Η δύναμη της ιστορίας
Η πτώση του τείχους του Βερολίνου, τον Νοέμβριο του 1989 και η ενσωμάτωση της Ανατολικής Γερμανίας στην Δυτική, έναν χρόνο αργότερα, αποτέλεσαν σημαντικά ιστορικά γεγονότα, που επισημοποίησαν την απώλεια του ελέγχου της Ανατολικής Ευρώπης από την Σοβιετική Ένωση, την ίδια περίοδο. Ακολούθησε, στα τέλη του 1991, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η αντικατάστασή της από τον χαλαρό σχηματισμό της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών. Έκτοτε, οι περισσότερες χώρες του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού, αλλά και οι Βαλτικές χώρες, προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, ενώ αντίστοιχο ενδιαφέρον έχουν εκδηλώσει η Ουκρανία και η Γεωργία.
Ωφελημένες από τις πιο πάνω εξελίξεις ήταν οι ΗΠΑ (νικήτριες του ανταγωνισμού του ψυχρού πολέμου) και η Γερμανία (που αύξησε την πολιτική και οικονομική της επιρροή στην Ευρώπη), ενώ τρίτες χώρες, όπως η Κίνα και η Τουρκία φιλοδοξούν να αυξήσουν το πολιτικό τους βάρος στις Ασιατικές και άλλες χώρες που ανήκαν στην Σοβιετική Ένωση.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, η Ρωσία παραμένει μια ισχυρή χώρα: η Ρωσική Ομοσπονδία σήμερα είναι η μεγαλύτερη σε έκταση χώρα του κόσμου, με πλούσια αποθέματα υδρογονανθράκων και πρώτων υλών που της παρέχουν σταθερά έσοδα, με αξιόπιστα οπλικά συστήματα και με παράδοση στην έρευνα και καινοτομία, παρότι έχει απωλέσει εδάφη που περιήλθαν στον έλεγχό της κατά την διάρκεια αιώνων ρωσικής ιστορίας. Λόγω αυτής της απώλειας, ο Πρόεδρος Πούτιν χαρακτήρισε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ως «την μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του Εικοστού αιώνα».
Μεταξύ των χωρών που προέκυψαν από την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ξεχωρίζει η Ουκρανία, σιτοβολώνας της Ευρώπης και συνδεμένη με την Ρωσία με κοινές παραδόσεις και πηγές, όπως το Κράτος των Ρως με πρωτεύουσα το Κίεβο, που έκανε την εμφάνισή του στην επικράτεια της Ουκρανίας από τον Ένατο 9ο αιώνα μ.Χ., εκχριστιανίστηκε στα τέλη του Δέκατου αιώνα από το Βυζάντιο και αποτέλεσε την βάση της κοινής σλαβικής παράδοσης Ρωσίας, Ουκρανίας και Λευκορωσίας (από εκεί εξ άλλου προέρχεται και το όνομα της Ρωσίας).
Μετά την εισβολή των Μογγόλων, η εδαφική ενότητα κατέρρευσε και στην συνέχεια, η Ουκρανία ή τμήματά της εντάσσονταν σε διάφορους σχηματισμούς ή Αυτοκρατορίες, ενώ από το 1922 μέχρι το 1991 η Ουκρανία εντασσόταν ως Σοσιαλιστική Δημοκρατία στην Σοβιετική Ένωση.
Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η μεγάλη πλειοψηφία των Ουκρανών πολέμησε τους κατακτητές, ενώ περιορισμένος αριθμός ναζιστών συμπαρατάχθηκαν με αυτούς ή καταδίωξαν την Πολωνική και Εβραϊκή μειονότητα. Συνολικά, 6 εκατομμύρια Ουκρανοί έχασαν την ζωή τους στην διάρκεια του πολέμου.
Μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 και την αποξήλωση της κεντρικά οργανωμένης οικονομίας, η Ουκρανία έχασε μεγάλο μέρος του ΑΕΠ της, ενώ το 2004, η Πορτοκαλί Επανάσταση, ανέτρεψε το φιλορωσικό καθεστώς, γεγονός που επανελήφθη το 2014, με την Επανάσταση του EuroMaiden.
Στις εξελίξεις αυτές, φαίνεται ότι συνέβαλε και η Δύση είτε άμεσα (με χρηματοδότηση ύψους 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, όπως εκτιμά η Guardian), είτε έμμεσα (με την προβαλλόμενη ελκυστικότητα του δυτικού τρόπου ζωής), ενώ και η Ρωσία προσπάθησε από τη μεριά της να προσεταιριστεί παράγοντες της χώρας.
Στα γεγονότα του 2014, η Ρωσία ανταπάντησε με την ενσωμάτωση της Κριμαίας (την οποία είχε μεταφέρει διοικητικά στην Ουκρανία το 1954 ο Χρούστσεφ) και με τον έλεγχο από Ρωσόφωνους αυτονομιστές των επαρχιών του Ντονέτσκ και Λουχάνσκ.
Θεωρητικά, το πλαίσιο της λύσης σε αυτή την τελευταία σύγκρουση οριοθετήθηκε με τις Συμφωνίες του Μινσκ, το 2014 και 2015, στην πράξη όμως, αυτή η «παγωμένη σύγκρουση», παραμένει «θερμή», με συνεχιζόμενες συγκρούσεις και νεκρούς σχεδόν κάθε εβδομάδα από την μία ή και την άλλη πλευρά, ενώ πάνω από 20 εκεχειρίες έχουν συμφωνηθεί, με την κάθε πλευρά να κατηγορεί την άλλη ότι δεν τις τήρησε.
Οι άμαχοι των περιοχών αυτών παραμένουν οι μεγάλοι χαμένοι, με την πλειοψηφία τους να έχουν καταφύγει σε άλλες περιοχές, είτε στην Ουκρανία είτε στην Ρωσία, ενώ το 2019, η προσπάθεια του σημερινού Προέδρου της Ουκρανίας για επίλυση της κρίσης και συμφωνία με την Ρωσία εγκαταλείφθηκε, μετά από κινητοποιήσεις των εθνικιστών. Παράλληλα, η Ουκρανική κυβέρνηση ενέτεινε τις προσπάθειες αφομοίωσης των μειονοτήτων, μέσω της νομοθέτησης περιορισμών στην διδασκαλία και χρήση των άλλων γλωσσών.
Η σημερινή προσέγγιση των άλλων δυνάμεων και οι τακτικές κινήσεις τους
Ο τρόπος που οι σημερινοί εμπλεκόμενοι προσεγγίζουν το Ουκρανικό θέμα συνοπτικά έχει ως εξής:
Α. Όπως είχε δηλώσει τον Οκτώβριο του 2020 ο τότε υποψήφιος Πρόεδρος Μπάιντεν, οι ΗΠΑ έχουν ως «μεγαλύτερο ανταγωνιστή» την Κίνα και ως «μεγαλύτερη απειλή» την Ρωσία. Ενώ θα προτιμούσε να επικεντρωθεί στην περιοχή της Ασίας, δεν επιθυμεί την επανάληψη ενός καταστροφικού για το γόητρο των ΗΠΑ σεναρίου, όπως συνέβη με την αποχώρηση από το Αφγανιστάν.
Παρότι, μια ένοπλη σύγκρουση θα μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμα των επερχόμενων «ενδιάμεσων» εκλογών για την ανανέωση μέρους της Βουλής και της Γερουσίας, δεν επιθυμεί να παραμεριστούν αρχές, όπως της ανεξαρτησίας των κρατών.
Θεωρεί ότι τα πρόσφατα γεγονότα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια συσπείρωση του ΝΑΤΟ, αλλά η μέχρι τώρα ακολουθούμενη πολιτική της προληπτικής καταγγελίας των προθέσεων της Ρωσίας, βάσει πληροφοριών των μυστικών υπηρεσιών, δεν θεωρείται μεσοπρόθεσμα αποτελεσματική.
Β. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκφράστηκαν διάφορες απόψεις, σε ότι αφορά το πιθανό περιεχόμενο των κυρώσεων που θα πρέπει να επιβληθούν σε περίπτωση ρωσικής επέμβασης, στην πράξη όμως δεν υπάρχει δυνατότητα ουσιαστικής διαφοροποίησης από τις επιλογές Γερμανίας και Γαλλίας, ακόμα και από ισχυρές χώρες, όπως η Ιταλία.
Σε σχέση με τις ΗΠΑ, η ενεργειακή παράμετρος (ενεργειακή εξάρτηση, πιθανή περαιτέρω αύξηση των τιμών των υδρογονανθράκων, σε περίπτωση ρωσικής επέμβασης), καθιστά τους Ευρωπαίους πιο προσεκτικούς, αφού μετά και τις επιπτώσεις της πανδημίας, το διακύβευμα είναι η επαναφορά της οικονομικής ανάπτυξης.
Βέβαια και η Ρωσία έχει πολλά να χάσει σε περίπτωση επέμβασης, ιδιαίτερα αν προχωρήσει και στην διακοπή των ενεργειακών ροών.
Δυστυχώς, οι κυρώσεις που συζητούνται στην Ε.Ε. σε περίπτωση επέμβασης στην Ουκρανία (ή που ήδη εφαρμόζονται σε βάρος της Ρωσίας), δεν φαίνεται να υιοθετούνται και στην περίπτωση τρίτων χωρών που καταπατούν ή αμφισβητούν τα κυριαρχικά δικαιώματα χωρών-μελών της Ε.Ε., όπως η Κύπρος και η Ελλάδα.
Γ. Η Ρωσία βασίζεται ουσιαστικά στις αδυναμίες (μέχρι έναν βαθμό) που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Από την άλλη μεριά, ο χρόνος δεν είναι σύμμαχός της, αφού τα στρατεύματα που έχουν συγκεντρωθεί στα σύνορα δεν είναι δυνατόν να παραμένουν εκεί εσαεί, ενώ η όποια διπλωματική λύση απαιτεί χρόνο αλλά και διάθεση συμβιβασμού από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.
Σημαντικότερο ακόμα στοιχείο που θα πρέπει να λάβει υπόψη της η Ρωσία είναι ότι η αντιπαράθεση που προκαλείται, την ζημιώνει επικοινωνιακά, όχι μόνο ως προς άλλες χώρες, αλλά και ως προς τους Ουκρανούς πολίτες που διάκεινται ευνοϊκά προς την Ρωσία.
Ενδεικτικά αναφέρουμε, ότι, σύμφωνα με παλαιότερες δηλώσεις του προηγούμενου Προέδρου της Ουκρανίας, Ποροσένκο, η πλειοψηφία των Ουκρανών στρατιωτών που σκοτώθηκαν στην περιοχή του Ντονμπάς είναι ρωσόφωνοι (εδώ διευκρινίζουμε, ότι ενώ η ρωσική μειονότητα θεωρείται ότι είναι της τάξης του 17,3%, πολύ περισσότεροι Ουκρανοί μιλούν εξίσου και ρωσικά (δηλαδή είναι δίγλωσσοι), ιδιαίτερα στην ανατολική και κεντρική Ουκρανία).
Ποια είναι τα αιτήματα της Ρωσίας και πόσο εφικτή είναι μια λύση, σήμερα;
Σε ότι αφορά το περιεχόμενο της επιστολής με τα αιτήματα της Ρωσικής πλευράς, με βάση τα στοιχεία που έχουν γίνει γνωστά:
Το πρώτο αίτημα της Ρωσίας είναι να σταματήσει η επέκταση του ΝΑΤΟ, ανατολικότερα.
Η Γαλλία φάνηκε να διερευνά συμβιβαστικές λύσεις, όπως η δέσμευση μη επέκτασης για διάστημα πχ 10 ετών, που όμως δεν φαίνεται να προχωράει.
Η επίκληση της ανεξαρτησίας αποφάσεων της κάθε χώρας είναι ένα ισχυρό επιχείρημα, αλλά εάν υπάρχει συμφωνία επί της αρχής και εκκρεμεί μόνο η διαχειριστική φόρμουλα, θα μπορούσε το θέμα να συζητηθεί και διευθετηθεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας, που οι αποφάσεις του είναι δεσμευτικές.
Παρεμφερές αίτημα, για τον περιορισμό της παρουσίας νατοϊκών στρατευμάτων και ασκήσεων σε χώρες που ανήκαν στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, προφανώς τέθηκε για διαπραγματευτικούς λόγους.
Το δεύτερο αίτημα της Ρωσίας είναι η εφαρμογή των Συμφωνιών του Μινσκ, που αφορούν την περιοχή του Ντονμπάς.
Το αίτημα φαίνεται εύλογο, αφού προέκυψε με συμφωνία των δύο πλευρών, στην πραγματικότητα όμως τα κείμενα είναι γραμμένα με τρόπο που επιτρέπουν αυθαίρετες και αντιφατικές ερμηνείες από τα δύο μέρη, με αποτέλεσμα να αλληλοκατηγορεί η μία πλευρά την άλλη ότι δεν εφαρμόζει το δικό της τμήμα της Συμφωνίας.
Επί της ουσίας, το πρόβλημα του Ντονμπάς έχει επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια, ενώ η πρόσφατη αγορά και χρήση από την Ουκρανία drones Τουρκικής κατασκευής δείχνει την αφερεγγυότητα των Τουρκικών ενεργειών, ακόμα και προς φιλικές της χώρες. Παράλληλα, πιθανόν τέθηκε και το θέμα της αναγνώρισης της ενσωμάτωσης της Κριμαίας στην Ρωσία, αιτία κυρώσεων της Ε.Ε. και των ΗΠΑ στην Ρωσία.
Το τρίτο αίτημα είναι η διαμόρφωση μιας νέας αρχιτεκτονικής στρατηγικής, όπως πχ είχε συμβεί το 1975, με το Ελσίνκι 2.
Η συγκεκριμένη Συμφωνία απηχούσε μια ελάχιστη συνεργασία, με την κοινή αποδοχή αρχών την περίοδο του ψυχρού πολέμου, ενώ την δεκαετία του 1990 και του 2000, η Δύση προσέγγιζε την Ρωσία, ακόμα και μέσω του ΝΑΤΟ, ως ισότιμο εταίρο, κάτι που δεν ισχύει πλέον, με αποτέλεσμα, ήδη από πέρσι τον Οκτώβριο, οι σχέσεις Ρωσίας-ΝΑΤΟ να έχουν διακοπεί.
Ένα τελευταίο αίτημα της Ρωσίας (που συμφέρει και τις δύο πλευρές) είναι η επικαιροποίηση της συμφωνίας περιορισμού των πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς, που αποτελεί και το μόνο σημείο σύγκλισης.
Πόσο πιθανή είναι να υπάρξει μια Ρωσική επέμβαση και ποιες είναι οι εναλλακτικές της Ρωσίας;
Από την αρχή της κρίσης, η Ρωσία διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι δεν έχει σκοπό να επέμβει, πρόσφατα δήλωσε ότι τα διπλωματικά μέσα δεν έχουν ακόμα εξαντληθεί, ενώ στην απάντησή της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 18.02.2022, έκανε λόγο για πιθανή λήψη στρατιωτικών και τεχνικών μέτρων.
Όλες οι εξελίξεις πλέον φαίνονται πιθανές, ενώ τα γεγονότα μπορούν να επιταχυνθούν από την εμφάνιση ενός αιφνίδιου, ακόμα και τυχαίου, συμβάντος.
Κατά την γνώμη μας, παρά το γεγονός της υπέρτερης στρατιωτικής ισχύος της Ρωσίας, καθώς και της μη εμπλοκής στρατιωτικών δυνάμεων της Δύσης, μια επέμβαση για την ανατροπή της Ουκρανικής κυβέρνησης δεν αποτελεί την κύρια επιλογή της Ρωσίας, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.
Ακόμη όμως και αν αποφευχθεί μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική αντιπαράθεση, η διάψευση μιας πιθανής προσδοκίας του Πούτιν για εξεύρεση διπλωματικής λύσης ενδέχεται να οδηγήσει σε πιο επικίνδυνες καταστάσεις στο ορατό μέλλον.
Μεταξύ αυτών, θα μπορούσε να είναι μια αυξημένη ένταση στις περιοχές του Ντονμπάς, όπου πρόσφατα μίλησε για γενοκτονία (ή ενδεχομένως και η ενσωμάτωσή τους στην Ρωσία), απορρόφηση της Λευκορωσίας ή ακόμη και επανάληψη της «κρίσης των πυραύλων» που συνέβη 60 χρόνια πριν με την Κούβα.
Στην περίπτωση αυτή, δεν θα υπάρξει υποχώρηση ούτε προειδοποίηση και όλοι θα έχουν κάτι να χάσουν. Σε αυτό προδιαθέτουν και οι δηλώσεις του Μακρόν, ότι στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Μόσχα, είδε έναν Πούτιν διαφορετικό, από ότι 3 χρόνια νωρίτερα.
Γιατί θεωρούμε ότι όλες οι πλευρές εξετάζουν την κατάσταση υπό το πρίσμα του παρελθόντος;
Όπως αναφέραμε και στον τίτλο αυτού του κειμένου, θεωρούμε ότι όλες οι πλευρές κινούνται με τα δεδομένα του απώτερου ή και πιο πρόσφατου παρελθόντος, γεγονός που δεν βοηθάει στην αντιμετώπιση μιας κρίσης με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
1. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν και θεωρούν την Ρωσία ως κεντρικό αντίπαλο, που ήδη έχει ηττηθεί. Μην διαθέτοντας το βάθος της ιστορικής γνώσης της Ελλάδας (ενδεικτικά σημειώνουμε τους πολέμους Βυζαντίου-Περσίας, που αποδυνάμωσαν και τις 2 αυτοκρατορίες, λίγο πριν εισβάλλουν με ορμή οι Άραβες), δυσκολεύονται ακόμα και να εξετάσουν, αν η διατήρηση της θέσης της Ρωσίας τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ασία, συνδυασμένη με βήματα φιλίας, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα θετικό σενάριο.
2. Η νέα κυβέρνηση της Γερμανίας αναζητά την δική της εκδοχή της πραγματιστικής πολιτικής (ΡεάλΠολιτίκ, δηλαδή ενός κανόνα σχέσεων, που οικοδομεί στα κοινά συμφέροντα, ανεξάρτητα των διαφορών).
Πέρα από την ικανότητα διαχείρισης των θεμάτων με πρακτικό και άμεσο τρόπο, υπάρχουν όρια στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής αυτής (πχ η Μέρκελ μπόρεσε να λύσει σύντομα το θέμα της «εισβολής» μεταναστών από την Λευκορωσία στην Πολωνία, ενώ οι πολλές παρεμβάσεις της δεν κατάφεραν να σταματήσουν την Τουρκική προκλητικότητα έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου).
3. Η Ρωσία, αλλά και ο Πρόεδρος Πούτιν, ενδεχομένως επηρεαζόμενοι από την αρνητική προσέγγιση των αιτημάτων τους από τους ηγέτες της Δύσης, φαίνεται ότι έχουν στραφεί σε αδιέξοδες κατευθύνσεις, όπως η υποστήριξη ακροδεξιών πολιτικών στην Δυτική Ευρώπη ή «προβληματικών» ηγετών, σε διάφορα μέρη του κόσμου.
Παράλληλα, τα ανοίγματα προς την κοινωνία των πολιτών είναι περιορισμένα, ενώ δύσκολη είναι και η σχέση τους με τις ΜΚΟ, που θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες, να συμβάλει στην αντιμετώπιση προβλημάτων και στην βελτίωση της θέσης της Ρωσίας τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό.
4. Η Ουκρανία φαίνεται να διευκολύνεται από την υπάρχουσα κατάσταση, στην επιδίωξη των στόχων της, που θα μπορούσε να είναι η δημιουργία ενός κράτους με ανεξαρτησία επιλογών και ισχυρά εθνικά χαρακτηριστικά, ενώ παράλληλα, άλλες δυνάμεις θα φροντίζουν για την οικονομική και στρατιωτική του ενίσχυση. Κατά την γνώμη μας, η πολιτική αυτή πλησιάζει στην εξάντληση των ορίων της και μια πιο ισορροπημένη πολιτική θα μπορούσε να υιοθετηθεί από την ουκρανική κυβέρνηση.
Γενικότερα, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι μια περιορισμένη στον χώρο και στον χρόνο ένοπλη αντιπαράθεση (ή ακόμα και ασταθείς καταστάσεις που περιγράφονται συνοπτικά ως «μη πόλεμος») δεν αποτελούν υποκατάστατα της ειρήνης, αλλά σημεία που μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκραγούν με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις σε βάθος χρόνου.
Μπορεί η Ελλάδα να έχει λόγο στην εξεύρεση λύσης;
Κατ’ αρχήν η απάντηση φαίνεται να είναι αρνητική, αφού πολλοί ηγέτες ισχυρών χωρών, προσπάθησαν να διαμεσολαβήσουν στην κρίση, χωρίς αποτέλεσμα.
Σημειώνουμε ότι όλοι οι διαμεσολαβητές, πριν τις συναντήσεις τους με τα αντίστοιχα Μέρη, επικοινωνούσαν με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να οριοθετήσουν τους στόχους και τα περιθώριά τους.
Βέβαια ορισμένοι από αυτούς, με χαρακτηριστικότερο τον «πλασιέ» τουρκικών όπλων στην Ουκρανία Ερντογάν, είχαν τα δικά τους, προσωπικά ή εθνικά συμφέροντα να τους συνοδεύουν σε αυτήν την αποστολή. Επιπρόσθετα, όπως προαναφέραμε, η λύση, είναι αντικειμενικά δύσκολη, λόγω των παρελθοντολογικών προσεγγίσεων των άμεσα ενδιαφερόμενων πλευρών.
Η Ελλάδα οφείλει όμως να υπερασπιστεί την παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή αυτή (όπως και πράττει), ενώ ταυτόχρονα μπορεί να προβάλλει ότι δεν έχει κάποιο άμεσο συμφέρον να αναμένει από την μια ή και τις δύο πλευρές.
Τα περιορισμένης κλίμακας οικονομικά συμφέροντα της Ελλάδας, παράλληλα με την μεγάλη απήχηση του πολιτισμού της, θα μπορούσαν μεσοπρόθεσμα να αξιοποιηθούν με την ίδρυση ενός μη κρατικού κέντρου διαμεσολάβησης, που θα επεξεργάζεται και θα προτείνει στις αντιμαχόμενες πλευρές που το επιθυμούν, επεξεργασμένες λύσεις.
Η Ελληνική ιστορία προσφέρει αντίστοιχες περιπτώσεις, όπως η από κοινού προσφυγή πόλεων για την επίλυση διαφορών στο Μαντείο των Δελφών, σε ευνομούμενες πόλεις ή σε αξιοσέβαστα πρόσωπα.