίδη και Δάφνη Παττακιά. Ολοι οι ηθοποιοί ωστόσο κινήθηκαν σε έναν ερμηνευτικό άξονα, στην ακροβασία της ανθρώπινης νεύρωσης που κάνει την κάθε μέρα στη ζωή να μοιάζει την ίδια ώρα τόσο αστεία όσο και τραγική.

Κι επειδή, οι πρωταγωνιστές στις παραστάσεις του Νίκου Καραθάνου δεν εξαντλούνται στις παρουσίες επί σκηνής, μια άψογη σκηνογραφική δουλειά παρέδωσε η Ελλη Παπαγεωργακοπούλου. Το σπίτι της Λιουμπόφ παραπέμπει ευθέως στα σπίτια των Μίκι Μάους που θυμόμαστε από παιδιά όπου το φως μπαίνει από χαραμάδες. Δεν ήταν παρά μια μικρογραφία ζωής το σκηνικό της που μπορεί να λειτουργεί και σαν (ποντικο)παγίδα. Επίσης, καλαίσθητα και με χαρακτήρα εποχής τα κοστούμια της. Προκλητική εργασία με αίσιο αποτέλεσμα οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου - ειδικά της σκηνής του φινάλε που συντείνουν στο συμπέρασμα μιας ασπρόμαυρης ζωής. Εξαίσια η μουσική σύνθεση του Αγγελου Τριανταφύλλου κι ένας ακόμα λόγος που ο «Βυσσινόκηπος» έφερε δάκρυα στα μάτια μας.

Στέλλα Χαραμή

Διαβάστε περισσότερα για ό,τι συμβαίνει στις τέχνες στο www.tospirto.net

Δημοφιλή