Δεν είναι η πρώτη αλλά είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική φορά όπου η Ελένη Ράντου παίρνει ένα ρίσκο. Επιλέγει ένα καθαρόαιμο πολιτικό έργο και μάλιστα νεόκοπο- μόλις πέρυσι έκανε το ντεμπούτο του στο Royal Court σημειώνοντας μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία-παραγκωνίζοντας συνειδητά τον παράγοντα της «ασφάλειας»• είτε αυτός μεταφράζεται στην κωμική της ταυτότητα που εδώ μπαίνει σε ύπνωση, είτε στην «επωνυμία» ενός γνωστού κειμένου. Ωστόσο, το «Για μια ανάσα» της Ζίνι Χάρις δικαιολογεί τον ενθουσιασμό και τον «τυχοδιωκτισμό» της.
Με άξονα τον ποιητικό λαβύρινθο του Γκαίτε στο πλέον εμβληματικό έργο της ευρωπαϊκής σκέψης, το «Φάουστ», η Βρετανίδα συγγραφέας στήνει μια σύγχρονη τραγωδία - στην οποία μεταφυτεύει στοιχεία της ομηρικής «Οδύσσειας» - παρακολουθώντας το μεταίχμιο στο οποίο βρίσκεται η ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Ηρωίδα της, μια Γερμανίδα καθηγήτρια πανεπιστημίου που - στο κυνήγι της γνώσης και της ανέλιξης - βλέπει τη ζωή της να ανατρέπεται και στο τέλος να συντρίβεται με πάταγο. Πίσω της εκπέμπει μια εικόνα δυστοπίας: Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν κηρύξει πτώχευση, η Ευρώπη - που μέχρι τότε βιώνει την ασφάλεια του δυτικού οικοδομήματος - κατακρημνίζεται, ορδές πολιτισμένων Ευρωπαίων σπεύδουν να την εγκαταλείψουν και να ζητήσουν άσυλο στα εδάφη της Μέσης Ανατολής καθώς τα παιδιά τους χάνονται μέσα στο γενικό χάος. Η τραγική ειρωνεία είναι διάχυτη στο έργο της Χάρις όπου αμφισβητεί ανοιχτά κάθε κατάκτηση των ευρωπαϊκών ιδεολογημάτων και φυσικά του ευρωπαϊκού συστήματος.
Με αυτή την έννοια, η εγρήγορση της Ελένης Ράντου είναι αξιοσημείωτη, ειδικά σε μια ραγδαία ρευστή παγκόσμια πραγματικότητα όπου όσα, μέχρι χθες, έμοιαζαν απίστευτα παίρνουν ξαφνικά σχήμα πραγματικότητας, αφήνοντας μας εμβρόντητους.
Αναντίστοιχη με αυτά τα αντανακλαστικά είναι η σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή. Παρότι υιοθετεί ένα γρήγορο ρυθμό και επιτρέπει στην πλοκή των ανατροπών να ρέει, την ίδια ώρα αφήνει ανεκμετάλλευτη μια σειρά από δραματουργικές αρετές του κειμένου-μεταφυσικές, ψυχολογικές-ή και συμβολικά του στοιχεία. Περιορίζεται δηλαδή σε μια επίπεδη και μάλλον επιφανειακή αφήγηση των γεγονότων που συμβαίνουν στη ζωή της κεντρικής ηρωίδας, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται και κάποια κενά στην ίδια την εξέλιξη της ιστορίας. Στο πλαίσιο της ίδιας φιλοσοφίας, οι ηθοποιοί καθοδηγούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετήσουν μια «αληθοφάνεια» χωρίς να αγγίζουν τα, από κάτω, επίπεδα του έργου.
Ως εκ τούτου, οι πρωταγωνιστές -και είναι ένας ωραίος θίασος -δεν απομακρύνονται ιδιαίτερα από τα αναμενόμενα, δεν φτάνουν στην υπέρβαση παρά το γόνιμο δραματουργικό έδαφος. Ακόμα και η Ελένη Ράντου που τολμά και θυσιάζει την κωμική της περσόνα στηρίζει την παρουσία της σε γνώριμα υποκριτικά της χαρακτηριστικά και στο να παρακολουθεί με ακρίβεια τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του έργου. Η Ελένη Ουζουνίδου σε μια στέρεη και μελετημένη ερμηνεία στο πλευρό της, ενώ επαρκείς στους ρόλους του δαιμονικού οίστρου ο Μελέτης Ηλίας και ο Αντώνης Καρυστινός- ο μεν ενσαρκώνοντας την σατιρική εκδοχή του και ο δε ως γνήσιος κακός.
Γύρω τους μια επίσης δυνατή δημιουργική ομάδα που ωστόσο δεν επιφυλάσσει μεγάλες εκπλήξεις. Είναι διακριτή η διδασκαλία της κίνησης του Χρήστου Παπαδόπουλου στο θίασο, ευρηματικά ως προς τις εναλλαγές τους και αρκούντως «πένθιμα» τα σκηνικά της Μαγιού Τρικεριώτη, μπιτάτη και αγχωτική - όπως και η εποχή - η μουσική της Ναλίσσα Γκρήν. Την ίδια ώρα, ο Σάκης Μπιρμπίλης σχεδιάζει λειτουργικούς φωτισμούς-χωρίς να δοκιμάζει κάτι από τις συνήθεις εργασίες-προτάσεις του- ενώ τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη φαντάζουν τυπικά, ανέμπνευστα, χωρίς χρώμα.
Της Στέλλας Χαραμή.
Διαβάστε περισσότερα για ό,τι συμβαίνει στις τέχνες στο www.tospirto.net