Του Κωστή Γριμάνη, υπεύθυνου για θέματα κλίματος και ενέργειας, ελληνικό γραφείο Greenpeace
Όταν σκεφτόμαστε τα σπίτια μας και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, μπορεί να εστιάζουμε στον μη ενεργειακά αποδοτικό φωτισμό, τη φτωχή μόνωση, τα απορρίμματα που παράγουμε κλπ. Ωστόσο, υπάρχει μια συχνά παραγνωρισμένη σύνδεση μεταξύ των οικιακών μας επιλογών (που σε μεγάλο βαθμό κι αυτές καθορίζονται από την εθνική πολιτική και την οικονομία) και των οικοσυστημάτων των ωκεανών μας. Οι λέβητες αερίου, που χρησιμοποιούνται συνήθως για τη θέρμανση των σπιτιών, μπορεί να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες σε προστατευόμενα θαλάσσια οικοσυστήματα και είδη, ιδίως στα κητώδη, στα οποία περιλαμβάνονται οι φάλαινες, τα δελφίνια και οι φυσητήρες. Ποια όμως η εκπληκτική σχέση μεταξύ του άνετου σπιτιού μας και των εκτεταμένων επιπτώσεων σε αυτά τα υπέροχα θαλάσσια ζώα;
Η οικιακή επιλογή: Λέβητες αερίου για θέρμανση των νοικοκυριών
Οι λέβητες “φυσικού αερίου” ήταν μέχρι πριν από κάποια χρόνια μια συνηθισμένη επιλογή για τη θέρμανση των σπιτιών μας, λόγω της αποδοτικότητας και της οικονομικής τους προσιτότητας. Παρέχουν ζεστασιά και άνεση κατά τη διάρκεια των κρύων εποχών, αλλά είναι ζωτικής σημασίας να κατανοήσουμε το περιβαλλοντικό και οικονομικό αποτύπωμα που αφήνουν, το οποίο εκτείνεται πολύ πέρα από το σαλόνι μας. Τα πράγματα πλέον έχουν αλλάξει δραματικά. Σε μια περίοδο που καταγράφονται παράλληλες κρίσεις (γεωπολιτική, κλιματική, ενεργειακή και υποβάθμιση της βιοποικιλότητας) θα ήταν τουλάχιστον υποκριτικό να μην παραδεχτούμε πως υπάρχει κοινός παρονομαστής, ο οποίος ονομάζεται ορυκτό αέριο.
Η σύνδεση των εκπομπών: Αέρια θερμοκηπίου και κλιματική κρίση
Οι λέβητες αερίου, όπως και άλλα συστήματα θέρμανσης που βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα, παράγουν εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Η καύση φυσικού αερίου απελευθερώνει διοξείδιο του άνθρακα (CO2) στην ατμόσφαιρα, συμβάλλοντας στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Μάλιστα, αρκετές μελέτες, εκ των οποίων και μία πρόσφατη του ελληνικού γραφείου της Greenpeace, δείχνουν ότι οι πραγματικές εκπομπές είναι πολύ περισσότερες (όπως για παράδειγμα του μεθανίου) από αυτές που υπολογίζονται. Καθώς οι θερμοκρασίες αυξάνονται, αυτό έχει βαθιά επίδραση στους ωκεανούς, οδηγώντας στο λιώσιμο των πάγων και στη θερμική διαστολή, η οποία μπορεί να απειλήσει τα ενδιαιτήματα των κητωδών, ιδίως στις πολικές περιοχές.
Οξίνιση των ωκεανών: Μια κρυφή συνέπεια
Τα αυξημένα επίπεδα του CO2 στην ατμόσφαιρα δεν αποτελούν ανησυχία μόνο για τις παγκόσμιες θερμοκρασίες, αλλά και για τους ωκεανούς μας. Όταν το CO2 απορροφάται από το θαλασσινό νερό, αντιδρά και σχηματίζει ανθρακικό οξύ, οδηγώντας στην οξίνιση των ωκεανών. Τα όξινα νερά μπορεί να έχουν επιζήμιες επιπτώσεις στη θαλάσσια τροφική αλυσίδα, συμπεριλαμβανομένου του πλαγκτού, το οποίο χρησιμεύει ως κύρια πηγή τροφής για πολλά είδη κητωδών. Περισσότερα αέρια του θερμοκηπίου οδηγούν σε μεγαλύτερη αύξηση της θερμοκρασίας, η οποία στη συνέχεια επηρεάζει έμμεσα τον ωκεάνιο κύκλο του άνθρακα, διαταράσσοντας την ωκεάνια κυκλοφορία και την ανταλλαγή CO2 μεταξύ αέρα και θάλασσας. Το επίπεδο οξίνισης στην ιδιαίτερα ευάλωτη Μεσόγειο Θάλασσα αντικατοπτρίζει την υπερβολική αύξηση του ατμοσφαιρικού CO2 και, συνεπώς, την εισβολή του ανθρωπογενούς άνθρακα στη θάλασσα1.
Άμεσος αντίκτυπος στα κητώδη: Έρευνα, εξόρυξη και παραγωγή αερίου
Πέρα από τις ευρύτερες περιβαλλοντικές συνέπειες, η εξόρυξη και παραγωγή αερίου που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση των σπιτιών ή την ηλεκτροπαραγωγή μπορούν επίσης να έχουν άμεσο αντίκτυπο στους πληθυσμούς θαλάσσιων θηλαστικών. Οι φάλαινες και τα δελφίνια είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στον ήχο, τον οποίο χρησιμοποιούν για την επικοινωνία, την πλοήγηση και τον εντοπισμό της λείας τους. Η ηχορύπανση, είτε προέρχεται από βιομηχανικό εξοπλισμό, είτε από τη ναυτιλία, μπορεί να διαταράξει τη φυσιολογική τους συμπεριφορά, οδηγώντας σε αποπροσανατολισμό ή ακόμη και σε εκβρασμούς (που σε αρκετές περιπτώσεις δεν καταγράφονται). Αρκετές επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι η εξόρυξη υδρογονανθράκων εντός περιοχών που ζουν και αναπαράγονται κητώδη μπορεί να έχει δραματικές επιπτώσεις σε αυτά, όπως τη διατάραξη των τροφικών τους πεδίων, τις μειωμένες ικανότητες πλοήγησης και τα αυξημένα επίπεδα στρες που μπορούν να διαταράξουν την ευαίσθητη ισορροπία των οικοσυστημάτων τους.
Πρόσφατη επιστημονική έρευνα της Greenpeace σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Κητολογικών Ερευνών “Πέλαγος” και το πανεπιστήμιο του Exeter αποκάλυψε μια τρομακτική αλήθεια: οι απειλούμενες φάλαινες και τα δελφίνια διαβιούν καθόλη τη διάρκεια του έτους σε περιοχές εντός της Ελληνικής Τάφρου που προορίζονται για εξόρυξη ορυκτού αερίου. Αυτή η έλλειψη σημαντικών επιστημονικών πληροφοριών χρησιμοποιήθηκε από τις μισθώτριες εταιρείες για να δικαιολογηθούν και να εγκριθούν οι σεισμικές έρευνες, οι οποίες μπορούν να βλάψουν τις φάλαινες και τα δελφίνια κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Τουλάχιστον τέσσερα είδη θαλάσσιων θηλαστικών διαβιούν στα βαθιά νερά της Ελληνικής Τάφρου, γεγονός που υπογραμμίζει την οικολογική σημασία της περιοχής και εγείρει σοβαρές ανησυχίες για την πιθανή βλάβη της θαλάσσιας ζωής, ιδίως από τις σεισμικές ανατινάξεις κατά τους χειμερινούς μήνες.
Υποδομές ΥΦΑ: ταχεία αδειοδότηση και περιβαλλοντική υποβάθμιση
Κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της ενεργειακής κρίσης, ο φόβος γύρω από την ασφάλεια του εφοδιασμού δημιούργησε έναν τρελό αγώνα δρόμου για την εξασφάλιση εισαγωγών ορυκτού αερίου, δεσμεύοντας την Ευρώπη σε νέα συμβόλαια αερίου για δεκαετίες και υπονομεύοντας με αυτόν τον τρόπο τις προσπάθειες εντός και εκτός ευρωπαϊκών συνόρων για τη μείωση εκπομπών ΑτΘ. Η ασυντόνιστη και ταχεία επέκταση υποδομών εισαγωγής Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (ΥΦΑ) από την Ευρώπη δημιουργεί τεράστια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Στη γηραιά ήπειρο, 9 νέα έργα ΥΦΑ βρίσκονται υπό κατασκευή και 42 έχουν προταθεί. Αντίστοιχα, η Ελλάδα με 2 σταθμούς ΥΦΑ (ή LNG) ήδη σε λειτουργία στοχεύει στην υλοποίηση ακόμα 5 σταθμών (ένας υπό κατασκευή και οι υπόλοιποι τέσσερις υπό σχεδιασμό). Και σαν μην έφτανε ο παραλογισμός των υποδομών, για πολλοστή φορά το φυσικό κεφάλαιο της χώρας μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Σε μια ξεχωριστή νομική προσφυγή, το WWF Ελλάς και το ελληνικό γραφείο της Greenpeace ζήτησαν την ακύρωση της πρόσφατης ανανέωσης της περιβαλλοντικής άδειας για την πλωτή μονάδα αποθήκευσης και επαναεριοποίησης της Αλεξανδρούπολης (FSRU). Η ανανέωση αυτής της άδειας, που εκδόθηκε αρχικά το 2013, έχει προκαλέσει ανησυχία λόγω των πιθανών παραβιάσεων της εθνικής και κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Μεταξύ των προβληματισμών που επισημάνθηκαν είναι η παραβίαση της νομικής απαγόρευσης της κατασκευής εγκαταστάσεων Seveso2 εντός περιοχών Natura 2000, η παράταση της άδειας για μια επικίνδυνη εγκατάσταση χωρίς να ληφθούν υπόψη σημαντικές αλλαγές στους αρχικούς όρους και η παράλειψη ενημέρωσης και διαβούλευσης με το κοινό, όπως απαιτείται από την περιβαλλοντική και ενεργειακή νομοθεσία της ΕΕ και της χώρας μας.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά
Τι κι αν λοιπόν το αέριο, η παραγωγή και χρήση του, μπορεί να αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο για τα θαλάσσια θηλαστικά της Μεσογείου ή για περαιτέρω περιβαλλοντική υποβάθμιση σημαντικών προστατευόμενων περιοχών της χώρας, που, μεσούσης της κλιματικής κρίσης, αποτελούν την πρώτη μας ασπίδα απέναντι στις επιπτώσεις της; Τι κι αν γνωρίζουμε ότι το αέριο είναι από τα πλέον υπεύθυνα για τις εκπομπές ΑτΘ, που επιδεινώνουν τη συχνότητα και την ένταση ακραίων καιρικών φαινομένων σαν αυτά που βίωσαν συμπολίτες μας στον Έβρο και τη Θεσσαλία; Η απάντηση είναι ότι τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά για τους θαλάσσιους συνοδοιπόρους μας αλλά και για εμάς τους ίδιους αν το βάρος δινόταν σε αντλίες θερμότητας, παθητικά κτίρια, εδραιωμένα συστήματα αυτοπαραγωγής και αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας για πολίτες σε μεγάλη κλίμακα και όχι δισεκατομμύρια ευρώ σε εξορύξεις, αγωγούς και λέβητες αερίου για θέρμανση στις κατοικίες. Και για να μην αναρωτάται κανείς, η απάντηση είναι ναι, αυτές οι επιλογές είναι πιο φθηνές σε σχέση με το κόστος επενδύσεων στο αέριο και το κόστος που επωμιζόμαστε από τις επιλογές που κάνουν άλλοι για εμάς στην πλάτη μας.
2 Για τις εγκαταστάσεις που αποθηκεύουν και διαχειρίζονται μεγάλες ποσότητες επικίνδυνων ουσιών, στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται σε ισχύ η οδηγία Seveso, η οποία ονομάστηκε έτσι με αφορμή μεγάλο ατύχημα στην ομώνυμη πόλη της Ιταλίας το 1976.