Εδώ στην Κύπρο, το καλοκαίρι κρατάει λίγο περισσότερο από τρεις μήνες. Συνήθως το απολαμβάνουμε για περίπου έξι μήνες. Αν και Φθινόπωρο, εντούτοις η ψύχρα αργεί, εν αντιθέσει με το καθιερωμένο κλίμα της εποχής. Μπήκαμε στον Οκτώβρη και τον πορεύσαμε σαν ένα καλοκαιρινό περίπατο. Στον Νοέμβριο θα μπούμε πλέον για τα καλά στην αλλαγή του κλίματος και μέχρι τα Χριστούγεννα θα είμαστε παγωμένοι θεατές με την υποστηρικτική ζεστασιά του καλοριφέρ, των ταινιών, του καπουτσίνο και του τζακιού. Και οι εποχές επαναλαμβάνονται...
Η γκαρνταρόμπα, καμαρούλα μια σταλιά, δύο επί δύο. Άραγε, τι να κατεβάσω και τι να ανεβάσω; Τα χειμωνιάτικα ενδύματα, στην μία πλευρά, και τα καλοκαιρινά στην άλλη πλευρά. Στην ενδιάμεση πλευρά κυριαρχεί ένα μείγμα συνδυασμού ανοιξιάτικων και φθινοπωρινών ειδών ένδυσης. Ξαφνικά, αντιλαμβάνομαι, ότι, δεν χρειάζεται ούτε να ανεβάσω αλλά ούτε και να κατεβάσω. Και ευτυχώς δηλαδή, που προνόησα, με την βοήθεια του αρχιτέκτονα και του ξυλουργού, λίγα χρόνια προηγουμένως. Εκείνο που χρειάζεται, προς το παρόν, είναι μία πλήρης αναδιάρθρωση της γκαρνταρόμπας, δηλαδή, πέταγμα παλιών και αγορά νέων ενδυμάτων. Το όνειρο κάθε γυναίκας, η ατομική ανανέωση. Υλιστικό μεν, αναγκαίο κακό, δε.
Αν είχα όμως πρόθεση και όρεξη, για debate, μεσονύχτιων ωρών, η γκαρνταρόμπα μου θα ήταν πλήρως εφοδιασμένη με κάθε λογής βραδυνά φορέματα και προκλητικά είδη ρουχισμού. Έλα ντε όμως, που δεν έχω ούτε πρόθεση αλλά ούτε και όρεξη για προκλήσεις. Εκτός από τα συνήθη ρούχα που βρίσκουμε κατά καιρούς στο παζάρι, διατηρώ και κάποια συλλεκτικά κομμάτια, ένα καφέ δερμάτινο σακκάκι, καθώς επίσης και ένα μαύρο δερμάτινο σακκάκι τα οποία χρονολογούνται μεν, αλλά είναι διαχρονικά και εξόσων θυμάμαι ήταν και πολύ ακριβά. Μαρέσουν πολύ τα σακκάκια και ειδικά τα δερμάτινα. Δεν χαλάνε εύκολα. Σταθερή αξία στην γκαρνταρόμπα κάθε ανθρώπου.
Γνωρίζουμε σχεδόν όλοι, ότι είναι άσκοπο, να προσπαθείς να δείξεις κάτι που δεν είσαι. Όσα ωραία ρούχα και αν έχεις , και όσα ακριβά ρούχα και αν αγοράσεις, άμα λείπει το χαμόγελο από το πρόσωπο σου, ακόμα και το Gucci φαντάζει λίγο. Για να μαστε όμως, ειλικρινείς, ακόμα και το χαμόγελο να χεις , το Gucci πάλι θα φαντάζει λίγο.
Ευτυχώς δεν είμαι φαν των ακριβών σχεδιαστών και ουδέποτε θα είμαι για τα επόμενα σαράντα χρόνια ζωής. Χίλιες φορές θα προτιμούσα να αγόραζα μια φωτογραφική μηχανή, παρά ένα ένδυμα, το οποίο θα φορέσω μια δύο φορές μόνο και μόνο για να τονίσω το εγώ μου διαμέσου ακριβών, ναρκισσιστικών ψευδών διαθέσεων. Και μιας και αναφέρω την φωτογραφική μηχανή, η αγορά της επείγει άμεσα, μιας και και έλαβα προλίγου μήνυμα: «Παρακαλώ όσοι μπορείτε, φέρτε τις φωτογραφικές μηχανές σας». Πάλι καλά που αναγράφεται και το «όσοι μπορείτε». Αν μπορούσα θα την έφερνα. Μόνο που δεν έχω για να μπορέσω. Και τι είναι το μπορώ; Ένα συντακτικό λάθος διατυπωμένο σε γραπτό μήνυμα. Το σωστό μήνυμα παραπέμπει σε «έχετε» και όχι «μπορείτε» . Αλλά αυτά είναι εν ολίγοις, λεπτομέρειες και λίγο με απασχολεί. Εξαρτάται και από το ποιος στέλλει την ασάφεια στο μήνυμα, για να μπω στη διαδικασία της απασχόλησης.
Οι πλείστοι από εμάς, βλέπουμε, τα ίδια χρώματα του ουρανού, της γης και τα εκάστοτε δημιουργήματα της φύσης. Και ενώ τα χρώματα, είναι ίδια για όλους, κάποιοι επιλέγουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, να βλέπουν αλλιώς με το δικό τους φακό. Με το μυαλό και όχι με την καρδιά, αναμένοντας, την ανάλογη απόδοση από τους άλλους εκτός από τον εαυτό τους. Δυστυχώς, το γεγονός αυτό, αποτελεί λανθασμένη αντίληψη πολλών, στις διαπροσωπικές σχέσεις της σύγχρονης εποχής. Αρκετοί σκέφτονται με το «εγώ» τους, βασιζόμενοι σε κλειστές ατομικές επικοινωνιακές τακτικές, νομιζόμενοι, ότι επικοινωνούν αλλά παρόλα αυτά πλανώνται οικτρά, και έως ώτου το αντιληφθούν είναι πλέον αργά.
Επιστροφή, λοιπόν, στην αναδιάρθρωση της γκαρνταρόμπας..