Ισραήλ – Παλαιστίνη, o δύσκολος δρόμος από τον πόλεμο στην ειρήνη

Ισραήλ – Παλαιστίνη, o δύσκολος δρόμος από τον πόλεμο στην ειρήνη
via Associated Press

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της Χαμάς στις 7.10.23, με την απαγωγή 240 ομήρων και την δολοφονία 1200 Ισραηλινών, βρήκαν απροετοίμαστο το κράτος του Ισραήλ και προκάλεσαν την στρατιωτική του αντίδραση. Η συμφωνία, ύστερα από 48 ημέρες συγκρούσεων, για, κατ’ αρχήν, «ανθρωπιστική παύση» τεσσάρων ημερών, απελευθέρωση 50 ομήρων και σημαντική αύξηση της ανθρωπιστικής βοήθειας αποτελεί αναμφισβήτητα θετικό βήμα, όμως, κατά την γνώμη μας, δεν σηματοδοτεί παρά μόνο την αρχή μιας επίπονης διαδικασίας, που υπό αυστηρές προϋποθέσεις, θα μπορούσε να καταλήξει σε μια κοινά αποδεκτή λύση στο «Παλαιστινιακό ζήτημα».

Ενώ η επίθεση της Χαμάς ήταν επικεντρωμένη στο έδαφος του Ισραήλ, οι στόχοι (και τα αποτελέσματά της) ξεπερνούν κατά πολύ την Παλαιστίνη, συμβάλλοντας στην ισχυροποίηση νέων παικτών στο παγκόσμιο περιβάλλον και την αναδιάταξη των σχέσεών τους με την Δύση. Η ανάδειξη μιας (έστω και επιφανειακής) ενότητας των αραβικών και ισλαμικών χωρών, η συσπείρωση των χωρών του Παγκόσμιου Νότου μέσω του αιτήματος για άμεση εκεχειρία και οι διαφορετικές απόψεις που εκφράζονται στην Δύση για τον τρόπο προσέγγισης του ζητήματος υποδηλώνουν ότι η πρόκληση της Χαμάς αποτέλεσε μια παγίδα, τόσο για το Ισραήλ, όσο και για την Δύση, την οποία οι χώρες αυτές δυσκολεύονται να αποφύγουν. Η στάση χωρών όπως είναι το Ιράν, η Τουρκία, η Ρωσία και η Κίνα, που σπεύδουν να εκμεταλλευτούν τις εξελίξεις, αυξάνουν την πίεση προς το Ισραήλ και την Δύση και επιτείνουν τις δυσκολίες επίλυσης της κρίσης.

Στην συνέχεια, ξεκινώντας από τις ρίζες του προβλήματος, θα εξετάσουμε τα πιθανά σενάρια λύσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν.

Οι ρίζες και η εξέλιξη του «Παλαιστινιακού ζητήματος»

Οι ρίζες των γεγονότων αυτών, μπορούν να αναζητηθούν στην εκδίωξη των Ιουδαίων από την πατρογονική τους γη, μετά τα επαναστατικά τους κινήματα κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον πρώτο και δεύτερο αιώνα μ.Χ. Στα τέλη του 19ου αιώνα ξεκίνησε η προσπάθεια επανασύστασης Εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, η οποία εντάθηκε μετά το 1917 (Δήλωση του Υπουργού Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας Balfour) και κυρίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα, δηλαδή την δολοφονία 6.000.000 Εβραίων από τους ναζί. Το ψήφισμα 181 του 1947 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ προέβλεπε την δημιουργία 2 ανεξάρτητων κρατών στην μέχρι τότε ελεγχόμενη από τους Βρετανούς Παλαιστίνη, ενώ στην συνέχεια εντάθηκε η εγκατάσταση Εβραίων προσφύγων στην Παλαιστίνη.

Οι νικηφόρες για το Ισραήλ πολεμικές αναμετρήσεις του 1948, του 1967 και του 1973 δημιούργησαν νέα δεδομένα επί του πεδίου, ενώ την Πρώτη Ιντιφάντα (εξέγερση στα κατεχόμενα, με κύριο μέσο, τον πετροπόλεμο νεαρών Παλαιστινίων προς τον Ισραηλινό στρατό) ακολούθησαν οι συμφωνίες του Όσλο, το 1993 και 1995, που προέβλεπαν την αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων και έναν οδικό χάρτη με τελική κατάληξη την ίδρυση Παλαιστινιακού κράτους.

Η δολοφονία του Πρωθυπουργού του Ισραήλ Γιτζάκ Ράμπιν από ομοεθνή του ακροδεξιό εθνικιστή δεν επέτρεψε την υλοποίηση των συμφωνιών, ενώ το 2000, η Σύνοδος του Camp David απέτυχε να προωθήσει την λύση του Παλαιστινιακού. Ακολούθησε η Δεύτερη εξέγερση (Second Intifada), κυρίως με βομβιστικές απόπειρες αυτοκτονίας Παλαιστινίων, εκ νέου μεσολαβήσεις και τελικά, το 2005 το Ισραήλ αποχώρησε από την Λωρίδα της Γάζας και την Δυτική Όχθη, διατηρώντας ουσιαστικά τον έλεγχο στην περιοχή, μέσω περιορισμών στην διακίνηση αγαθών και προσώπων και κατά καιρούς στρατιωτικών επεμβάσεων, μετά την λήξη των οποίων τα στρατεύματά του αποχωρούσαν.

Στις πρώτες (και τελευταίες) εκλογές που έγιναν το 2006 στα υπό Παλαιστινιακό έλεγχο εδάφη, νικήτρια αναδείχθηκε η Χαμάς, η οποία με βίαιο τρόπο επέβαλε τον πλήρη έλεγχό της στην Λωρίδα της Γάζας. Στη Δυτική Όχθη τον έλεγχο διατηρεί η διεθνώς αναγνωρισμένη Παλαιστινιακή Αρχή, με επικεφαλής, από το 2005, τον Μαχμούτ Αμπάς, που διαδέχτηκε τον Γιασέρ Αραφάτ στην θέση του ηγέτη της Φατάχ και Προέδρου της Ανεξάρτητης Παλαιστινιακής Αρχής.

Από Ισραηλινής πλευράς, την αντίστοιχη περίοδο καθοριστική ήταν η παρουσία του Βενιαμίν Νετανιάχου, Πρωθυπουργού από το 1996 έως το 1999, από το 2009 μέχρι το 2021 και από το 2022 μέχρι σήμερα, με σημαντική παρουσία και στα ενδιάμεσα διαστήματα, ως υπουργός κρίσιμων υπουργείων ή επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Την τελευταία τετραετία, συνολικά 5 βουλευτικές εκλογές έλαβαν χώρα, ενώ στην τωρινή κυβέρνηση συμμετέχουν υπερσυντηρητικά και υπερορθόδοξα κόμματα, επιδιώκοντας, μεταξύ άλλων, μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη δικαστική μεταρρύθμιση, η οποία αποσκοπεί στον περιορισμό της δικαστικής εξουσίας υπέρ της εκτελεστικής.

Στο μεταξύ, ένα από τα κύρια ζητήματα είναι η συνεχιζόμενη επέκταση των Ισραηλινών οικισμών στην Δυτική Όχθη, σε βάρος των Παλαιστινίων κατοίκων: την τελευταία τριακονταετία ο αριθμός των εποίκων στην Δυτική Όχθη σχεδόν πενταπλασιάστηκε, υπερβαίνοντας πλέον τους 500.000, ενώ σημαντική αύξηση (κατά 200.000 κατοίκους) είχε και ο Ισραηλινός πληθυσμός στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, την σύμφωνα με παλαιότερα ψηφίσματα του ΟΗΕ, μελλοντική πρωτεύουσα του Παλαιστινιακού κράτους.

Παράλληλα, οι συνθήκες ζωής, ιδιαίτερα στην Λωρίδα της Γάζας, επιδεινώνονταν δραματικά, με κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας και μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού να βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, παρά την εξωτερική οικονομική βοήθεια, από την οποία πλέον εξαρτώνται για την επιβίωσή τους τα 2/3 του πληθυσμού.

Οι μεταφορές αγαθών στην Λωρίδα της Γάζας από την Αίγυπτο μέσω υπόγειων σηράγγων (παρά την καταστροφή μεγάλου μέρους τους από το Ισραήλ το 2014), δεν συνέβαλαν ουσιαστικά στην βελτίωση της κατάστασης των Παλαιστινίων, αφού φαίνεται ότι μεγάλο μέρος τους κατευθυνόταν στην ενίσχυση των σκοπών της Χαμάς. Ανάμεσα στις (λίγες) χαμένες ευκαιρίες το διάστημα αυτό, ήταν το 2008, η πρόταση ειρήνης του Πρωθυπουργού του Ισραήλ Εχούντ Ολμέρτ (που λίγο καιρό μετά παραιτήθηκε, κατηγορούμενος για διαφθορά) και δευτερευόντως, το 2010 και το 2014, η κατ’ αρχήν πρόταση του συμμετέχοντος στον κυβερνητικό συνασπισμό και Υπουργού Εξωτερικών του Ισραήλ Λίμπερμαν να αναλάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση ουσιαστικό ρόλο στον έλεγχο των εισερχόμενων αγαθών και της ασφάλειας στα κατεχόμενα, πρόταση που δεν έγινε δεκτή από τον τότε Πρωθυπουργό Νετανιάχου, ούτε από την Χαμάς.

Κερδίζοντας τον πόλεμο (;)

Η απάντηση του Ισραήλ, όπως δηλώθηκε κατ’ επανάληψη από τον Πρωθυπουργό Νετανιάχου και άλλους αξιωματούχους έχει διπλό σκοπό, την καταστροφή της Χαμάς και την απελευθέρωση των ομήρων. Η στρατιωτική πίεση θεωρήθηκε ο καταλληλότερος τρόπος για την επίτευξη και των δύο αυτών στόχων.

Το πρώτο διάστημα, η επέμβαση των Ισραηλινών δυνάμεων στην Λωρίδα της Γάζας προετοιμάστηκε και στην συνέχεια υποστηρίχτηκε από εντατικούς βομβαρδισμούς τοποθεσιών, που κατά τις πληροφορίες των Ισραηλινών, αντιστοιχούσαν σε συντονιστικά κέντρα της Χαμάς, σημεία συγκέντρωσης στρατιωτικού εξοπλισμού, κατοικίες αξιωματούχων της, κλπ. Ανεξάρτητα από το εάν η Χαμάς χρησιμοποιεί τους αμάχους ως «ανθρώπινες ασπίδες» ή όχι, στρατιωτικές επιχειρήσεις σε περιοχές με τόσο μεγάλης πυκνότητας πληθυσμό οδηγούν σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό νεκρών αμάχων (σε σύνολο περίπου 15.000 νεκρών μέχρι σήμερα, πάνω από 6.000 είναι τα παιδιά και 4.000 οι γυναίκες) και υπερδιπλάσιους τραυματίες. Στις «παράπλευρες απώλειες» περιλαμβάνονται οι θάνατοι 53 δημοσιογράφων, 100 τουλάχιστον εργαζόμενων για τον Οργανισμό του ΟΗΕ που φροντίζει τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες (UNRWA) και 200 προσώπων ιατρικού ή νοσηλευτικού προσωπικού, καθώς και η μετακίνηση 1,7 εκατομμυρίων Παλαιστινίων εντός της Λωρίδας της Γάζας, η μερική ή ολική καταστροφή μεγάλου ποσοστού των κτισμάτων, σημαντικές ζημιές στις υποδομές, κλπ.

Οι αριθμοί πάντως δεν υποστηρίζουν την μέχρι τώρα επίτευξη του σκοπού των Ισραηλινών επιθέσεων, αφού η «εξάλειψη της Χαμάς» δεν έχει συμβεί, παρά την καταστροφή μεγάλου μέρους των υπόγειων σηράγγων (με χρήση ρομπότ και ειδικών δυνάμεων, προκειμένου να μειωθούν οι ανθρώπινες απώλειες του Ισραηλινού στρατού) και τον θάνατο αρκετών στρατιωτικών διοικητών της Χαμάς (συχνά, με δυσανάλογα μεγάλες απώλειες αμάχων) και απλών μαχητών της (σύμφωνα με δηλώσεις Ισραηλινών αξιωματούχων, οι απώλειές τους ανέρχονται σε περίπου 5.000, σε σύνολο δύναμης 25.000).

Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Νετανιάχου και άλλους αξιωματούχους του Ισραήλ σε δηλώσεις για μακρά συνέχιση του πολέμου, μετά το τέλος της τωρινής παύσης, καθώς και για καταδίωξη των ηγετών της Χαμάς και σε τρίτες χώρες. Αξίζει πάντως να σημειωθεί το σχόλιο στο κεντρικό άρθρο της εφημερίδας Le Monde: «Επειδή η ισλαμιστική πολιτοφυλακή χτίζει την ηγεμονία της επί των Παλαιστινίων πάνω στην απελπισία, ο πιο αποτελεσματικός αφοπλισμός της είναι στην πραγματικότητα πολιτικός και όχι στρατιωτικός.»

Ταυτόχρονα, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί, ορισμένα μέλη της Ισραηλινής κυβέρνησης να αποσκοπούν στην περαιτέρω ανατροπή των σημερινών δεδομένων, με την εκδίωξη των Παλαιστινίων από την Βόρεια (και όχι μόνο) Λωρίδα της Γάζας, παρά την ρητή αντίθεση του Προέδρου Μπάιντεν και την άρνηση της Αιγύπτου και άλλων χωρών να δεχτούν τον Παλαιστινιακό πληθυσμό, καθώς και των ίδιων των Παλαιστινίων να αποχωρήσουν. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορούν διαρροές ημιεπίσημων εγγράφων, δηλώσεις ακραίων υπουργών του Ισραήλ, και τελευταία, η αποτροπή επανεισόδου των Παλαιστινίων κατοίκων τους στην Βόρεια Λωρίδα της Γάζας και η ιδιαίτερα περιορισμένη παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στους παραμένοντες στο τμήμα αυτό.

Ο δύσκολος δρόμος για την ειρήνη

Η προώθηση μιας ειρηνευτικής διαδικασίας, προϋποθέτει κατ’ αρχήν έναν οδικό χάρτη, που θα μπορούσε να είναι ο εξής:

  • Από την προσωρινή ολιγοήμερη ανθρωπιστική παύση, σε μια πιο μόνιμη εκεχειρία.
  • Ανάληψη της ευθύνης διαχείρισης της κατάστασης, αμέσως μετά την κήρυξη εκεχειρίας, από έναν φορέα που θα κατοχυρώνει την ασφάλεια του Ισραήλ, αλλά και θα επιτρέπει την αυτοδιαχείριση των Παλαιστινίων.
  • Μεταβίβαση της ευθύνης διακυβέρνησης των Παλαιστινιακών εδαφών στους εκπροσώπους των Παλαιστινίων που θα προκύψουν από κυβέρνηση εθνικής ενότητας ή και εκλογές.

Παράλληλα, έναρξη αλλά και επιτυχής κατάληξη των διμερών συνομιλιών, υπό την αιγίδα τρίτων, που θα συνεχίσουν από το σημείο διακοπής των συμφωνιών του Όσλο και θα οδηγήσουν στην λύση των δύο κρατών, την μόνη εφαρμόσιμη και διεθνώς αποδεκτή.

Το καθένα από αυτά τα βήματα είναι ιδιαίτερα επίπονο και αντιμετωπίζει σειρά εμποδίων, όπως θα δούμε και πιο κάτω:

1. Όπως προαναφέρθηκε, στόχος της κυβέρνησης του Ισραήλ, με μεγάλη αποδοχή από τους πολίτες, είναι η καταστροφή της Χαμάς και οι επιχειρήσεις αναμένεται να συνεχιστούν μέχρι την επίτευξη του (ενδεχομένως ακατόρθωτου) αυτού στόχου. Για τον λόγο αυτόν, οι ελπίδες, μεταξύ άλλων, του Προέδρου Μπάιντεν, ότι η ολιγοήμερη παύση θα μπορούσε να εξελιχτεί σε εκεχειρία, πιθανότατα είναι άνευ αντικειμένου, αφού η έκταση και το είδος των επιθέσεων της Χαμάς ενεργοποίησε το «ένστικτο επιβίωσης» των Ισραηλινών και η ροή των γεγονότων δεν είναι εύκολο να σταματήσει.

2. Σε ότι αφορά την κατάσταση που θα προκύψει την επόμενη ημέρα μετά την έναρξη της εκεχειρίας, οι απαιτούμενες ενέργειες περιλαμβάνουν την διαχείριση και επαναλειτουργία των κατεστραμμένων υποδομών ενέργειας, πόσιμου νερού, αποχετευτικού δικτύου και κέντρων υγειονομικής περίθαλψης, την επαρκή διάθεση τροφίμων, υγειονομικών εφοδίων και προσωρινών καταλυμάτων, την απελευθέρωση του συνόλου των ομήρων, την πλήρη αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων και τον οικειοθελή αφοπλισμό της Χαμάς. Το καθένα από αυτά αποτελεί ένα τιτάνιο έργο, που προϋποθέτει την επιτυχή κινητοποίηση του συνόλου των ενδιαφερομένων, χωρίς το δικαίωμα αποτυχίας.

3. Η ανάληψη της ευθύνης διακυβέρνησης από εκλεγμένους εκπροσώπους των ίδιων των Παλαιστινίων αποτελεί ένα ακόμα μεγάλο στοίχημα, αφού οι ακραίες οργανώσεις (όπως η Χαμάς) θα πρέπει να αποκλειστούν, όπως και πρόσωπα της Παλαιστινιακής Αρχής (όπως του υπέργηρου Χαμπάς) που δεν συγκεντρώνουν πλέον την λαϊκή αποδοχή και κατηγορούνται για ανοχή απέναντι στην διαφθορά. Πάντως υπάρχουν πρόσωπα, όπως του φυλακισμένου εδώ και 21 χρόνια Μαρουάν Μπαργκούτι, που θα μπορούσαν να αναλάβουν το δύσκολο αυτό έργο.

4. Το δυσκολότερο σημείο είναι και το τελικό, της αμοιβαίας αποδοχής δύο ξεχωριστών κρατών, αφού ακανθώδη ζητήματα θα πρέπει να διευθετηθούν, όπως της εδαφικής τους έκτασης (αν δηλαδή θα περιληφθούν και ποιοι ισραηλινοί οικισμοί εποίκων εντός της Δυτικής Όχθης), της έδρας της πρωτεύουσας του Παλαιστινιακού κράτους (αν δηλαδή θα βρίσκεται στην Ανατολική Ιερουσαλήμ), της οδικής επικοινωνίας των δύο τμημάτων του Παλαιστινιακού κράτους (Λωρίδα της Γάζας - Δυτική Όχθη), της εξασφάλισης ότι δεν θα υπάρξουν στο μέλλον απειλές του νέου κράτους προς το Ισραήλ, κλπ.

Τα πιο πάνω τέσσερα βήματα δεν είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους και προϋποθέτουν ένα κλίμα συνεννόησης μεταξύ των δύο λαών, την παρουσία ισχυρών ηγετών που θα επιδιώξουν μακροπρόθεσμες λύσεις, την διεθνή οικονομική βοήθεια για την στήριξη και στην συνέχεια ανάπτυξη του νέου κράτους και τέλος τον παραμερισμό όσων εξωτερικών παραγόντων εκμεταλλεύονται το Παλαιστινιακό, για δικό τους όφελος.

Ενδεικτική των πιο πάνω δυσκολιών είναι η παρουσία στην Ισραηλινή κυβέρνηση υπερσυντηρητικών, που υπερασπίζονται τα συμφέροντα των εποίκων (ενδεικτικά, η αντίδραση φανατικών εποίκων στις συμφωνίες του Όσλο και την συνακόλουθη εκκένωση των λίγων κιμπούτζ στην Λωρίδα της Γάζας, συνέβαλε στην δολοφονία του Πρωθυπουργού του Ισραήλ Γιτζάκ Ραμπίν). Πάντως, με βάση τις τελευταίες δημοσκοπήσεις το κόμμα του Μπένυ Γκάντζ (απόστρατου στρατηγού και πολιτικού, ο οποίος συμμετέχει στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας) θα κυριαρχήσει σε περίπτωση νέων εκλογών. Από την άλλη μεριά, η Χαμάς αρνείται να αναγνωρίσει το δικαίωμα ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ και ένα μέρος των Παλαιστινίων προσφύγων επιθυμεί την επιστροφή του στα προ του 1967 ή ακόμη και στα προ του 1948 εδάφη, ενώ η Παλαιστινιακή Αρχή αναζητεί ακόμα τον διάδοχο του υπέργηρου Μαχμούτ Αμπάς.

Αντίστοιχα, ένας κρίσιμος παράγων στην ομαλή προώθηση του σχεδίου ειρήνης είναι η τύχη των ομήρων. Η Χαμάς, μετά την (επικοινωνιακά επιτυχημένη) επιστροφή ομήρων γυναικών και παιδιών έναντι εύλογων ανταλλαγμάτων, δεν αποκλείεται να αυξήσει τις απαιτήσεις της, για να συναινέσει στην επιστροφή των υπόλοιπων ομήρων, ιδίως των στρατιωτικών. Η πρόοδος στο θέμα των ομήρων εκτιμάται ότι είναι από μόνη της σημαντική παράμετρος, αλλά και δείκτης της πορείας των πραγμάτων, ξεκινώντας από την δυνατότητα παράτασης της εκεχειρίας.

Γενικότερα, διαπιστώνουμε ότι καμία από τις εμπλεκόμενες δυνάμεις δεν προτείνει έναν ενιαίο και συνεκτικό οδικό χάρτη, ούτε το Ισραήλ (που ξεκίνησε επιχειρήσεις, χωρίς να προετοιμάσει τον τρόπο τερματισμού τους, η δε παραμονή στρατιωτικών του δυνάμεων στην περιοχή της Γάζας μετά την όποια εκεχειρία, δεν είναι δυνατόν, ούτε συμφέρον για το Ισραήλ να γίνει αποδεκτή), αλλά ούτε και οι άλλες εμπλεκόμενες δυνάμεις (αραβικές χώρες, ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση, κλπ), οι οποίες δεν επιθυμούν να αναλάβουν το βάρος μιας τόσο δύσκολης αποστολής.

Συμπέρασμα

Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, την τελευταία ημέρα της ανακωχής, αν δεν παραταθεί, κανείς δεν γνωρίζει πώς θα εξελιχτεί η σύγκρουση. Οι δύο τωρινές ηγεσίες (Ισραήλ και Παλαιστινίων) δεν κατάφεραν επί σειράν ετών να προωθήσουν την ειρηνική συνύπαρξη των δύο λαών:

- η μεν κυβέρνηση του Ισραήλ, με την αποφυγή της συζήτησης για την προοπτική των δύο χωρών, με την δημιουργία νέων οικισμών στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και με τους οικονομικούς περιορισμούς (που έκαναν την άλλη πλευρά εξαρτώμενη από τρίτα μέρη, που έχουν την δική τους ατζέντα).

- η δε Παλαιστινιακή Αρχή, με την απώλεια του κύρους της έναντι της Χαμάς, η οποία δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ και επιβάλλει αυθαίρετα την εξουσία της (όπως με την εκτέλεση πολλών δεκάδων Παλαιστινίων, ως επηρεαζόμενων από την Παλαιστινιακή Αρχή ή πιθανά συνεργαζόμενων με το Ισραήλ).

Το κατά πόσο υπάρχει η δυνατότητα αντιστροφής της δυναμικής που έχει αναπτυχθεί, εξαρτάται πλέον από τους ίδιους τους λαούς, που έχουν και τον τελευταίο λόγο.

Δημοφιλή