Ήμουν πάντα και συνεχίζω να είμαι υπέρ της νομιμότητας. Ιδίως από τότε που πήρα το πτυχίο μου στη Νομική και επιπλέον από τότε που είμαι αιρετός. Επανάσταση δεν αποφάσισα ακόμα να κηρύξω, ούτε να γίνω διαπρύσιος κήρυκας της αυθαιρεσίας, της αυτενέργειας και της συνειδητής παράβασης των νόμων.
Ωστόσο το ζήτημα της ευθανασίας (έστω... ας την πούμε ΜΗ υποβοηθούμενη) «καίει» στην κυριολεξία, μετά την τραγωδία που έζησε ο εκλεκτός δημοσιογράφος - και προσωπικός μου γνωστός- Αλέξανδρος Βέλιος, πάσχοντας από επιθετικό καρκίνο που δε «σήκωνε» ούτε ελπίδα, ούτε γιατρειά, υποφέροντας από πόνους σε σημείο λιποθυμίας, χωρίς την παραμικρή ποιότητα ζωής, στη δυστυχή κατάληξη ενός ανθρώπινου δράματος που αποφάσισε ο ίδιος να τερματίσει μη θέλοντας να φτάσει στο έσχατο σημείο ανθρώπινου εξευτελισμού και ανείπωτου πόνου.
Η Πολιτεία δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα του πάσχοντος να υποβληθεί σε διαδικασία ανώδυνου θανάτου και θεωρώντας ότι η ευθανασία δε μπορεί να γίνει από τον ίδιο τον πάσχοντα στο σημείο φθοράς που έχει φτάσει, απαγορεύει την «υποβοηθούμενη ευθανασία» επιφυλάσσοντας ποινές στους συνεργούς.
Ο όρος ευθανασία δημιουργήθηκε απ' τον Άγγλο φιλόσοφο Φράνσις Μπέικον που έγραψε ότι «το έργο της ιατρικής είναι η αποκατάσταση της υγείας και η καταπράυνση των πόνων, όχι μόνο όταν η καταπράυνση αυτή μπορεί να οδηγήσει στη θεραπεία, αλλά και όταν μπορεί να εξασφαλίσει έναν εύκολο και γαλήνιο θάνατο». Η θέση αυτή έφερε στο προσκήνιο οξύτατες διαμάχες μια και αρχικά ήταν πλήρως αντίθετη στη χριστιανική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία μόνον ο Θεός μπορεί να διαθέσει τη ζωή και τον θάνατο. Και αφού ο πόνος έχει κάποια αξία για τη σωτηρία της ψυχής, σε κανένα δεν επιτρέπεται να συντομεύσει τους πόνους.
Τα τελευταία χρόνια έγιναν προσπάθειες για τη νομιμοποίηση της ευθανασίας με δικαιολογητικά τον οίκτο προς τον άνθρωπο που υποφέρει, τη θυσία για χάρη του κοινωνικού συνόλου και την απαξία της ζωής. Και πάλι όμως στους ισχυρισμούς αυτούς προκύπτει το ερώτημα αν ο άνθρωπος, ειδικός ή όχι, έχει δικαίωμα να επιβουλεύεται τη ζωή του συνανθρώπου του και να του δώσει ένα τέλος εύκολο και γαλήνιο;
Ηθικό πρόβλημα προκύπτει, επίσης, όταν κάποιος πάσχων από ανίατη νόσο ζητήσει ο ίδιος να του επιβληθεί ευθανασία: Ο θεράπων ιατρός επιτρέπεται (με την ηθική και όχι με την αυστηρά νομική) έννοια να πράξει ανάλογα, συναινώντας στην κατ' απαίτηση του πάσχοντος ευθανασία; Το ζήτημα παραμένει τόσο ηθικά όσο και νομικά, ανοικτό.
Προς το παρόν στη χώρα μας το δίκαιο καταδικάζει την αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, έστω και από οίκτο. Και για να μη μακρηγορώ: Μόνο σε 9-10 χώρες του κόσμου επιτρέπεται η υποβοηθούμενη ευθανασία και μόνον σε ανήλικα παιδιά, πάσχοντα από βαρύ, ανίατο νόσημα.
Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν υπάρχει εξειδικευμένη νομοθεσία, συνεπώς το αξιόποινο της ευθανασίας κρίνεται με βάση τους γενικούς κανόνες για την ανθρωποκτονία με δόλο και τη συμμετοχή σε αυτοκτονία. Ο νόμος είναι εξαιρετικά σαφής στο άρθρο 300 του Ποινικού Κώδικα όπου προβλέπεται φυλάκιση. Όποιος αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του θύματος και από οίκτο γι' αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια, τιμωρείται με φυλάκιση. Κι αυτό γιατί - όπως έγραψε η Χρύσα Τσιώτση το 2014, «υπάρχουν πολλές αμφιβολίες και ανασφάλεια για το κατά πόσο ένας ασθενής που βρίσκεται σε ψυχική αναστάτωση και διανοητική σύγχυση λόγω των πόνων και της κατάστασης της υγείας του, έχει τη νηφαλιότητα και την σαφή και ελεύθερη βούληση να λάβει την απόφαση να θέσει τέρμα στη ζωή του. Οι αφόρητοι πόνοι και η αβάστακτη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία που ταλανίζουν έναν ασθενή έχουν εξασθενήσει τις ψυχικές αντοχές του και την υπομονή του και είναι αναμενόμενο να αποζητά επίμονα την θανάτωσή του».
Νομίζω ότι έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα με τη μετάλλαξη νόσων και την απόλυτα ακριβή διάγνωση θανατηφόρων καταστάσεων, ήρθε ο καιρός η Επιστήμη και η Κοινωνία να πιέσουν και να βοηθήσουν την Πολιτεία - και την Εκκλησία φυσικά- να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους. Και υποβάλλω αυτή τη σκέψη - διόλου πρωτότυπη, το ξέρω- και παραίνεση στη μνήμη του Αλέξανδρου Βέλιου και των εκατοντάδων «ομοίων» του που πεθαίνουν από φρικτούς πόνους, χωρίς καμία ελπίδα ίασης.
Και τη Νομική, την επιστήμη που σπούδασα και υπηρετώ με καθημερινό κόστος -για πολλούς λόγους- ως μάχιμος δικηγόρος, τη θέλω να πρωτοστατήσει στη συζήτηση των επιστημών και της κοινωνίας, για το δικαίωμα ενός ανθρώπου να επιλέξει να σταματήσει να διεκδικεί και να απολαμβάνει τα υπόλοιπα δικαιώματά του, υπό προϋποθέσεις.