Έχοντας αφήσει το Irktutsk πίσω μας, ο οδηγός μας, ο Ivan, ένας πολύ συμπαθητικός κύριος με ξανθά ή μάλλον άσπρα μαλλιά, μιλώντας μας σπαστά αγγλικά, μας είπε δυο λόγια για τη λίμνη Βαϊκάλη αλλά και για την οικογένεια ντόπιων η οποία θα μας φιλοξενούσε.
Εδώ σου υπενθυμίζω πως παρόλο που από την Ελλάδα ξεκίνησα μόνη μου, στη διαδρομή με το τρένο γνώρισα πολλούς backpackers (κυρίως Ολλανδούς και Αμερικάνους) οι οποίοι έκαναν την ίδια διαδρομή με τη δική μου και όσο ταξίδευα διασταυρώθηκαν αρκετές φορές οι δρόμοι μας. Η Τίφανι από το Hong Kong ήταν μια από τις γνωριμίες που έκανα στη διαδρομή και συνεχίσαμε παρέα το ταξίδι μέχρι και τη Μογγολία. Οπότε όσο μιλάω στο δεύτερο πληθυντικό σημαίνει ότι ήμασταν παρέα.
Ο Ιβάν λοιπόν, όσο κατευθυνόμασταν προς το χωριό Listvyanka, το πρώτο χωριό που βρίσκει κανείς φτάνοντας από το Ιρκούτσκ στη λίμνη, μας είπε πως η Βαϊκάλη είναι η βαθύτερη λίμνη στον κόσμο (μέγιστο βάθος 1.620 μ.) αλλά και η αρχαιότερη, αφού η ηλικία της υπολογίζεται στα 25.000.000 έτη. Το «Γαλάζιο μάτι της Σιβηρίας», όπως αποκαλούν χαϊδευτικά οι ντόπιοι τη λίμνη, έχει τον μεγαλύτερο όγκο γλυκού νερού παγκοσμίως και ότι φιλοξενεί πάνω από 2500 χιλιάδες είδη ζώων, φυτών, ψαριών και μικροοργανισμών εκ των οποίων τα περισσότερα δε συναντιούνται σε καμιά άλλη λίμνη. Ανάμεσα τους και η φώκια της Βαϊκάλης που είναι το μόνο είδος φώκιας στον κόσμο που ζει αποκλειστικά σε γλυκό νερό και αποτελεί και το σύμβολο της λίμνης.
Μία ώρα αργότερα και έχοντας αφήσει για τα καλά πίσω μας τη βαβούρα της πόλης του Ίρκουτσκ, ξεπρόβαλε στο δεξί μας χέρι η λίμνη ενώ στα αριστερά μας άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα χρωματιστά, ξύλινα σπιτάκια του χωριού. Ο καιρός ήταν απίθανος και ο ήλιος που έπεφτε στη λίμνη έκανε ακόμα πιο μαγικό το τοπίο.
«Είσαι στη μέση της Σιβηρίας, στο αυτοκίνητο με 2 άγνωστους ανθρώπους και είσαι ευτυχισμένη, μπράβο κορίτσι μου», άκουσα τον εαυτό μου να μου λέει και ομολογώ πως ένιωσα πολύ περήφανη. Ένα μεγάλο μου όνειρο είχε γίνει πραγματικότητα και βρισκόμουν εκεί έτοιμη να ρουφήξω κάθε λεπτό αυτού του υπερσιβηρικού ταξιδιού.
Ο Ιβάν μας άφησε έξω από ένα ξύλινο σπιτάκι λέγοντάς μας να ζητήσουμε την κυρία χ (μου διαφεύγει το όνομα αυτή τη στιγμή) η οποία με ένα πολύ μικρό ποσό θα μας φιλοξενούσε στο σπίτι της. Το σπιτάκι ήταν πραγματικά υπέροχο. Ξύλινο και χρωματιστό όπως όλα τα σπίτια της Σιβηρίας, σου δημιουργούσε αυτόματα μια αίσθηση οικείου και ζεστασιάς. Ένας μεγάλος κήπος με λουλούδια και πρασινάδες σου τραβούσε την προσοχή ενώ τα 2 εγγόνια της κυρίας που θα μας φιλοξενούσε, έκαναν βόλτα με τα ποδήλατά τους δίπλα στην αποθήκη με τα ξύλα (winter is coming).
Αφού συστηθήκαμε, μπήκαμε μέσα και βγάζοντας τα παπούτσια μας (απαραίτητη προϋπόθεση) κατευθυνθήκαμε στην κουζίνα. Μετά από 4 ημέρες σερί στον Υπερσιβηρικό, καταλαβαίνεις ότι το μόνο που ήθελα φτάνοντας εκεί, ήταν να φάω ζεστό μαγειρευτό φαγητό, να κάνω ένα 2ωρο μπάνιο και να μπω στο ίντερνετ. Τα πρώτα 2 τα απόλαυσα, το τρίτο έπρεπε να το ψάξω αργότερα σε κάποια καφετέρια του χωριού!
Έχοντας γεμίσει τα στομάχια μας, ήμασταν έτοιμες να γνωρίσουμε καλύτερα το χωριό. Μαζί με την Yelena από το Ιρκούτσκ, περπατήσαμε κατά μήκος της ακτής μέχρι να φτάσουμε στο Μουσείο της λίμνης Βαϊκάλης και στο πάρκο της. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα να δω τόσο πράσινο γύρω μου, ίσως γιατί τη λίμνη Βαϊκάλη και τη Σιβηρία γενικότερα τις είχα δει σε φωτογραφίες πάντα χιονισμένες και δε μπορούσα να φανταστώ ότι την άνοιξη και το καλοκαίρι όλα «βάφονται» πράσινα. Και βασικά τώρα που το σκέφτομαι δε θυμάμαι να έχω ξαναδεί τόσο πράσινο στη ζωή μου!
Η επόμενη ημέρα μας βρήκε αρκετά πιο ψηλά από την επιφάνεια της λίμνης. Μαζί με τον Sasha (ναι, αντρικό όνομα) τον «ιχνηλάτη» όπως του άρεσε να αποκαλεί τον εαυτό του, συνταξιούχο δάσκαλο γυμναστικής, σκαρφαλώσαμε στην κορυφή του βουνού που βρίσκεται πίσω από τη Listvyanka και με τη γλώσσα έξω από το περπάτημα, θαυμάσαμε την υπέροχη Βαϊκάλη από ψηλά.
Στη συνέχεια ο δρόμος μας έβγαλε στην παραλία, όπου κάναμε πικ νικ πίνοντας τσάι και τρώγοντας ρύζι με λουκάνικα και γλυκό ψωμί με κρέμα που ακόμα και τώρα δε μπορώ να προσδιορίσω τη γεύση της.
Η ημέρα κυλούσε απλά υπέροχα, με τα απολύτως απαραίτητα και μια εσωτερική γαλήνη που με έκανε συνεχώς να χαμογελάω. Ο ήλιος έκανε τη λίμνη ακόμα πιο όμορφη και με έβαλε σε σκέψεις.
«Μήπως είναι η ώρα να κάνω μια βουτιά;» , ρώτησα τον Sasha ο οποίος αρχικά νομίζοντας πως κάνω πλάκα άρχισε να γελάει. «Εμείς οι ντόπιοι κάνουμε μπάνιο στη λίμνη γύρω στις 10 με 20 Αυγούστου που η θερμοκρασία του νερού είναι στους 15 βαθμούς», μου είπε.
«Ναι, αλλά εγώ θέλω να βουτήξω τώρα», του είπα και εκείνος γουρλώνοντας τα μάτια, μου απάντησε πως το νερό αυτή τη στιγμή είναι παγωμένο, (6 βαθμοί Κελσίου).
Αποφάσισα να βουτήξω όταν θα έμενα μόνη μου, στην απογευματινή μου βόλτα. Είχα φτάσει μέχρι την άλλη άκρη, στη Σιβηρία, στην πιο βαθιά λίμνη του κόσμου. Δε γινόταν να μη βουτήξω! Είχα ακούσει άλλωστε και το μύθο που λέει πως αν βουτήξεις στη λίμνη Βαϊκάλη θα ζήσεις περισσότερο... ή θα πάθεις καρδιακό και είπα να το ρισκάρω! Στην καλύτερη θα κέρδιζα 25 χρόνια ζωής, στη χειρότερη θα έφευγα από τούτο τον κόσμο έχοντας πραγματοποιήσει ένα μεγάλο μου όνειρο, αυτό του Υπερσιβηρικού! χαχα
Και φυσικά βούτηξα... και για μερικά δευτερόλεπτα πίστεψα ότι ο εγκέφαλός μου έγινε παγάκι και πως λογικά δε θα μπορούσα να περπατήσω βγαίνοντας από το νερό. Φαντάστηκα πως θα αρρώσταινα στο λεπτό από το κρύο και δεν ένιωθα τα άκρα μου. Βγαίνοντας από το νερό, αντίθετα με τα όσα πίστευα, ένιωσα ανανεωμένη, φρέσκια και ανάλαφρη. Δεν υπήρχε εκείνη η αίσθηση. Και ΔΕΝ κρύωνα. Καθόλου όμως. Τσιμπήθηκα για να δω ότι είμαι εντάξει και φόρεσα τα ρούχα μου χαρούμενη. Ένα ακόμα τρελό όνειρο είχε διαγραφεί από τη λίστα με τα πράγματα που θέλω να κάνω έστω μια φορά στη ζωή μου.
Αφού κάθισα για κρέπες και καφέ στη μοναδική καφετέρια του χωριού που είχε ίντερνετ, είπα τα νέα μου στους δικούς μου ανθρώπους - οι οποίοι αρχικά δε με πίστεψαν- και έχοντας γεμίσει για ακόμη μια φορά το στομάχι μου κατευθύνθηκα προς το food market του χωριού για να δοκιμάσω τα διάφορα καλούδια, να αγοράσω τα αναμνηστικά μου από την περιοχή και φυσικά να βγάλω φωτογραφίες.
Απαραίτητη η στάση για δοκιμή του χαρακτηριστικού παστού ψαριού που βρίσκεις μόνο στη λίμνη Βαϊκάλη. Το ψάρι omul, το οποίο αν και αλμυρό το βρήκα νοστιμότατο. Η γεύση του ήταν παρόμοια με του σολομού.
Στο χωριό Listvyanka έμεινα συνολικά 4 ημέρες και μπορώ να πω πως το γύρισα όλο καθώς ήταν αρκετά μικρό αν και απλωμένο κατά μήκος της λίμνης. Φεύγοντας από την παραλία και πηγαίνοντας προς το κέντρο του χωριού μου άρεσε να σταματάω στα μικρά χωμάτινα δρομάκια και να χαζεύω τα ξύλινα παράθυρα και τους κατοίκους των σπιτιών που περιποιούνταν τους κήπους τους.
Η ζωή εκεί κυλούσε με τόσο διαφορετικούς ρυθμούς από αυτούς που ήμουν μαθημένη στην Αθήνα και το γεγονός ότι η νύχτα αργούσε να έρθει, μου έδινε την αίσθηση πως η ημέρα είχε περισσότερες από 24 ώρες.
Τα απογεύματα μου άρεσε να κάθομαι σε ένα συγκεκριμένο σημείο και χαζεύοντας τη λίμνη να χάνομαι στις σκέψεις μου. Ομολογώ πως εκεί ένιωσα και για πρώτη φορά μετά από μια 9 ημέρες που ήμουν ήδη on the road, πως ήμουν μόνη και πως θα έπρεπε να είμαι με την οικογένειά μου και να μοιράζομαι μαζί τους τις δύσκολες στιγμές που περνούσαν στην Αθήνα λόγω της απώλειας του παππού μου. Και μετά σκεφτόμουν πως εκείνος θα ήθελε να συνεχίσω το ταξίδι μου.
Και έτσι έκανα. Ήμουν έτοιμη για την επόμενη στάση μου. Ήμουν έτοιμη να μπω στον Υπερμογγολικό για να διασχίσω τη Μογγολία και να κατεβώ στο Ουλάν Μπατάρ!
Διαβάστε ακόμη:
Διαβάστε περισσότερα στη σελίδα του travelstoriesfromyworld