Η 24MEDIA δίνει για μια μέρα το τιμόνι στο AD&PR Lab του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Το κείμενο που θα διαβάσεις παρακάτω αποτελεί μέρος μίας ενέργειας κατά την οποία 40 φοιτητές του AD&PR Lab πρότειναν, έγραψαν και δημοσιεύουν το δικό τους κείμενο στα sites του Ομίλου (Huffington Post Greece, News247, Oneman, Ladylike, Sport24 & Contra). Κάθε φοιτητής του AD&PR Lab στο πλαίσιο του μαθήματος "Δημόσιες Σχέσεις: The art of storytelling" πρότεινε κάποια θέματα και έγραψε ένα από αυτά εν είδη εργασίας εξαμήνου. Μπορείς να διαβάσεις όλα τα κείμενα των φοιτητών στο microsite που δημιουργήσαμε για την ενέργεια.
Πάντα αγαπούσα τη μόδα, πιο μικρή μάλιστα ήμουν πεπεισμένη ότι θέλω να ζήσω το χώρο από πιο κοντά. Για την ακρίβεια ήθελα να ταξιδεύω, να παρακολουθώ τα fashion weeks ανά τον κόσμο και να γράφω σε περιοδικά μόδας (σε τιι;) για όσα διαδραματίζονται εκεί . Αυτό και έκανα λοιπόν, παρακολουθούσα πεισματικά τα shows -δυστυχώς εξ αποστάσεως- και θαύμαζα όλα αυτά τα ταξίδια, την άνεση και την κομψότητα. Αυτή τη φάση την ξεπέρασα σχετικά γρήγορα, αν και στην πραγματικότητα δεν το θεωρώ τόσο άπιαστο όνειρο, περισσότερο νομίζω οφείλεται στο ότι αλλάζω γνώμη δέκα φορές τη μέρα. Αν όμως αγνοήσουμε αυτό τον παράγοντα, ίσως φταίει η συνειδητοποίηση ότι κάποια πράγματα χάνουν τη μαγεία τους όταν τα πλησιάσεις από πολύ κοντά. Αν κάτι το βλέπεις κάπως ρομαντικά και ιδανικά, όταν αυτό γίνει η καθημερινότητα σου, είναι πολύ πιθανό η τριβή και οι δυσκολίες να σε κάνουν να αφαιρέσεις αρκετή από την αστερόσκονη που το συνόδευε στο δικό σου μυαλό και η απομυθοποίηση είναι άσχημο πράγμα. Όχι βέβαια ότι δε μπορεί να συμβεί και το αντίθετο, η ίδια η «ρουτίνα» είναι πολλές φορές καταλυτικός παράγοντας για να αγαπήσεις ακόμη πιο ουσιαστικά αυτό που κάνεις, ακριβώς γιατί έχεις πλέον γνωρίσει όλα αυτά τα μικρά και μεγάλα που συμβαίνουν κάτω από την επιφάνεια.
Η μόδα είναι μια έννοια με πολλές διαστάσεις, σίγουρα πολύ περισσότερες από όσες αντιλαμβανόμαστε ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά. Είναι όσα βλέπουμε και κυρίως όλα εκείνα που δε βλέπουμε. Οι δημιουργίες, ο αέρας του καινούργιου που συμβαδίζει με το παλιό, το στυλ, τα περιοδικά, η διαχρονική κομψότητα, μια περιήγηση ανάμεσα σε χρώματα, αυστηρές ή λιτές γραμμές, η μουσική στα shows, οι αναφορές στο σινεμά και σε άλλες τέχνες, το νοητό ταξίδι στις διάφορες εποχές, στο χώρο και το χρόνο. Είναι ταλέντο αλλά και σκληρή δουλειά από πολλούς αφανείς ήρωες. Σχεδιαστές, καλλιτεχνικοί σύμβουλοι, φωτογράφοι, στυλίστες, παραγωγοί, μοντέλα, pr agencies και άλλοι πολλοί συνεργάζονται κάθε φορά για να βγει ένα άρτιο αποτέλεσμα. Χωρίς την προσπάθεια και τη συνεργασία όλων αυτών των συντελεστών η μόδα θα παρέμενε μόνο στην πρωτογενή δημιουργία προς ικανοποίηση του σχεδιαστή και ενός πολύ μικρού κοινού που θα γνώριζε γι'αυτόν, θα ήταν απλώς ένα χόμπι. Όπως όμως λέει η Ελιάνα Χρυσικοπούλου, fashion editor, «Η μόδα δεν είναι χόμπι αλλά επάγγελμα, παρόλο που στη χώρα μας επικρατεί η αντίθετη άποψη. Κανένας δεν παίρνει σοβαρά ένα μικρό παιδί που ζωγραφίζει με τις ξυλομπογιές του ρούχα στο περιθώριο του τετράδιού του - ακόμη κι αν το κάνει εκπληκτικά» και αυτό είναι αλήθεια, η μόδα είναι παρεξηγημένη υπόθεση στην Ελλάδα.
Να εξηγούμαστε για να μην παρεξηγούμαστε
Αυτό που συχνά περνάει στις αντιλήψεις του κόσμου είναι ότι η μόδα είναι το lifestyle και η ενασχόληση με αυτή από διάφορους εγχώριους και διεθνείς ''celebrities''. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που είναι λίγοι αυτοί που δημιουργούν για την αγάπη που έχουν στο αντικείμενο και για τη χαρά του δημιουργείν. «Είναι ελάχιστοι, γιατί οι περισσότεροι ταυτίζουν τη μόδα με τις κοσμικότητες, τις δημόσιες σχέσεις, το αναιμικό έως αστείο "σταρ σίστεμ" και τις φωτογραφίες μπροστά από τοίχους με λογότυπα, αλλά υπάρχουν. Απλώς, προσωπικά, τους εντοπίζω σε πιο εναλλακτικά "δίκτυα"'», απαντά η Χρύσα Οικονομοπούλου, fashion journalist, στην ερώτηση αν εντοπίζει νέους ανθρώπους που θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν και να διεκδικήσουν μεγαλύτερη διεθνή παρουσία για την ελληνική μόδα.
Κάτι άλλο που συχνά φαίνεται να κρίνεται ως μη απαραίτητο από τους νεοεισαχθέντες είναι η εκπαίδευση πάνω στη μόδα. Φυσικά δεν ισχύει για όλους, όμως δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που θεωρείται ότι το ταλέντο, το καλό γούστο και ενδεχομένως μια «καλή πένα» (αναλόγως το κομμάτι για το οποίο ενδιαφέρεται ο καθένας) αρκούν για να μπει κάποιος στο χώρο της μόδας. Ναι, έχουν πολύ μεγάλη σημασία, όμως κατά τη γνώμη μου είναι τουλάχιστον άδικο να έχει κάποιος το δικαίωμα να ασχοληθεί επαγγελματικά με μόνο προσόν την πρώτη ύλη του. Όχι γιατί δεν μπορεί, αλλά γιατί απ΄τη στιγμή που υπάρχει ακαδημαϊκή εκπαίδευση (σχέδιο μόδας, δημοσιογραφία της μόδας, φωτογραφία κλπ), υπάρχουν και άνθρωποι που αφιερώνουν χρόνο, κόπο και χρήμα ώστε να εκπαιδευτούν και να είναι όσο το δυνατόν καλύτεροι σε αυτό που κάνουν. Και στην τελική, πόσες πιθανότητες έχει κάποιος να παρουσιάσει εξαιρετικά δείγματα εξέλιξης, όταν του έχουν δοθεί όλα τόσο εύκολα; Οι εποχές που οι στοιχειώδεις γνώσεις και το ταλέντο θεωρούνταν αρκετά για να αρχίσει κάποιος την καριέρα του -σε οποιοδήποτε επάγγελμα- έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Σε αυτό έρχεται να συμφωνήσει και η Χρύσα Οικονομοπούλου, «Κατ' εμέ η εκπαίδευση και η συνέπεια είναι, μικρό ή μεγαλύτερο δεν έχω καταλήξει, μέρος του ταλέντου, καθότι αυτά είναι που το καλλιεργούν. Ελάχιστες περιπτώσεις "ακατέργαστου" ταλέντου διακρίνω στη μόδα - επιπλέον, είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με τέχνες, που παιδεία και γνώσεις της είναι απαραίτητα».
Μόδα και κρίση
Η μόδα στην Ελλάδα πέρασε και περνάει, όπως και όλοι οι υπόλοιποι τομείς της οικονομίας, τις δυσκολίες της κρίσης. Στην ερώτηση για το αν όλο αυτό είναι πιο δύσκολο για κάποιον που κάνει τα πρώτα του βήματα ή για κάποιον ήδη «φτασμένο», ο Βασίλης Ζούλιας, σχεδιαστής μόδας, απαντά πως τα πάντα εξαρτώνται από τις συγκυρίες και τη διαχείριση των πραγμάτων, «Ξέρω πολλούς που ξεκίνησαν μέσα στην κρίση και πάνε αρκετά καλά - και αυτή είναι η αισιόδοξη πλευρά. Όσο για εμάς που μας έπιασε η κρίση ενώ ήδη είχαμε μπει στο επιχειρείν, έπρεπε να ισορροπήσουμε και να συνεχίσουμε σε τεντωμένο σχοινί... κάποιοι έπεσαν, κάποιοι συνεχίζουν!». Οι καταναλωτές από την πλευρά τους θα έλεγα πως είναι κάπως διχασμένοι. Από τη μία υπάρχει η διάθεση πειραματισμού στο στυλ τους καθώς και η επιθυμία να στηρίξουν την εγχώρια παραγωγή, ωστόσο πολλές φορές η ίδια η πραγματικότητα δυσχεραίνει τα πράγματα. «Νομίζω πως η διάθεση υπάρχει, αλλά οι συνθήκες και ο ρεαλισμός εμποδίζουν: Εκ των πραγμάτων ένα ρούχο που φτιάχνει κάποιος σχεδιαστής από το μηδέν δεν μπορεί να είναι τόσο οικονομικό όσο τα ρούχα των αλυσίδων», μας λέει η Χ. Οικονομοπούλου.
Η πραγματικότητα είναι λίγο διαφορετική από τη λαμπερή εικόνα, την «ευκολία» και τη χάρη που βγαίνει προς τα έξω και αυτό ισχύει και για τη ζωή και την επαγγελματική πορεία ενός μοντέλου. Οι καθημερινές ανάγκες και οι υποχρεώσεις δεν διαφέρουν από αυτές που έχει ο καθένας από εμάς. Η Χριστιάνα Γαργαροπούλου, παράδειγμα επαγγελματισμού στο χώρο και όντας πολύ προσγειωμένη, επιβεβαιώνει πως ένα μοντέλο, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, δε μπορεί να επιβιώσει στην Ελλάδα του σήμερα χωρίς να καταπιαστεί και με άλλες δουλειές, «Η αγορά είναι μικρή, ο ανταγωνισμός μεγάλος. Υπάρχουν αρκετά μοντέλα, οπότε λογικό οι δουλειές να μοιράζονται. Αν κάνεις μόνο αυτό και ζεις μόνος σου, έχεις ενοίκια, σπίτι, τα προσωπικά σου έξοδα, σίγουρα δε γίνεται κατά τη γνώμη μου. Οι δουλειές δε σε κυνηγάνε. Πρέπει να έχεις περάσει από τη διαδικασία των casting, να περάσει χρόνος και αρκετές συνεργασίες για να έρθει κάποιος (φωτογράφος, σχεδιαστής, στυλίστας) στο πρακτορείο σου να ζητήσει εσένα προσωπικά γιατί του αρέσεις και του ταιριάζεις για το εκάστοτε concept που έχει αναλάβει».
Από δω και πέρα τι;
Όσο απαιτητικά και δύσκολα κι αν φαίνονται τα πράγματα, οι άνθρωποι του χώρου δείχνουν στην πλειοψηφία τους εξαιρετική προσαρμοστικότητα και εμφανίζονται ιδιαίτερα αισιόδοξοι για το μέλλον, παρόλο που πλέον δεν το βροντοφωνάζουν. Τι είναι αυτό που τους κρατάει; Με μια φωνή απαντούν η αγάπη για τη χώρα τους. Η Χριστιάνα Γαργαροπούλου λέει χαρακτηριστικά «Έκανα επαγγελματικά ταξίδια για αρκετά μεγάλο διάστημα. Ποτέ δεν έμεινα στο εξωτερικό. Μ' αρέσει κι αγαπάω πάρα πολύ την Ελλάδα και γι' αυτό το λόγο δεν έφυγα. Μου πέρασε από το μυαλό, αλλά η χώρα μου με κρατούσε πάντα πίσω». Θα μου πείτε αρκεί αυτό; Δεν είμαι βέβαιη για την απάντηση, ούτε μπορώ να πω με σιγουριά τι θα έκανα στη θέση τους, εξάλλου κανείς δεν εγγυάται την επιτυχία πουθενά και κάθε τέτοια απόφαση εμπεριέχει ρίσκο. Ας μείνουμε όμως στη θετική πλευρά των πραγμάτων με τον Β. Ζούλια να λέει ότι «Η επόμενη μέρα μόνο καλή μπορεί να είναι. Μην ξεχνάμε ότι πάντα μετά από μια καταιγίδα βγαίνει το ουράνιο τόξο. Μέχρι τότε εγώ απλά συνεχίζω να παρουσιάζομαι στη ζωή και κατ' επέκταση στην δουλειά μου πιστεύοντας από θέση και άποψη ζωής ότι όλα θα πάνε καλά. Και πάνε!». Το μυστικό είναι το μέτρημα. Ίσες δόσεις ενθουσιασμού και ρεαλισμού. Αισιοδοξία και τόλμη, μαζί όμως πάντα με κάποια σταθερά και ασφαλή σημεία αναφοράς και φυσικά δουλειά, δουλειά δουλειά.